Όλα όμως αυτά [τα οποία αναφέρονται στις σελ. 2- 7] τα κάνουν [οι καλικάντζαροι] εως ότου είναι νύχτα και προτού λαλήση ο μαύρος πετεινός. Για τούτο λέγεται το εξής : Είπε φαίνεται ο αρχηγός τους : ‘’Λάλησ’ ο άρπρος (πετεινός). – Κάτσε ν κάτσουμε , απάντησαν οι άλλοι. –Λάλησ’ ο κόκκινος ! – Εδώ είμαστ’ ακόμα. –Λάλησ’ ο μαύρος! –Φορτώστε να φορτώσουμε. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε πόσο φοβούνται από το φώς της ημέρας. Την ημέρα κάθονται μέσα σε σπηλιές, σε ρέματα, και αποφεύγουν τους ανθρώπους. Μόλις νυχτώση βγαίνουν από τις κρύπτες και ξεκινούν για τα χωριά. Εντελώς απαλλάσσονται οι άνθρωποι στις 6 Ιανουαρίου όταν γίνεται ο μεγάλος αγιασμός. Τότε όταν οι ιερείς όταν γίνεται ο μεγάλος αγιασμός. Τότε όταν οι ιερείς ραντίζουν τα σπίτια, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται αμέσως και φεύγουν να κρυφτούν κάτω από τη γή όπου θα αρχίσουν να πριονίζουν την κολώνα, που στηρίζεται η γή.
Τόπος Καταγραφής
Ηπειρος, ΜονοδένδριΧρόνος καταγραφής
1951Πηγή
Λ. Α. αρ. 2266, σελ. 8, Σάββα Θεοδώρου, Μονοδένδρι Ηπείρου, 1951Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2266, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT