Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα. Κεί που λανάρ’ζι,άφ’κε τα λανάρια τα’ς κι πάει να κ’τουρήσ’ μι συμπάθιου Έρ’ντ’ οι Καλλ’κατζάρ’ κι παίρν’ν τα’απουπάν’τσυ λανάρ’ κι τα’ν αφίν’ μι τα’απουκάτ’. Αυτή ν’έρχιτι, χ’ταζ, λανάρ’ δεν έχ’-Ά, λέει, οι καλ’κατζάρ’ μι του πήρανη –μα στέκα κι ιγώ να διής, του πέρνου ή δεν; Ήταν πουλύ πουνηριά-Του βράδ’άμα πήρ’ να βραδυάζ’ τσακών’ κι ξ’πλέκ τα μαλλιά τα’ς τα ρίχν’ λ’ουρα-λόυρα κι παίρν’ τα’ στρ’ατα Πααίν κι βρίσκ’ τα’ καλλ’κατζαροί που χιόρηναν. Τσακώνιτι κι αυτή στου χουρό-για τι αυτ’νοι δεν τν αγνώρ’σαν, θάρρησαν πως ήταν καλ’κατζαρίνα. Αρχ’νίζει να τραγ’δή κι ήλιγε: ΄΄Που ‘ν τως Βάιας του λανάρ’ (γιατί τα’ν έλεγαν Βάια)Οι Καλ’λατζαροι πάλι έλεγαν ‘’Απού πίσ’ απ’ του πουρνάρ’’ Ώσπου λάλ’σαν τα’αρνίθια κι ήβγαν οι καλ’κατζάρ’. Πήγε αυτηνά κι του πήρε του λανάρ’ τ’ς. (κάδαν=καθόταν, λανάρ’ζι=ελινάριζε, κ’τουρήσ’=κατουρήση, έρ’ντ’=έρχονται, χ’τάζ= κοιτάζει, πέρνου= παίρνω, λόυρα-λόυρα= ολόγυρα, χιόρηναν=χόρευαν, τσακώνιτι=πιάνεται)
Place recorded
Νάουσα, ΣτενήμαχοςRecording year
1938Source
Αρ. 1154, σελ. 41, Δημ. Λουκάτος, Στενήμαχος, Προσφ., Κιλκίς, 1938Collector
Source index and type
1154, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT