Καλλικάντζαροι
Μια βολά μια γειτόνισσα πήγε από βραδύς τσαι είπε της άλλης γειτόνισσας ότι την αυγηή θα σηκωθή νύχτα να ζυμώση, τσαι α θέψη τσαι τσείνη να ζυμώση ας σηκωθή τσαι ότι θα της μιλήση. Ο Καλλικάντζαρος ήτανε τσει απόξω τσαι τα’άκουσε, τσαι τα μεσάνυχτα σηκώνεται ο βλάμης τσαι πάει στη γειτόνισσα τσαι της χτυπάει την μπόρτα τσαι της λέει, γειτόνισσα, γειτόνισσα, σήκω να ζυμώσουμε, νται κάθεσαι, ξημέρωτσε. Τσίνη η κακομοίρα δεν τονε γνώρισε πως ήτανε ο καλλικάντζαρος το πίστεψει, τσαι σηκώθη, τσαι ζύμωσε, τσαι τα έπλατσε τα ψωμιά, τσαι τα παίρνει, ένα τσαι δύο να ντα πάνη στο φούρνο της γειτόνισσας. Τσεί καθώς βγ’ητσε όξω τη μπέρνουνε οι καλοί σου τσαι τη ντραβούνε φορτωμένη με τη μπανακωτή, τσαι της κλείκανε το στόμα, τσαι τη μπάνε όξω στη βρύσι, την βουτάνε στη γούρνα, μια βολά τσαί της λέγανε, πως μας του λιναργιού τα βάσανα. Τα’αρχίνανε η άμοιρη τσ’έλεγε το λινάρι το σπέρνουνε, το λινάρι το θερίζουνε, το λινάρι τα’αλωνίζουν, τότες φώναξε ο κόκκορας, τσείνοι όμως παγκριαζοτούσαι τσαι λέγανε μαύρος είσαι δε σε φοβόμαστε, άιντε πάλι τη βουτάνεάλλη μια βολά τσαί της λέγανε’’πα ξηλώνεις τσαι μπαλώνεις στου Παπά τα’αλώνι, τσαι μπλούμ μέσ’τη γούρνα, τσαι φώναξε πάλι ο κόκκορας, ‘’μαύρος είσαι του λέγανε δε σε σιαζόμαστε, καμμια βολά ‘πο τα πολλά βάσανα που τι σκάμανε, φώναξε ο κόκορας τσαι τους λέει, τσαι φωνάζκε, άσπρος είνε, φεύγομε αδέρφια μπαραντίκανε μονομία, τσαι χαθήκανε όλοι. Τότες πήρε τα καρβέλια η ταλαίπωρη τσαι ήρθε σπίτι, τσαι τα είπε όλα τα βάσανα της, τσαι όλοι δε γικοτάνε να ξεμυτίσουνε άμα σουρούπωνε κακείας. Αυτάκάμανε οι Καλλικατζαραίοι παιδάτσια μου, αλλά ένας Μεγαρίτης τσει που του πήγε τα μεσάνυχτα τσει μπροστά του στις μ’παραφωτία(ιστία) τσαι δοτσίματσε ναντονε καλλιτσέψη στο σβέρκο για να του βάνη το ουγλί, αλλά προφταίνει ο άνθρωπος τσαι τονε βουλόνει με το δαβλό στο γ’αλέφαρο, τσαι τότες κάθητσε τσαι του έπιατσε, τσαι του έδεσε ‘πο τα τσερατάτσια. Τσαι του είχε κοπέλλι δύο χρόνια τσαι του άλλο χρόνο ήρθανε μια νύχτα οι Καλλικαντζαραίοι τσαι το μ’πήρανε τσαι του έχατσε για πάντα.
dc.contributor.author | Σταμπόλας, Π. | |
dc.coverage.spatial | Αττική, Μέγαρα | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:08:48Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:08:48Z | |
dc.date.issued | 1914 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295297 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Μια βολά μια γειτόνισσα πήγε από βραδύς τσαι είπε της άλλης γειτόνισσας ότι την αυγηή θα σηκωθή νύχτα να ζυμώση, τσαι α θέψη τσαι τσείνη να ζυμώση ας σηκωθή τσαι ότι θα της μιλήση. Ο Καλλικάντζαρος ήτανε τσει απόξω τσαι τα’άκουσε, τσαι τα μεσάνυχτα σηκώνεται ο βλάμης τσαι πάει στη γειτόνισσα τσαι της χτυπάει την μπόρτα τσαι της λέει, γειτόνισσα, γειτόνισσα, σήκω να ζυμώσουμε, νται κάθεσαι, ξημέρωτσε. Τσίνη η κακομοίρα δεν τονε γνώρισε πως ήτανε ο καλλικάντζαρος το πίστεψει, τσαι σηκώθη, τσαι ζύμωσε, τσαι τα έπλατσε τα ψωμιά, τσαι τα παίρνει, ένα τσαι δύο να ντα πάνη στο φούρνο της γειτόνισσας. Τσεί καθώς βγ’ητσε όξω τη μπέρνουνε οι καλοί σου τσαι τη ντραβούνε φορτωμένη με τη μπανακωτή, τσαι της κλείκανε το στόμα, τσαι τη μπάνε όξω στη βρύσι, την βουτάνε στη γούρνα, μια βολά τσαί της λέγανε, πως μας του λιναργιού τα βάσανα. Τα’αρχίνανε η άμοιρη τσ’έλεγε το λινάρι το σπέρνουνε, το λινάρι το θερίζουνε, το λινάρι τα’αλωνίζουν, τότες φώναξε ο κόκκορας, τσείνοι όμως παγκριαζοτούσαι τσαι λέγανε μαύρος είσαι δε σε φοβόμαστε, άιντε πάλι τη βουτάνεάλλη μια βολά τσαί της λέγανε’’πα ξηλώνεις τσαι μπαλώνεις στου Παπά τα’αλώνι, τσαι μπλούμ μέσ’τη γούρνα, τσαι φώναξε πάλι ο κόκκορας, ‘’μαύρος είσαι του λέγανε δε σε σιαζόμαστε, καμμια βολά ‘πο τα πολλά βάσανα που τι σκάμανε, φώναξε ο κόκορας τσαι τους λέει, τσαι φωνάζκε, άσπρος είνε, φεύγομε αδέρφια μπαραντίκανε μονομία, τσαι χαθήκανε όλοι. Τότες πήρε τα καρβέλια η ταλαίπωρη τσαι ήρθε σπίτι, τσαι τα είπε όλα τα βάσανα της, τσαι όλοι δε γικοτάνε να ξεμυτίσουνε άμα σουρούπωνε κακείας. Αυτάκάμανε οι Καλλικατζαραίοι παιδάτσια μου, αλλά ένας Μεγαρίτης τσει που του πήγε τα μεσάνυχτα τσει μπροστά του στις μ’παραφωτία(ιστία) τσαι δοτσίματσε ναντονε καλλιτσέψη στο σβέρκο για να του βάνη το ουγλί, αλλά προφταίνει ο άνθρωπος τσαι τονε βουλόνει με το δαβλό στο γ’αλέφαρο, τσαι τότες κάθητσε τσαι του έπιατσε, τσαι του έδεσε ‘πο τα τσερατάτσια. Τσαι του είχε κοπέλλι δύο χρόνια τσαι του άλλο χρόνο ήρθανε μια νύχτα οι Καλλικαντζαραίοι τσαι το μ’πήρανε τσαι του έχατσε για πάντα. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄ | |
dc.relation.source | Αρ. 672, σελ. 21, Μέγαρα, Π. Σταμπόλας | |
dc.relation.sourceindex | 672 | |
dc.relation.sourcetype | Αρχείο χειρογράφων | |
dc.description.bitstream | D_PAA_04033w | |
dc.subject.legendtitle | Καλλικάντζαροι | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΔ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 264353/Αττική, Μέγαρα |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.