Βεργόνα (η). Αντί Γοργόνα (η). Σκωπτ. Η ειδεχθής, αγριεμένη και διεσταμμένη γυναίκα, που έχει δήθεν εκ φύσεως την κοκορρίζικην ιδιότητα να επιφέρη στον άλλον μέγα κακόν ακόμη και τον θάνατον, κοινώς να τον τώη, ως να είναι το μυθολογούμενον τέρας η Γοργώ. ''Μωρή Βεργόνα, που 'φαες τον άνdρα, τα παιδιά, τους γονιούς-σου!'' Απευθύνεται προς εκείνην, απο την κακορριζιάν της οποίας δήθεν απέθανεν ο άνδρας ή τα παιδιά ή οι γονείς της. Μεγεθυντικόν : 'Βέργονος (ο) και υποκοριστικόν : ''Βεργονί(το)'' Ταυτόσημα είναι τα : ''Λάουρα και Χιλιάνdρισ-σα. ά.ιδ.
Τόπος Καταγραφής
ΣύμηΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Σωτηρίου Α. Καρανικόλα, Παρωνύμια και Σκωπτικά ονόματα εν Σύμη, Δωδεκανησιακό Αρχείο 3 (1958), σελ. 142Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT