Εις ολίγων χριστιανικών εορτών την δημώδη φιλολογίαν βλέπει κανείς τόσον βαθειά χαραγμένα τα ίχνη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, όσον είς την εορτή των Χριστουγέννων. Όπως κάθε θρησκευτική δοξασία έχει τας προλήψεις της και τας δεισιδαιμονίας της, έτσι και αι Χριστουγεννιάτικαι δοξασίαι έχουν τους καλλικαντζάρους των, οι οποίοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σάτυροι των αρχαίων Ελλήνων, με ελάχιστες παραλλαγάς εις την εξωτερικήν των εμφάνισιν. Οι καλλικάντζαροι ή λυκοκάνθραροι, ή καρκαντζόλοι, ή καλλιοντζήδες, βλέπετε ότι τα σκανδαλιάρικα αυτά δαιμόνια έχουν ένα σωρό ονομασίας και ψευδώνυμα, εγκαταλείποντα τα υπόγεια και τα σκοτεινά άντρα των, όπου ζούν όλον τον χρόνον, ανεβαίνουν εις την γήν την ημέραν της γεννήσεως του Χριστού, και αρχίζουν της διαβολιές των. Σωστοί πειρασμοί ! Τρελλαίνονται δια το χορό, και από τα μεσάνυκτα μέχρι την ώρα που θα φέξη επί δώδεκα συνεχείς ημέρας, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να οργανώνουν οργιώδεις χορευτικάς παννυχίδας. Ο <Λυκοκάνθαρος>είναι από όλα τα ψευδώνυμα των σκανδαλλιάρικων δαιμονίων εκείνο που ταιριάζει περισσότερο με την εξωτερικήν τους εμφάνισιν. Εις το πρόσωπον μοιάζουν καταπληκτικά με τον λύκο, προπάντων στο σαγόνι και το ρύγχος. Κατά το άλλο σώμα έχουν μεγάλη ομοιότητα με το σκαθάρι. Το ίδιο μαύρο και στιλπνό δέρμα, τα ίδια ειδεχθή και μυτερά νύχια. Εκτός τούτου υπάρχουν και μερικά κοινά ψυχολογικά γνωρίσματα διότι ο καλλικάντζαρος έχει την αγριότητα και την αιμοβορία του λύκου και την ρυπαρότητα του σκαθάρου. Δύο πράγματα προ πάντων φοβούνται τα Χριστουγεννιάτικα αυτά δαιμόνια. Τους μαύρους κοκκόρους και τους αναμμένους δαυλούς. Δι αυτό, τα γραίδια, προ πάντων, προς τα οποία οι καλλικάντζαροι τρέφουν εξαιρετικήν αντιπάθειαν, έχουν πάντοτε πρόχειρον εις το στόμα τους τον αφορισμόν : <Ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καυμένα>.Το χρονικόν διάστημα που ευρίσκονται επί της γής οι καλλικάντζαροι, την μέν ημέραν κούβονται με τα παιδιά τους σε σκοτεινά σπήλαια, καταβροχθίζοντες φείδια και μολυντήρια, την δε νύκτα ξετρυπώνουν δια να το ρίξουν στον χορό ή δια να κλέψουν καμμιά ώμορφη γυναίκα. Διότι οι καλλικάντζαροι τρελλαίνονται δια το ωραίον φύλον, με το οποίον αν δεν μοιάζουν στο σώμα, μοιάζουν τουλάχιστον εις την ψυχήν, όπως είπε κάποιος μισογύνης συγγραφεύς. Από τα προσφιλέστερα καλλικανταρέικα ενδιαιτήματα είναι και οι μύλοι, όπου μαζεύονται την νύκτα οι καλλικάντζαροι και κάνουν ένα σωρό τρέλλες.Ξεθεώνουν στα πειράγματα και στις κοροιδίες τους μυλωνάδες, φτιάχνουν πήττος, μαγειρεύουν το αλεύρι και αν τυχόν έλθη καμμιά γυναίκα δια να αλέση, αλέθουν αυτοί το στάρι της, και πρέπει να είναι η γυναίκα αυτή πολύ πονηρή δια να κατορθώνα να ξεφύγη από τα νύχια τους. Οι καλλικάντζαροι ζούν οικογεναιακόν βίον. Έχουν γυναίκες, παιδιά και … πεθερές. Αγαπούν ιδιαιτέρως τα αρσενικά δι αυτό όταν η καλλικαντζαρίνα γεννήση αγόρι, δίνουν πλούσια δώρα στη μαμή που έρχεται να τους πάρη τα συχαρίκια, ενώ όταν γεννήση κορίτσι της αδειάζουν στο κεφάλι ένα κοφίνι στάχτη. Εκτός από τα αρσενικά και της ώμορφες γυναίκες, οι καλλικάντζαροι αγαπούν και τους λουκουμάδες. Εις την Κύπρον, καθώς λέγει ο δημώδης θρύλλος, εις τας πέντε του Ιανουαρίου, οπότε εις όλα τα σπήτια φιάνουν λουκουμάδες, κατεβαίνουν οι καρκατζόλοι από τας καπνοδόχους και φωνιάζουν: Μαμά τσιτσί λουκάνικον μαχαίρι μαυρομένικον κομμάτιν ξεροτήενον να φάω και να φύω.Εις την Κρήτην, επι της εποχής του Αλατίου επικρατούσε η πρόληψις ότι τα παιδιά που συλλαμβάνονται την ημέραν του Ευαγγελισμού και γεννώνται τα Χριστούγεννα, γίνονται καρκαντζόλοι <ως απαίσια δαιμονική συνεργεία την γέννησιν του Χριστού μιμηθέντα.>Οι καρκαντζόλοι της κατηγορίας αυτής ξεφασκιώνονται μόνοι τους την νύκτα, αφήνουν της κούνιες τους, και τριγυρίζοντας στους δρόμους, παρενοχλούν τους διαβάτας. Συνηθίζουν προ πάντων να τους καβαλλικεύουν στο λαιμό και να τους απευθύνουν την ερώτησιν: -<Στούπος ή μόλυβδος> Και αν μεν το θύμα των απαντήση στούππος το αφίνουν ελεύθερον>, αν δε μόλυβδος το σφίγγουν ως που να το σκάσουν.Ένεκα λοιπόν της δεισιδαιμονίας αυτής είχαν την συνήθειαν να βάζουν στη φωτιά τα πόδια των παιδιών που εγεννώντο την ημέρα των Χριστουγέννων. Ο Πουκεβήλ εις τας περιηγητικάς του εντυπώσεις εξ Ελλάδος γράφει σχετικώς τα εξής : <Φαντάζονται οι Έλληνες ότι περιπλανώνται κατά τας σκοτεινάς του χειμώνος νύκτας λυκοκάντζαροι, τους οποίους μερικοί και σαββατιανούς λύκους ονομάζουσι, και οι οποίοι, κατά τας λαικάς προλήψεις, είναι Ιουδαίοι ονολάτραι, αναζητούντες από των Χριστουγέννων μέχρι των Θεοφανείων τον Μωυσέα δια να τον πνίξουν. Παριστάνουν δε αυτούς με γαιδουρινό κεφάλι και με ουράν πιθήκου>τρέχοντας την νύκτα και τρώγοντας χελώνας και βατράχους.> Ο Αλλάτιος πάλιν λέγειν ότι οι Έλληνες πιστεύουν εις τα Παγάνια, τέρατα με κεφαλήν όνου και ουράν πιθήλου, τα οποία λατρεύουν εις τα τρίστρατα την Σελήνην και τρώγουν ερπετά. Την δεύτερη ημέρα του γάμου ο γαμπρός ωδήγησε τη γυναίκα του σε τρείς μεγάλες καάμαρες όπου ήσαν στοιβαγμένες θεώρατες στοίβες μαλλί. –Αν δεν το γνέσης αυτό μέσα σε τρείς ημέρες της λέει θα σε διώξω. Το δυστυχισμένο κορίτσι που έβλεπε μόνο τους σωρούς αυτούς και το έπιανε τρεμούλα, εκάθησε σε μια γωνιά και άρχισε να πλαίη απαρηγόρητα. Την ώρα εκείνη παρουσιάσθηκε μπροστά της ένας γέρος και της επρότεινε μια τρομερή συμφωνία. –Αν θέλης, της λέει, γνέθω εγώ αυτό το μαλλί μέσα σε τρείς ημέρες. Αλλά στο διάστημα αυτό πρέπει να μου πής το όνομά μου, αλλοιώς θα σε φάω. Και το δυστυχισμένο κορίτσι, που πιο πολύ φοβότανε το θυμό του άντρα της παρά τη φοβέρα του γέρου, εδέχθηκε τη συμφωνία. Πέρασαν τρείς ημέρες και του κάκου βασάνιζε η νηόνυμφη το μυαλό της για να ανακαλύψη το όνομα του γέρου. Και ενώ καθώτανε απελπισμένη, στο κατώφλι της πόρτας της, βλέπει τον άντρα της να γυρίζη από το κυνήγι χωρίς σταγόνα αίμα στης φλέβες του, και να της λέει κατακίτρινος από τον φόβο του, ότι την ώρα που περνούσε μια ρεμματιά, άκουσε μια βραχνή φωνή να τραγουδάη: Καλόγερος ο Μπάμπακας καλή κορίτσα που θα φάη. Το κορίτσι παρά λίγο να ζουρλαθή από τη χαρά του, γιατί ο νούς του αμέσως πήγε στο γέρο. Και όταν ο καλλικάντζαρος,-γιατί καλλικάντζαρος ήτανε ο γέρος-ήλθε να την αρπάξη, του λέει: <Μπάμπακα δεν θα με φάς και αν με φάς θα σκάσης> Ο καλλικάντζαρος, μόλις τάκουσε αυτό, έπεσε κάτω, και αφού εσπάραξε δύο τρείς φορές, έσκασε από το κακό του.
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΠηγή
Περιοδ. Θεατής, αρ. 258, σελ. 8Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Θεατής, 1929, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΔΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.