dc.contributor.author | Γούσιας, Β. | |
dc.coverage.spatial | Ήπειρος, Μέτσοβο | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:08:46Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:08:46Z | |
dc.date.issued | 1951 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295251 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Είναι μια Παράδοσι παλιά, που όπως τη βρήκε από τα μικρά του χρόνια ο παππούς, μένει ακόμα η ίδια χωρίς καμμιά αλλαγή. Στα κατακόκκινα από τη φωτιά πρόσωπα των παιδιών λάμπει η ανυπομινησία. Σου έτυχε ποτέ παππού να δής τζίνια; Και ‘κείνος αργά, αργά και αφού ανασκαλέψη τα παλιά, θα παντήση στα βουβά παιδιά. –Ναι! Είδα κάποτε κι εγώ τζίνια. –Και τι έκαμες; Σε πείραξαν;-Και βέβαια με πείραξαν. Κοιτάξτε; Σηκώνοντας ψηλά το άλλινο παντελόνι του δείχνει σε μια μια μαύρη βούλα πάννω από το γόνατο. Να! Αυτού με πάτησαν τα τζίνια-Πες μας παππού πως έγινε;Κι ο παπούς συγκινημένος από τις παλιές του αναμνήσεις αρχίζει ύστερα από λίγη σιωπή την εξιστόρησι. –Ήμουν τότε δεκαεννιά χρονών παλληκάρι. Έβραζε το αίμα μου. Ήταν θυμάμαι σαν απόψε παραμονή. Εμένα μου μπήκε στο νού να φάμε τα Χριστούγεννα χέλι. Πήγα λοιπόν αργά το βράδυ στο ιβάρι και έρριξα μέσα το δίχτυ. Τα’άφησα και γύρισα στην καλύβα να κοιμηθώ κάμποσο ώσπου να πιαστή κανένα. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα φωνές. Άνοιξα τα μάτια μου και αφουκράστηκα. –Λές να τον πατήσουμε; Ρώταγε κάποιος. –Όχι επέμενε ο άλλος. Δε μα πείραξε. –Ν ατον κάψουμε είπε κάποιος άλλος. Τότε κι εγώ σκέφτηκα. Τώρα θα σας μάθω εγώ τι να κάνετε. Άρχισα το λοιπόν να λέω μέσα μου ότι προσευχή ήξερα. Το τι έγινε τότε, άλλο να σας το πώ και άλλο να τα’ακούγατε. Σάλαγος μεγάλος (Πατείς με πάτωσε που λέτε σις οι γραμματιζούμενοι). Έφευγαν τα τζίνια. Σηκώθηκα κατόπι και μπήκα στο καίκι. Τράβηξα για το ιβάρι, έβγαλα το δίχτυ και τράβηξα από μέσα δυό μεγάλα χέλια. Τα ‘ριξα στο καίκι και ανοίχτηκα στη Λίμνη για να’ρθω από την Τούμπα. Σε μια στιγμή όμως το καίκι γύρισε από το πλευρό. Μου φάνηκε πως κάτι είδα. Δεν ξεχώριζα καλά, γιατί δεν είχε φεγγάρι. Σήκωσα και εγώ κουπί και χτύπησα εκείνο που μου φάνηκε σαν κεφάλι. Την ίδια στιγμή έννοιωσα πόνο στο ποδάρι. Μ’είχαν πατήσει τα τζίνια. –και από τότε το ‘χες παππού; -Ναι παιδιά μου, και θα το ‘χω για πάντα. Εκείνη τη στιγμή γύριζε από μια θειά μας η ξαδέρφη μου Έλλη. Μπήκε, μέσα στο σπίτι λαχανιασμένη. –Τι έχεις, ω Έλλη, ρώτησε με τα χωριατικά του ο παππούς. –Ακούς μπάρμπα Παύλε, τη Ρήνα του Δόση την πάτησαν τα τζίνια. – Πότε ρωτά ατάραχα ο γέρος. –Απόψε! Πήγε στα ζ’ωα να τα ταίση. Μπήκε στην καλύβα κι άναψε τη λάμπα. Αυτά φαίνεται ήταν μέσα. Το φώς τα σκότισε και όπως πήγαν να φύγουν την πάτησαν. Ύστερα από λίγο πήγε η Μάννα της, που φοβήθηκε γιατί άργησε να γυρίση και τη βρήκε πεσμένη καταής λιγοθυμισμένη. Όταν την πήγε σπίτι είδε στην άντζα της μια μεγάλη βούλα. Της έδωσε λάδι να συνέλθη από το φόβο και τώρα πήγε με μέλι και γάλα να τα μερώση για να διώξουν την βούλα. Ο παππούς τα’άκουγε χαμογελαστός. –Και γιατί έρχονται τα τζίνια παππού; Που κάθονται τον άλλον χρόνο; -Έρχονται γιατί θέλουν να ξαποστάσουν. Αυτά βρίσκονται κάτω από τη γή και τρώνε με τα δόντια τους τον κορμό της. Όταν κοντεύουν να τον τελειώσουν τα στέλνει ο Θεός εδώ. Μα σαν ματακατεβαίνουν βρίσκουν τον κορμό ακέρνο κ’έτσι δεν μπορούν να μη κάνουν κακό. Όπως ο καθένας καταλαβαίνει, οι Καλλικάντζαροι κάθε άλλο παρά καλά πνεύματα είναι. Είναι τα τελώνια του γέλωτος, της εκδικήσεως, του κομπασμού και της καταστροφής. Είναι ζηλότυπα και πονηρά. Έτσι μπαίνοντας από το τζάκι προσπαθούν να γευτούν τη μαγειρίστα, τους τολμάδες, τη σούπα ή τις τηγανίτες, ή τα άλλα όμορφα φαγητά, που με καμάρι τα ‘χει φυλαγμένα η μάννα. Υπάρχουν άπειρες τέτοιες ιστορίες στον τόπο μου. Μα νομίζω πως έχετε μπή στο πνεύμα του Καλλικάντζαρου μόνο μ’αυτή. Ανάμεσα σε ένα τέτοιου είδους κουβέντα σχεδόν ξενυχτάμε. Και τότε μόνο καταλαβαίνουμε πως ξημέρωσε όταν ν’ακούσουμε τα Χριστουγενιάτικα κάλαντα. (Τζίνια=ετέρα ονομασία του Καλλικαντζάρου, Χέλι= είδος ψαριού.Νοστιμώτατο.Ομοιάζει με φίδι και δεν έχει αγκάθια. Ιβάρι=στο φράγμα των ψαριών. Λέξι νησιώτικη. Σάλαγος=θόρυβος μεγάλος, Τούμπα=τοποθεσία της λίμνης, Άντζα=το κάτω του γονάτου μέρος.) | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄ | |
dc.relation.source | Λ. Α. αρ. 2264, σελ. 13 - 14, Β. Γούσια, Ιεροδιδασκαλείον Βελλάς, Μέτσοβον Ηπείρου, 1951 | |
dc.relation.sourceindex | 2264 | |
dc.relation.sourcetype | Αρχείο χειρογράφων | |
dc.description.bitstream | D_PAA_03987w, D_PAA_03987w2, D_PAA_03987w3,D_PAA_03987w4 | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΔ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 6697804/Ήπειρος, Μέτσοβο | |