Οι δράκοι της Δρακόλιμνης και του Σμόλκα. (Παραδόσεις των Σαρακατσάναιων)
Η Δρακόλιμνη ή κατά την εντοπίαν προφοράν Ντρακόλιμνη είναι μικρά και βαθεία λίμνη επί λεκανοσχήμου οροπεδίου της Ραδόβολης, διακλαδώσεως της Πίνδου, το οποίον δια το σχήμα ακριβώς τούτο θεωρείται ως κρατήρ προ αμνημονεύτων χρόνων εσβεσμένου ηφαιστείου. Διηγούνται ότι την επεσκέφθη και ο Αλή πασσάς με τον Νούτσον και ότι καταθελχθείς εκ της επιβλητικής μεγαλιπρέπειας των πέριξ αποτόμων βουνών και δή εκ της ωραιότητος της λίμνης και του κάτωθεν αυτής χλοερού και καταρρύτου οροπεδίου, έφ’ού βόσκουν τα ποίμνια των Σαρακατσαναίων νομάδων, εδήλωσεν ότι θα επισκεφθή και πάλιν την λίμνην και έδωσε προς τούτοις διαταγήν να κατσασκευάσωσι μικράν δι αυτήν λέμβον Απέναντι της Ραδόβολης εκτείνεται μακρά οροσειρά, εφ’ής υψούται η κορυφή του Σμόλκα και εις τους πρόποδας της οποίας ευρίσκονται τα βλαχοχώρια της Β. Ηπείρου, μεταξύ δε των ορέων τούτων ρέει ο Αώος εν τω μέσω πυκών δασών πεύκων, κέδρων και δρυών. Επί του Σμόλκα ευρίσκεται ωσαύτως μικρά λίμνη. Εντός αυτής και της Δρακόλιμνης διέμενον δύο αντίπαλοι δράκοι κατά την λαικήν παράδοσιν, ής την γένεσιν αποδίδουν οι λογιώτεροι των πέριξ χωρίων εις την εν αυταίς ύπαρξιν εις χρόνους παλαιοτάτους δύο ενεργών και απέναντι αλλήλων κειμένων ηφαιστείων. Την παράδοσιν μοι διηγήθη ο σαρακατσάνος ποιμήν Γεώργιος Γκουτζιομύτης. Ήταν ένα στοιχείου ‘ς τούτην τη λίμν’ κ’ ένα ‘ς μ’ πέρα τ’ λίμν’. Τούτο πέται λθάρια άσπρα κι κείνου κλαδιά κι κούτσουρα. Κουντά είχαν ένα μιράκ’ να κατέβν τούτ’ απέδου κι κείν’ απέκ’ κι να παλαίψν. Είπι του στοιχειού του τζιουμπάν. <Να πιάης τα πρόβατα, να βγάλς του ξούγκ’ κι να του μάης ‘ς ένα τόπ τόσου κι τούγ κιρό, π’θα πουλιμάμ’ημείς να ‘ρθς να του ρίξς στου στόμα του δικό μ’.>Τούτους πήρι γιαγκλίς κι το ρξι στου στόμα σι κείν’ απ’ έκ’ κι τ’ ανίκσι τούτου, κουντά το φαι. Λοιπόν το σ’ξι κουντά τούτου κείν’ απ’ έκ’ και τόβγαλι ‘γ καρδιά. Κει όταν απουσταμένου κι του ειπι του τζιουμπάν. <Ψήσ’ γ καρδιά>Τον έβαλι να μ ψήσ’ κι δε μπόραι να τα’φέρ’ γύρα ήταν μεγ’αλ’. Κι την άλλειψι κι τότι ν’ ήφιρι γύρα κι ν ήφιρι φίρ-φίρ. Κι άμα που ψήθκι, ν έβγαλι κι ν έφαι. Τ’ μπλέτσουσι ούλ’ ικείνους κουντά. Ου άνθρουπους αυτείνους στοίχειουσι κουντά κι σκότουσι κι τάλλου του στοιχείου. Λοιπόν σ’κώθκι κ’ ήρθ’ ιδώ, π’άρμιγαν τα πρόβατα. Τραύαι ν’ αρμέξ τα πρόβατα κ’ έβγιναν τα μαστάρια. Σ’κώθκι, κουντά, τουν χούιαξαν απ’ εδ’, κι πάι μέσα στ’ λίμν’ τα’ Ντρακόλιμν’. Είχιν έναν βλάμ’ μπάτζιου κι του λιι. <Όντα θέλς ν’ανταμουθούμι να βαράς τα’ dζαμάρα κι να ρχουμι ν’ανταμώνουμιστι. Μα να μη του μαρτρήης σι κανένα>. Αυτός ου μπάτζιους σαν έσκουζ’ η μάννα τα’ τζιουμπάν’ τα’ λημουνειόνταν. Τα λέει. < Αν θέλς να ιδής τουν γιό σ’, να ρθς να τουν ιδής, αλλά δε θα τα’ κρίνς καθόλ’ να σι ιδή.> Βήκαν κι αυτήν απ’απάνου κουντά κρύφκι κι άμα βάρησι τ’ dζαμάρα ου μπάτζιους βήκι αυτείνους κι άμα τουν είδ’ η μάννα τα’ <Ούι! Πιδί μ’-έσκουξι- κι αbήδσι μέσ’ αυτείνους κι δε ματαβήκι. Αλλά τώρα κουντά λίγα χρόνια έβγιν’ ένα κριάρ λάιου κι μαρκάλαι τα πρόβατα τα’νύχτα. Λοιπόν έφχαν τα πρόβατα κάτου στου χ’μαδιό, γέν’σαν κ’ έκαμαν ούλου αρνάδες λάιες. Ν άλλ’ τα’ χρουνιά βήκαν πίσου αυτείνα τα’ αρνιά στ’ Ντρακόλιμν. Άμα βήκαν βέλιαξι του κριάρ’ αυτείνου. Κι άμα βέλιαξι, αbήδσαν τα’αρνιά αυτείνα ούλα στ’ λίμν. Δε ματαβήκαν. [Η παράδοσις αύτη είναι παραλλαγή της μακεδονικής (Πολίτου Παραδόσεις αρ. 501 και σελ. 1121 κε.) περί δε της παραδόσεως περί του κριού που μαρκάλαγε τα πρόβατα βλ.αυτ. σελ. 1213, 1215, 1216, 1224 και αρ. 562. –Σ. τ. Δ.] (Μάης=μάσης, μαζέψης, τόπ=τόπι,σφαίρα, γιαγκλίσ’= έκαμε λάθος, σ’ξι=το έσχισε) (μπλέτσουσι= μπλιτσώνου ή μπλιτσκώνου= τρώγω τι λαιμάργως και με μεγάλην όρεξιν. Χούιαξαν= φωνάζω δυνατά, εδώ σημαίνει :ν με δυνατάς φωνάς, μπάτζιου= είδος τυρού και ο τυροκόμος ωσαύτως καλείται μπάτζιους. Dζαμάρα= φλογέραν μεταλλίνην, λάιου=μαύρο, μαρκάλαι= Μαρκαλάει του κριάρ τα πρόβατα ή προυτσ’ αλάει επί της έννοιας του οχεύειν, βατεύειν (ους. ου προυτσ’άλους πρβ. Ου στάλους, ου κούρους κτλ,) επί δε των προβάτων γενικώς λέγεται : τα πρόβατα μαρκαλειούνται.)
dc.contributor.author | Αναγνωστόπουλος, Γ. | |
dc.coverage.spatial | Ήπειρος | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:08:29Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:08:29Z | |
dc.date.issued | 1916 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/294886 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Η Δρακόλιμνη ή κατά την εντοπίαν προφοράν Ντρακόλιμνη είναι μικρά και βαθεία λίμνη επί λεκανοσχήμου οροπεδίου της Ραδόβολης, διακλαδώσεως της Πίνδου, το οποίον δια το σχήμα ακριβώς τούτο θεωρείται ως κρατήρ προ αμνημονεύτων χρόνων εσβεσμένου ηφαιστείου. Διηγούνται ότι την επεσκέφθη και ο Αλή πασσάς με τον Νούτσον και ότι καταθελχθείς εκ της επιβλητικής μεγαλιπρέπειας των πέριξ αποτόμων βουνών και δή εκ της ωραιότητος της λίμνης και του κάτωθεν αυτής χλοερού και καταρρύτου οροπεδίου, έφ’ού βόσκουν τα ποίμνια των Σαρακατσαναίων νομάδων, εδήλωσεν ότι θα επισκεφθή και πάλιν την λίμνην και έδωσε προς τούτοις διαταγήν να κατσασκευάσωσι μικράν δι αυτήν λέμβον Απέναντι της Ραδόβολης εκτείνεται μακρά οροσειρά, εφ’ής υψούται η κορυφή του Σμόλκα και εις τους πρόποδας της οποίας ευρίσκονται τα βλαχοχώρια της Β. Ηπείρου, μεταξύ δε των ορέων τούτων ρέει ο Αώος εν τω μέσω πυκών δασών πεύκων, κέδρων και δρυών. Επί του Σμόλκα ευρίσκεται ωσαύτως μικρά λίμνη. Εντός αυτής και της Δρακόλιμνης διέμενον δύο αντίπαλοι δράκοι κατά την λαικήν παράδοσιν, ής την γένεσιν αποδίδουν οι λογιώτεροι των πέριξ χωρίων εις την εν αυταίς ύπαρξιν εις χρόνους παλαιοτάτους δύο ενεργών και απέναντι αλλήλων κειμένων ηφαιστείων. Την παράδοσιν μοι διηγήθη ο σαρακατσάνος ποιμήν Γεώργιος Γκουτζιομύτης. Ήταν ένα στοιχείου ‘ς τούτην τη λίμν’ κ’ ένα ‘ς μ’ πέρα τ’ λίμν’. Τούτο πέται λθάρια άσπρα κι κείνου κλαδιά κι κούτσουρα. Κουντά είχαν ένα μιράκ’ να κατέβν τούτ’ απέδου κι κείν’ απέκ’ κι να παλαίψν. Είπι του στοιχειού του τζιουμπάν. <Να πιάης τα πρόβατα, να βγάλς του ξούγκ’ κι να του μάης ‘ς ένα τόπ τόσου κι τούγ κιρό, π’θα πουλιμάμ’ημείς να ‘ρθς να του ρίξς στου στόμα του δικό μ’.>Τούτους πήρι γιαγκλίς κι το ρξι στου στόμα σι κείν’ απ’ έκ’ κι τ’ ανίκσι τούτου, κουντά το φαι. Λοιπόν το σ’ξι κουντά τούτου κείν’ απ’ έκ’ και τόβγαλι ‘γ καρδιά. Κει όταν απουσταμένου κι του ειπι του τζιουμπάν. <Ψήσ’ γ καρδιά>Τον έβαλι να μ ψήσ’ κι δε μπόραι να τα’φέρ’ γύρα ήταν μεγ’αλ’. Κι την άλλειψι κι τότι ν’ ήφιρι γύρα κι ν ήφιρι φίρ-φίρ. Κι άμα που ψήθκι, ν έβγαλι κι ν έφαι. Τ’ μπλέτσουσι ούλ’ ικείνους κουντά. Ου άνθρουπους αυτείνους στοίχειουσι κουντά κι σκότουσι κι τάλλου του στοιχείου. Λοιπόν σ’κώθκι κ’ ήρθ’ ιδώ, π’άρμιγαν τα πρόβατα. Τραύαι ν’ αρμέξ τα πρόβατα κ’ έβγιναν τα μαστάρια. Σ’κώθκι, κουντά, τουν χούιαξαν απ’ εδ’, κι πάι μέσα στ’ λίμν’ τα’ Ντρακόλιμν’. Είχιν έναν βλάμ’ μπάτζιου κι του λιι. <Όντα θέλς ν’ανταμουθούμι να βαράς τα’ dζαμάρα κι να ρχουμι ν’ανταμώνουμιστι. Μα να μη του μαρτρήης σι κανένα>. Αυτός ου μπάτζιους σαν έσκουζ’ η μάννα τα’ τζιουμπάν’ τα’ λημουνειόνταν. Τα λέει. < Αν θέλς να ιδής τουν γιό σ’, να ρθς να τουν ιδής, αλλά δε θα τα’ κρίνς καθόλ’ να σι ιδή.> Βήκαν κι αυτήν απ’απάνου κουντά κρύφκι κι άμα βάρησι τ’ dζαμάρα ου μπάτζιους βήκι αυτείνους κι άμα τουν είδ’ η μάννα τα’ <Ούι! Πιδί μ’-έσκουξι- κι αbήδσι μέσ’ αυτείνους κι δε ματαβήκι. Αλλά τώρα κουντά λίγα χρόνια έβγιν’ ένα κριάρ λάιου κι μαρκάλαι τα πρόβατα τα’νύχτα. Λοιπόν έφχαν τα πρόβατα κάτου στου χ’μαδιό, γέν’σαν κ’ έκαμαν ούλου αρνάδες λάιες. Ν άλλ’ τα’ χρουνιά βήκαν πίσου αυτείνα τα’ αρνιά στ’ Ντρακόλιμν. Άμα βήκαν βέλιαξι του κριάρ’ αυτείνου. Κι άμα βέλιαξι, αbήδσαν τα’αρνιά αυτείνα ούλα στ’ λίμν. Δε ματαβήκαν. [Η παράδοσις αύτη είναι παραλλαγή της μακεδονικής (Πολίτου Παραδόσεις αρ. 501 και σελ. 1121 κε.) περί δε της παραδόσεως περί του κριού που μαρκάλαγε τα πρόβατα βλ.αυτ. σελ. 1213, 1215, 1216, 1224 και αρ. 562. –Σ. τ. Δ.] (Μάης=μάσης, μαζέψης, τόπ=τόπι,σφαίρα, γιαγκλίσ’= έκαμε λάθος, σ’ξι=το έσχισε) (μπλέτσουσι= μπλιτσώνου ή μπλιτσκώνου= τρώγω τι λαιμάργως και με μεγάλην όρεξιν. Χούιαξαν= φωνάζω δυνατά, εδώ σημαίνει :ν με δυνατάς φωνάς, μπάτζιου= είδος τυρού και ο τυροκόμος ωσαύτως καλείται μπάτζιους. Dζαμάρα= φλογέραν μεταλλίνην, λάιου=μαύρο, μαρκάλαι= Μαρκαλάει του κριάρ τα πρόβατα ή προυτσ’ αλάει επί της έννοιας του οχεύειν, βατεύειν (ους. ου προυτσ’άλους πρβ. Ου στάλους, ου κούρους κτλ,) επί δε των προβάτων γενικώς λέγεται : τα πρόβατα μαρκαλειούνται.) | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄ | |
dc.relation.source | Γ. Αναγνωστόπουλος, Ήπειρος, Λαογραφία Ε', 1915-1916, σελ. 48 | |
dc.relation.sourceindex | Λαογραφία, Ε | |
dc.relation.sourcetype | Περιοδικό | |
dc.description.bitstream | D_PAA_03617w, D_PAA_03617w2 | |
dc.subject.legendtitle | Οι δράκοι της Δρακόλιμνης και του Σμόλκα. (Παραδόσεις των Σαρακατσάναιων) | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΑ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 6697804/Ήπειρος |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.