Β'. Καλλικάντζαροι
Α) Ονομασίαι: Καλλικατζάροι (Χώρα), καλλικατζάρια (Μαστιχόχωρα), καρκαζζάνοι (=καλλικαντζάνοι), καλλικατζούρια και σκαλλικαντζάροι (Χαλκιός), κατσικαντάρηδες (Καρδάμυλα), κατσικά(δ)ες (Πυργί). Περί του ονόματος καλλικάντζαρος προυτάθηκαν πλείσται ετυμολολίαι. Τούτων η πιθανωτέρα μοί φαίνεται η εκ του τύπου καλλιτσάγγαρος, επιχωριάζοντος εν Τήνω και τοις δυτικοίς παραλίοις του Ευξείνου, κατά μετάθεσιν των συλλαβών τσα-γγα παραγωγή, ήν δέχεται και αυτός ο Πολίτης, Λίαν επαγωγός όμως είναι και η εικασία του Οικονόμου, όστις διαβλέπει εν τω τύπω καλικάντζαρος την λέξιν καλίκι (cal;iga-ελαφρόν υπόδημα) οπότε δυνατόν, κατ’εμήν γνώμην, εις το καλίκι τούτο να προστεθη και το δεύτερον συνθετικόν άντζα (=κνήμη) και παρήχθη η λέξις καλικάντζαρος (όχι καλλικάντζαρος) σημαίνουσα τον φέροττα καλίκια εις τας κνήμας. Εν Καρδαμύλους καλούνται μόνον κοτσικαντάρηδες και εν Πυργίω κατσικά(δ)ες, πάντως κατά παρετυμολογίαν προς το κατσίκα (αίξ) ως θα είπωμεν κατωτέρω. Β)Ποιοι γίνονται καλλικάντζαροι: Και κατά τας ημετέρας δοξασίας καλλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννώνται την αυτήν με τον Χριστόν νύκτα, τα Χριστούγεννα (αρ. 58, 60) ως δεικνύει προσέτι και δίστιχον εκ Χαλκιού, καθ’ ο ο Χριστός φέρεται λέγων. Όποιος γεννηθή με μεν να χη οργήν από τα μέν, κι όποιος βαφτιστή με μεν να χη χορον από μεν. Μόνον εις τινα παράδοσιν εκ Σιδερούντος δεν αναφέρονται ωρισμένως τα Χριστούγεννα, αλλά τα δωδεκάμερα (αρ. 53). Το πρώτον όμως είναι γενική δοξασία εν τη νήσω ημών, ως και εν τη λοιπί Ελλάδι. Τα δε γεννώμενα κατά την ημέραν ταύτην θήλεα γίνονται στρίγλες και ζώσι και μετα θάνατον (αρ. 60) γ)Πότε εμφανίζονται: Εμφανίζονται κατά τα Δωδεκάμερα, από της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι της παραμονής των Φώτων (αρ. 56, 58, 60) ή της ημέρας των Φώτων (αρ. 55). Διότι την μεν παραμονήν τελείται ο πρώτος αγιασμός, την δε ημέραν των Φώτων φωτίζονται τα νερά. Κυρίως ως και τα λοιπάστοιχειά, επιφαίνονται την νύκτα και παραμενούσι μέχρι της αυγής. Κατά το πρώτον λάλημα του πετεινού, τον οποίον αυτοί οι ίδιοι αποκαλούσι μαύρον, διότι είναι ακόμη μεσονύκτιον, δεν φεύγουσι, κατά το δεύτερον (κόκκινος πετεινός διότι μόλις αρχίζει να γλυκοχαράζη) ετοιμάζονται και κατά το τρίτον (άσπρος διότι υποφώσκει η ημέρα) αποχωρούσι (αρ. 54) Τα αυτά ακριβώς ανφέρονται και περί των βρικολάκων, προς ούς ενίοτε και συγχέονται (αρ. 39) Την παραμονήν των Φώτων επιβαίνοντες φλοιού κρεμμύου (αρ. 55) ή ωού (αρ. 51) αναχωρούσι λέγοντες "Άρμενα κουππιά κ’εγώ ‘ς τον τόπον μου" (αρ. 57). δ) Πως εμφανίζονται: Κατά τας ημετέρας δοξασίας είναι ανθρωποειδείς (αρ. 53) υψηλοί και ισχνοί (αρ. 55, 58) με πόδας αιγός (αρ. 28) όθεν ίσως και εν Καρδαμύλους λέγονται κατσικαντάρηδες και εν Πυργίω κατσικά(δ)ες, Κατά Κανελλάκην οι βρικόλακες καλούνται εν Πυργίω κατσικάδες αλλ’εκ του αποτρεπτικού μέσου, όπερ αυτόθι αναφέρει ότι μεταχειρίζονται την 5 Ιανουαρίου προς αποδίωξιν αυτών, εμφαίνεται ότι περί καλλικαντζάρων πρόκειται. Άλλως τε οι βρικόλακες και οι κατσικαντάρηδες πολλάκις συγχέονται, ως είδομεν ανωτέρω. Φορούσι δε καπόταν εις την κεφαλήν (αρ.58) Αι δε στρίγκλες έχουσιν οφθαλμούς σπινθηροβόλους και οδόντας μακρούς (αρ.60) ε) Ενέργεια: Θεωρούνται πολλώ επιβλαβέστεροιτων βρικολάκων. Γενικώς δοξάζουσι περί αυτών ότι όντινα συναντήσωσι καθ’οδόν, καθίζουσιν επι των ώμων του και ερωτώσιν αυτόν: "Στούππος ή βόλυμος". Και όταν μεν ο ερωτώμενος απαντήση "Στούππος", αμέσως τυφλώνεται, όταν δε απαντήση "Βόλυμος", ο καλλικάντζαρος γενόμενος βαρύς ως μόλυβδος, επικάθηται αυτού μέχρις ου τον κατασυντρίψη (αρ. 53, 58). Κατά τινα όμως παράδοσιν (αρ.57) εκ Καρδαμύλων ο καλλικάντζαρος εις την απάντησιν "Στούππος" δεν τυφλώνει τον μεταφέρει εις τον οίκο του, ένθα ουδένα πειράζει, αφεθείς μάλιστα να δεθή και με σπαρτόβρουλλον. Κατέρχονται εις τας οικίας εκ της καπνοδόχου (αρ. 56). Ενίοτε χορεύουσι και ούτοι , ως οι βρικόλακες και τα λοιπά στοιχειά, άδοντες ωρισμένα άσματα (αρ. 54). Όθεν και θεωρούνται ως οξ από δώ (αρ. 55), όξω κι από μακρυά (αρ. 59). Μεταβαίνουσι και εις τους μύλους, ένθα πειράζουσι τους μυλωνάδες αναγκάζοντες αυτούς να κατασκευάσωσιν αυτοίς πίτταν, μη δυναμένων δε τούτων να υπακούσωσι, σκορπίζουσι τα άλευρα (αρ. 59) Ενίοτε είναι και ευγνώμονες προς τους φιλοξενήσαντας αυτούς αποστέλλοντες αυτοίς προιόν, ούτινος μεγάλη έλλειψις. (αρ. 57). Αι δε στρίγλες θεωρούνται ως λίαν κακοποιοί, πνίγουσαι τους αδελφούς των και πάντα, όν συναντήσωσι, και ροφώσαι το αίμα των (αρ. 60) Εις τι παραμύθιον της ανεκδότου συλλογής μου εκ Καρδαμύλων η γεννηθείσα στρίγλα πνίγει κατά πρώτον τους ίππους(έπειτα τους αδελφούς και τον πατέρα της και όλους τους κατοίκους πόλεως σωθεντος μόνον του μικροτέρου αδελφού και της μητρός του. Ούτος μεταβάς μετά πάροδον ετών εις την πατρίδα του, ίνα ίδη αν η αδελφή του ζή ή απέθανε, καταδιώκεται υπ’αυτής από δένδρου εις δένδρον, άτινα το έν μετά το άλλο η στρίγλα αποκόπτει δια των οδόντων. (στ) Μέσα αποτρεπτικά: Ίνα το κατά τα Χριστούγεννα τεχθέν τέκνον μη γίνη καλλικάντζαρος, καίουσι την πτέρναν αυτού δια πεπυρακτωμένου υνίου (αρ. 53). Παρόμοιόν τι αναφέρει και ο Αλλάτιος ότι εγίνετο εν Χίω. Οι καλλικάντζαροι φοβούνται την φωτιά (αρ. 53, 56). Δια τούτο, όταν ανάπτη πύρ επί της εστίας, δεν εισέρχονται δια της καπνοδόχου (αρ.56), ο δε κρατών δαυλόν (αρ. 53) ουδέποτε συναντά καλλικαντζάρους κατά τα Δωδεκαήμερα. Μέσον αποτρεπτικόν θεωρείται και το κόσκινον, τιθέμενον επι της εστίας, διότι τότε ο καλλικάντζαρος, και αν εισέλθη δια της καπνοδόχου, αρχίζει να μετρά τας οπάς αυτού, έως ότου δε τας μετρήση καταλαμβάνεται υπό της αυγής και αποχωρεί (αρ. 56). Εις την υπ’ αρ. 57 όμως παράδοσιν δίσουσιν εις αυτόν κόσκινον με κουκκιά, ο δε καλλικάντζαρος κσθ’όλην την ημέραν εμέτρα ταύτα, μη δυνάμενος να προχωρήση πέραν του αριθμού δυό, αλλ’αριθμών ούτω πως: "Ένα-δύο, ένα δυο". Φοβούνται επίσης πολύ τον αγιασμόν, δια τούτο και φεύγουσι κατά τα Φώτα. Φεύγουσιν επίσης και όταν ραντισθή το μέρος ένθα ευρίσκονται δι αγιασμού, ως και επι τη θέα κηρίου του επιταφίου ανημμένου (αρ. 59). ζ) Επισκόπησις: Αι περί καλλικαντζάρων δοξασίαι κατά τον αοίδιμον Ν. Γ. Πολίτην) είναι λείψανα εθνικών εορτών και πανηγύρεων, κατά την εποχήν του Δωδεκαημέρου τελουμένων κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς ακόμη χρόνους, και ιδία των εορτών των Καλανδών, καθ’άς πολλοί μετημφιεσμένοι περιήρχοντο την νύκτα τας οδούς παντοιοτρόπως ενοχλούντες τους διαβάτας και τρόμον αυτοίς εμποιούντες. Ούτοι ήσαν οι καλλικάντζαροι, εις κακά πνεύματα εν τη συνείδησει του λαού μεταβληθέντες. Μόνον δε απηχήσεις των μύθων περί Σατύρων και Πανός συνεχωνεύθησαν μετά των περί καλλικαντζάρων δοξασιών. Τας δε στρίγλας, αίτινες έχουσι μεγάλην σχέσιν προς τας Αρπυίας και Μαινάδας της αρχαίας μυθολογίας, κατέταξα μετά των καλλικαντζάρων, διότι έχουσι κοινήν μετ’αυτών την γέννησιν.
dc.contributor.author | Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου | |
dc.coverage.spatial | Χίος | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:08:50Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:08:50Z | |
dc.date.issued | 1928 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295344 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Α) Ονομασίαι: Καλλικατζάροι (Χώρα), καλλικατζάρια (Μαστιχόχωρα), καρκαζζάνοι (=καλλικαντζάνοι), καλλικατζούρια και σκαλλικαντζάροι (Χαλκιός), κατσικαντάρηδες (Καρδάμυλα), κατσικά(δ)ες (Πυργί). Περί του ονόματος καλλικάντζαρος προυτάθηκαν πλείσται ετυμολολίαι. Τούτων η πιθανωτέρα μοί φαίνεται η εκ του τύπου καλλιτσάγγαρος, επιχωριάζοντος εν Τήνω και τοις δυτικοίς παραλίοις του Ευξείνου, κατά μετάθεσιν των συλλαβών τσα-γγα παραγωγή, ήν δέχεται και αυτός ο Πολίτης, Λίαν επαγωγός όμως είναι και η εικασία του Οικονόμου, όστις διαβλέπει εν τω τύπω καλικάντζαρος την λέξιν καλίκι (cal;iga-ελαφρόν υπόδημα) οπότε δυνατόν, κατ’εμήν γνώμην, εις το καλίκι τούτο να προστεθη και το δεύτερον συνθετικόν άντζα (=κνήμη) και παρήχθη η λέξις καλικάντζαρος (όχι καλλικάντζαρος) σημαίνουσα τον φέροττα καλίκια εις τας κνήμας. Εν Καρδαμύλους καλούνται μόνον κοτσικαντάρηδες και εν Πυργίω κατσικά(δ)ες, πάντως κατά παρετυμολογίαν προς το κατσίκα (αίξ) ως θα είπωμεν κατωτέρω. Β)Ποιοι γίνονται καλλικάντζαροι: Και κατά τας ημετέρας δοξασίας καλλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννώνται την αυτήν με τον Χριστόν νύκτα, τα Χριστούγεννα (αρ. 58, 60) ως δεικνύει προσέτι και δίστιχον εκ Χαλκιού, καθ’ ο ο Χριστός φέρεται λέγων. Όποιος γεννηθή με μεν να χη οργήν από τα μέν, κι όποιος βαφτιστή με μεν να χη χορον από μεν. Μόνον εις τινα παράδοσιν εκ Σιδερούντος δεν αναφέρονται ωρισμένως τα Χριστούγεννα, αλλά τα δωδεκάμερα (αρ. 53). Το πρώτον όμως είναι γενική δοξασία εν τη νήσω ημών, ως και εν τη λοιπί Ελλάδι. Τα δε γεννώμενα κατά την ημέραν ταύτην θήλεα γίνονται στρίγλες και ζώσι και μετα θάνατον (αρ. 60) γ)Πότε εμφανίζονται: Εμφανίζονται κατά τα Δωδεκάμερα, από της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι της παραμονής των Φώτων (αρ. 56, 58, 60) ή της ημέρας των Φώτων (αρ. 55). Διότι την μεν παραμονήν τελείται ο πρώτος αγιασμός, την δε ημέραν των Φώτων φωτίζονται τα νερά. Κυρίως ως και τα λοιπάστοιχειά, επιφαίνονται την νύκτα και παραμενούσι μέχρι της αυγής. Κατά το πρώτον λάλημα του πετεινού, τον οποίον αυτοί οι ίδιοι αποκαλούσι μαύρον, διότι είναι ακόμη μεσονύκτιον, δεν φεύγουσι, κατά το δεύτερον (κόκκινος πετεινός διότι μόλις αρχίζει να γλυκοχαράζη) ετοιμάζονται και κατά το τρίτον (άσπρος διότι υποφώσκει η ημέρα) αποχωρούσι (αρ. 54) Τα αυτά ακριβώς ανφέρονται και περί των βρικολάκων, προς ούς ενίοτε και συγχέονται (αρ. 39) Την παραμονήν των Φώτων επιβαίνοντες φλοιού κρεμμύου (αρ. 55) ή ωού (αρ. 51) αναχωρούσι λέγοντες "Άρμενα κουππιά κ’εγώ ‘ς τον τόπον μου" (αρ. 57). δ) Πως εμφανίζονται: Κατά τας ημετέρας δοξασίας είναι ανθρωποειδείς (αρ. 53) υψηλοί και ισχνοί (αρ. 55, 58) με πόδας αιγός (αρ. 28) όθεν ίσως και εν Καρδαμύλους λέγονται κατσικαντάρηδες και εν Πυργίω κατσικά(δ)ες, Κατά Κανελλάκην οι βρικόλακες καλούνται εν Πυργίω κατσικάδες αλλ’εκ του αποτρεπτικού μέσου, όπερ αυτόθι αναφέρει ότι μεταχειρίζονται την 5 Ιανουαρίου προς αποδίωξιν αυτών, εμφαίνεται ότι περί καλλικαντζάρων πρόκειται. Άλλως τε οι βρικόλακες και οι κατσικαντάρηδες πολλάκις συγχέονται, ως είδομεν ανωτέρω. Φορούσι δε καπόταν εις την κεφαλήν (αρ.58) Αι δε στρίγκλες έχουσιν οφθαλμούς σπινθηροβόλους και οδόντας μακρούς (αρ.60) ε) Ενέργεια: Θεωρούνται πολλώ επιβλαβέστεροιτων βρικολάκων. Γενικώς δοξάζουσι περί αυτών ότι όντινα συναντήσωσι καθ’οδόν, καθίζουσιν επι των ώμων του και ερωτώσιν αυτόν: "Στούππος ή βόλυμος". Και όταν μεν ο ερωτώμενος απαντήση "Στούππος", αμέσως τυφλώνεται, όταν δε απαντήση "Βόλυμος", ο καλλικάντζαρος γενόμενος βαρύς ως μόλυβδος, επικάθηται αυτού μέχρις ου τον κατασυντρίψη (αρ. 53, 58). Κατά τινα όμως παράδοσιν (αρ.57) εκ Καρδαμύλων ο καλλικάντζαρος εις την απάντησιν "Στούππος" δεν τυφλώνει τον μεταφέρει εις τον οίκο του, ένθα ουδένα πειράζει, αφεθείς μάλιστα να δεθή και με σπαρτόβρουλλον. Κατέρχονται εις τας οικίας εκ της καπνοδόχου (αρ. 56). Ενίοτε χορεύουσι και ούτοι , ως οι βρικόλακες και τα λοιπά στοιχειά, άδοντες ωρισμένα άσματα (αρ. 54). Όθεν και θεωρούνται ως οξ από δώ (αρ. 55), όξω κι από μακρυά (αρ. 59). Μεταβαίνουσι και εις τους μύλους, ένθα πειράζουσι τους μυλωνάδες αναγκάζοντες αυτούς να κατασκευάσωσιν αυτοίς πίτταν, μη δυναμένων δε τούτων να υπακούσωσι, σκορπίζουσι τα άλευρα (αρ. 59) Ενίοτε είναι και ευγνώμονες προς τους φιλοξενήσαντας αυτούς αποστέλλοντες αυτοίς προιόν, ούτινος μεγάλη έλλειψις. (αρ. 57). Αι δε στρίγλες θεωρούνται ως λίαν κακοποιοί, πνίγουσαι τους αδελφούς των και πάντα, όν συναντήσωσι, και ροφώσαι το αίμα των (αρ. 60) Εις τι παραμύθιον της ανεκδότου συλλογής μου εκ Καρδαμύλων η γεννηθείσα στρίγλα πνίγει κατά πρώτον τους ίππους(έπειτα τους αδελφούς και τον πατέρα της και όλους τους κατοίκους πόλεως σωθεντος μόνον του μικροτέρου αδελφού και της μητρός του. Ούτος μεταβάς μετά πάροδον ετών εις την πατρίδα του, ίνα ίδη αν η αδελφή του ζή ή απέθανε, καταδιώκεται υπ’αυτής από δένδρου εις δένδρον, άτινα το έν μετά το άλλο η στρίγλα αποκόπτει δια των οδόντων. (στ) Μέσα αποτρεπτικά: Ίνα το κατά τα Χριστούγεννα τεχθέν τέκνον μη γίνη καλλικάντζαρος, καίουσι την πτέρναν αυτού δια πεπυρακτωμένου υνίου (αρ. 53). Παρόμοιόν τι αναφέρει και ο Αλλάτιος ότι εγίνετο εν Χίω. Οι καλλικάντζαροι φοβούνται την φωτιά (αρ. 53, 56). Δια τούτο, όταν ανάπτη πύρ επί της εστίας, δεν εισέρχονται δια της καπνοδόχου (αρ.56), ο δε κρατών δαυλόν (αρ. 53) ουδέποτε συναντά καλλικαντζάρους κατά τα Δωδεκαήμερα. Μέσον αποτρεπτικόν θεωρείται και το κόσκινον, τιθέμενον επι της εστίας, διότι τότε ο καλλικάντζαρος, και αν εισέλθη δια της καπνοδόχου, αρχίζει να μετρά τας οπάς αυτού, έως ότου δε τας μετρήση καταλαμβάνεται υπό της αυγής και αποχωρεί (αρ. 56). Εις την υπ’ αρ. 57 όμως παράδοσιν δίσουσιν εις αυτόν κόσκινον με κουκκιά, ο δε καλλικάντζαρος κσθ’όλην την ημέραν εμέτρα ταύτα, μη δυνάμενος να προχωρήση πέραν του αριθμού δυό, αλλ’αριθμών ούτω πως: "Ένα-δύο, ένα δυο". Φοβούνται επίσης πολύ τον αγιασμόν, δια τούτο και φεύγουσι κατά τα Φώτα. Φεύγουσιν επίσης και όταν ραντισθή το μέρος ένθα ευρίσκονται δι αγιασμού, ως και επι τη θέα κηρίου του επιταφίου ανημμένου (αρ. 59). ζ) Επισκόπησις: Αι περί καλλικαντζάρων δοξασίαι κατά τον αοίδιμον Ν. Γ. Πολίτην) είναι λείψανα εθνικών εορτών και πανηγύρεων, κατά την εποχήν του Δωδεκαημέρου τελουμένων κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς ακόμη χρόνους, και ιδία των εορτών των Καλανδών, καθ’άς πολλοί μετημφιεσμένοι περιήρχοντο την νύκτα τας οδούς παντοιοτρόπως ενοχλούντες τους διαβάτας και τρόμον αυτοίς εμποιούντες. Ούτοι ήσαν οι καλλικάντζαροι, εις κακά πνεύματα εν τη συνείδησει του λαού μεταβληθέντες. Μόνον δε απηχήσεις των μύθων περί Σατύρων και Πανός συνεχωνεύθησαν μετά των περί καλλικαντζάρων δοξασιών. Τας δε στρίγλας, αίτινες έχουσι μεγάλην σχέσιν προς τας Αρπυίας και Μαινάδας της αρχαίας μυθολογίας, κατέταξα μετά των καλλικαντζάρων, διότι έχουσι κοινήν μετ’αυτών την γέννησιν. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄ | |
dc.relation.source | Σ. Βίου, Λαογραφία Θ, (1926-1928) σελ. 230 - 233 , Χιακά παραδόσεις, αρ. Β | |
dc.relation.sourceindex | Λαογραφία, Θ | |
dc.relation.sourcetype | Περιοδικό | |
dc.description.bitstream | D_PAA_04080w, D_PAA_04080w2, D_PAA_04080w3, D_PAA_04080w4 | |
dc.subject.legendtitle | Β'. Καλλικάντζαροι | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΔ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 259970/Χίος |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.