Γγ Άραχτα τσ' θάλασσας
Βαθειά ήτανε χωμένη μέσα στον πάτο της θάλασσας η τρομερή αράχτα. Η αράχτα που έκανε τόσες μανάδες να κλάψουνε, τόσες νηές να χάσουν τους καλούς των, τόσα παιδάκια να μένουνε βουτηγμένα στα μαύρα. Σαν ήτανε μπουνάτσα, μόλις φαινότανε, ίσαμε το κεφάλι ανθρώπου που κολυμπά. Μα όταν έπιανε φουρτούνα εθέριεβε, μεγάλωνε. Και τα καυμένα τα καίκια ανύποπτα πέφτανε απάνω της. Γιατί, κατά πώς λέγανε οι παληοί, μια μάγισσα, γρηά που έχασε στο μέρος εκείνο τη μοναχοκόρη της, την καταράστηκε να κάψει πολλές καρδιές σαν π’ώκοψε και τη δική της. Τι δεν κάνανε οι καυμένοι οι ναυτικοί για να βρούνε την σωτηρία τους! Βάλανε επάνω της σημαδολόγο: Τον πήρανε τα κύματα. Χτίσανε γερά στη κορυφή ένα πελώριο ξύλινο σταυρό. Στη πρώτη τρικυμία ‘γινε τρίμματα. Άξαφνα διαδώθηκε, ότι σε ένα μέρος μακρινό είνε κάποιος γητευτής που γνωρίζει τις κακές ώρες και που πιάνει το μάτι του. Αυτός, λέγανε οι ταξειδιώτες που ήρτανε από το μέρος εκείνο, μόνο αυτός άμα έρτει και την αποθαμάζει την αράχτα, θα λυώσει σαν το κερί και θα σωθεί ο κόσμος! Στείλανε επίτηδες καίκι και τον φέρανε. Και ο κόσμος όλος κατέβηκε στο γυαλό για να δεί από περιέργεια τι θα κάνει ο ξακονομένος γητευτής. Τα καίκια βουλούσανε από τον κόσμο. Και πάνω στα κατάρτια ακόμη ήταν άνθρωποι σκαρφαλωμένοι και κυττάζανε. Και όταν ήρτε η ώρα η επίσημη, η ώρα η κακιά που μόνο ο γητευτής εγνώριζε, είπε σε όλους και παραμερίσανε, και κείνος βλέποντας κατάμματα την τρομερή αράχτα, φώναξε με όλο του τον αποθαυμασμό: Μουρέ αράχτα!. Ένας γογγυσμός άγριος ακούστηκε τότε σαν να έβγαινε μέσα από τα έγκατα της γής, τα νερά της θάλασσας θολώσανε σε κείνο το μέρος και ανοιγοσφαλήσανε, ένα χούρ, χούρ, χούρ, ετράνταξε όλα τα καίκια που βρισκόντουσαν εκεί και με μιάς η Αράχτα διαλύθηκε, χώνεψε στα κατατράχαλα της θάλασσας και χάθηκε! Μα προτού ο κόσμος να προφτάξει να εκφράσει τον θαυμασμό και τη χαρά του για το υπερφυδικό και έκτακτο εκείνο γεγονός, ένα δράμα σπαραξικάρδιο ξετυλίχτηκε τη στιγμή εκείνη μπροστά στα μάτια ολονών. Ένας ναύτης δηλ. μέσα από ένα καίκι από εκείνα που ήνταν εκεί, και που είχε και αυτός το χάρισμα να πιάνει το μάτι του, μα που δεν το γνώριζε, μόλις είδε ότι η Αράχτα καταστράφηκε σαν φώναξε ο γητευτής. – Μουρέ Αράχτα! Φώναξε και κείνος με θαυμασμό. – Μουρέ μάτι! Και αμέσως χυθήκανε τα μάτια του γητευτή και έμεινε αόμματος! Αγκαλιασμένοι και οι δυό τους κλαίγανε το μαύρο ριζικό τους. Και από τότε αγαπημένοι και σύντροφοι στη δυστυχία και την κακομοιριά, γυρίζανε τυφλός ραψωδός ο ένας έχοντας τον άλλον οδηγό, και τραγουδούσανε με στίχους λυπηρούς, από χωριό σε χωριό, την άμοιρη ζωή τους. Μα οι πιο όμορφοι στίχοι ήταν εκείνοι που λέγανε στο τέλος του τραγουδιού τους, κι ευχαριστούσανε τον Θεό που, αν εκείνοι μέναν για πάντα δυστυχείς, γενήκανε όμως αφορμή ώστε "να μην κλάψουνε πλέον άλλες μάννες, να μη χάσουντους καλούς των άλλες νηές, και να μην βουτηχτούνε πλέον μέσα στα μαύρα άλλα παιδάκια"
Place recorded
ΛέσβοςRecording year
1929Source
Εφημ. Ταχυδρόμος Μυτιλήνης, 11 Δεκεμβρίου 1929Collector
Source index and type
Ταχυδρόμος Μυτιλήνης, 1929, ΕφημερίδαItem type
ΠαραδόσειςTEXT