Τρείς Δρακόλιμναι επι των κορυφών της Πίνδου
Την Τύμφην ή Νύμφην, εφ’ής απλούται η Δευτέρα Δρακολίμνη της Πίνδου, υποθέτουσιν αντικατασταθείσαν υπο της δευτέρας ονομασίας Πλώσκιου της απέναντι του Λύγγου κορυφής της Ζαγοριακής οροσειράς. Η κορυφή αύτη είναι άδενδρος, βραχώδης και απότομος χαμηλότερα μεν του Λόγγου, αλλ’ ανερχομένη εις ύψος 3000 περίπιυ μέτρων υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης. Η δε λίμνη της αποτελεί σχήμα ελλειψοειδές με περιφέρειαν 210 βημάτων…. Μυθολογικώς δε περί του Δράκου της αναφέρωσιν εκτός της μονομαχίας αυτού μετά του της λίμνης του Λόγγου και το ακόλουθον, όπερ ήκουσα εκεί παρ’εγχωρίου γυναικός και αντιγράφω όπως μοι το αφηγήθη. Πιστικός βλάχος μοναχαγιός χήρας βόσκαγε το κοπάδι του, γύρ’απ’τη λίμνη. Ένα απόγιομα, ξαπλωμένος στον ίσκιο του λιθαριού στάλιζε τα πρόβατά του. Να και γλέπ από πέρα νάρχεται ένας ρούσος λεβέντης. Ούτε τον είχε ιδή άλλη φορά, ούτε τον ήξερε. Είδε που τον ζύγωνε και σηκώθηκε ορθός να βαστάξη τα μαντρόσκυλα του, μην του ριχτούν. Τον χαιρετάει και του κάνει τόπο στον ίσκιο να κάτση. –Για καλό από ‘δώ, τον ρωτάει. – Περνάω για τα Βλαχοχώρια, του λέει εκείνος. – Και από ποια μαντριά έρχεσαι ; -Απ’τα Λιβαδάκια. Ήταν βάχτι καλοκαίρι, Αλωνάρης μήνας και το λιοπύρι έκαιγε κατακέφαλα έπεσαν και κοιμήθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο, ως τρείς ώραις. Σαν τσάκισε το κάμμα και πήραν στο ζερβό τ’απόσκια, σηκώθηκε ο ξένος να φύγη. Εκεί που τ’άφινε γεια του πιστικού : - Ά, ωρέ, γυρίζει και του λέγει, που ξέρεις πως το φέρει και ξανανταμωθούμε, γινόμαστε βλάμηδες : -Βουνό με βουνό μοναχά δεν ανταμώνουν, γινόμαστε του λέει κι ο πιστικός. Δίνουν ευτύς εκεί τον όρκο, φιλιούνται αδερφικά και φεύγει ο ξένος. Που να το ξέρη ο πιστικός…ήταν ο Δράκος. Περνάει κάμποσος καιρός και του ξανάρχεται πάλι ο ίδιος. Τον παρακαλεί τώρα να σφάξη πενήντα απ’τα πρόβατά του. –Πενήντα πρόβατα ; τον ρωτάει ο καυμένος ο πιστικός ένα και δυό, όσο για να φάμε μετά χαράς μα πενήντα πρόβατα τι θα τα κάν’ς ; -Τι σε μέλλ’εσένα, του λέει ο Δράκος τι θα τα κάνω ‘γώ είναι δική μου δουλειά, εσύ μου κάν’ς το χατήρι, σαν βλάμηδες που είμαστε, νατ τα σφάξ’ς ; Ο Δράκος είχε τον σκοπό του πούκαμε τον πιστικό βλάμη του. Το χατήρι σου αξίζει και χιλιάδες πρόβατα, βλάμη μου, μα τώρα ξέρω που τα πενήντα θα πάν’ στα χαμένα ύστερα εκατό τάχω όλα όλα μου θέλις το κακό καυμένε ; -Έννοια σου, αδελφούλι μου, τα’απολογιέται ο Δράκος, κι εγώ ξέρεις, είμαι γυιός του Κουκουμπίνα, του πρώτου τσέλιγγα, στο γυρισμό μ’απ’τα βλαχοχώρια, σου φέρνω διπλά. Από δώ, από κεί τον κατάφερε το δόλιο πιστικό και του σφάζει τα πενήντα προβατάκια του. Ο Δράκος είχενε κι αυτού το σκοπό του. Είχε από χρόνια αμάχη με το Δράκο του Σμόλυγγου, γιατ’εκείνος ώριζε περισσότερο τόπο και τούτος ήθελε να του τον αρπάξη, Γλέπ’ς ήτανε κι αυτοί στον τόπο σαν βασιληάδες. Τον επολέμαγε τούτος τόσον καιρό με κάτι λιθάρια σαν σκάγια. Μα έχουν και μια οργή οι Δράκοι. Άμα καταπιούν ένα κουβάρι ξύγγι-πάνω από πενήντα πρόβατα θηλκά-πεθαίνουν ευτύς. Το σκέφτηκε ο Δράκος τούτος αυτό, και για τούτο του φορτώθηκε του βλάμη του για πενήντα πρόβατα. Και μονομιάς, άμα τ’άσφαξε ο πιστικός τα σχίζει αυτός χωρίς να τα γδάρη, παίρνει ταις πάναις όλαις, ταις τυλίζει σ’ένα κουβάρι μεγάλο και το πετάει του δράκου του Σμόλυγγου. Εκείνος άσπρο-άσπρο, το πήρε για πέτρα και το δέχθηκε στο στόμα του. Άμα το κατάπιε ουδ’ευτύς ξεψύχησε. Πηδάει με μιάς εκεί τούτος και του παίρνει την καρδιά, την ψαίνει και την φέρνει του Βλάμη του, να φάη. –Τι έκαμες ; τον ρωτάει. –Δεν είναι δική σου δουλειά, του λέει ο Δράκος αν θέλεις φάε καρδιά ψημένη. Την αρχή συλλογιζόταν να μη φάη ο πιστικός. Κατόπι, σαν είδε τον βλάμη του πώτρωε με τόση όρεξι, τον παραπήρε κι αυτός με λόγια, πήρε κι έφαε ένα κομμάτι. Μονοκοπανιάς, χωρίς να το καταλάβη αγριεύει και χύνεται και τρώει ζωντανά και τάλλα πενήντα του πηδάει ύστερ’από μια κορυφή σ’άλλη, σαν Δράκος τώρα κι αυτός, και ρίχνεται στη λίμνη του Σμόλυγγου- εκεί στοιχειώθηκε. Όποιος φάει από καρδιά Δράκου αποδρακώνεται. Ο Δράκος επι τούτου τώδωκε του βλάμη του απ’την καρδιά του Δράκου του Σμολύγγου, για να τον βάλη στο ποδάρι αυτουνού κι έτσι, σαν βλάμης του, να μην τον έχη για εμπρός οχτρό και ορίζη τούτον τον τόπον, ο στοιχειωμένος πιστικός είχε, είπαμαν, μάννα χήρα, είχε κι έναν ξάδερφο πιστικό κιαυτόν στα ίδια τα βουνά. Απ’την ημέρα που στοιχειώθηκε σ’αυτόν τον ξάδερφο του, φανερωνόταν συχνά στην ίδια τη μορφή του πιστικού πούταν πρώτα. Όσαις φοραίς τον άκουγε να παίζη τη φλογέρα πήδαγε απ’την κορφή του Σμόλυγγου κι’ερχόνταν και τον ήγλεπε. Η δόλια η μάνα του δεν ήξερε τίποτα. Με λίγες μέρες σαν τον έχασε πήρε τα βουνά δίπλα ζητώντας τον. Βρίσκει τον ανεψιό της και τον ρωτάει. Στάσου της λέει αυτός, και σου τον φέρνω ‘γω. Κρύψου αυτού πίσω στη στάνη και κύτταζε μοναχά, μην του κρίνεις γιατί έφκε και δεν ξαναπατάει εδώ ; Κρύβεται η πολύπαθ’η μάννα και ο ανεψιός της αρχινάει να παίζη τη φλογέρα σ’ολίγο νάτο και το στοιχειωμένο παιδί της δε βαστιέται η μάννα και ρίχνεται σκούζοντας να τ’αγκαλιάση , καπνός κι’αντάρα ο Δράκος κι η μάννα απ’το καυμό, σαν είδε κι έμαθε τη μεταμόρφωση του γιού της, πέθανε η αγλύκαντη παράκαιρα ο Δράκος απ’τα τότες, ούτε στο ξάδερφό του δεν ξαναφανερώθηκε. Μολογάν μονάχα πως μια φορά κάτι αγωγιάταις Σαμμαρινιώταις, γύριζαν με στάρια απ’τα Τρίκκαλα στο χωριό τους. Κατάστρατα, εκεί που ξεφόρτωσαν για να κάνουν κονάκι, ανοίγουν άξαφνα τα σακκιά και βρίσκουν σε καθέν’από μια χούφτα φλωριά και μέσα σ’ένα σακκί του καρβουνάρη , ηύραν ένα τάσι μαλαματένιο με γράμματα, πούλεγαν πως τάβαλε ο Δράκος αυτός τα φλωριά στα σακκιά τους κρυφά και πως είναι στοιχειωμένος αυτός από τα ποτάμια της Σαλαμπριάς και της Βουβούσας άκρη σ’άκρη. (πιστικός= τουμπάνος, απόγιομα=μετά το μεσημέρι, γλέπ’= βλέπει, ρούσος=ξανθός, αμάχη=πόλεμος, πάναις= το λίπος, τάσι=κύπελλο).
dc.contributor.author | Κρυστάλλης, Κώστας | |
dc.coverage.spatial | Άδηλου τόπου | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:08:19Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:08:19Z | |
dc.date.issued | 1948 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/294648 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Την Τύμφην ή Νύμφην, εφ’ής απλούται η Δευτέρα Δρακολίμνη της Πίνδου, υποθέτουσιν αντικατασταθείσαν υπο της δευτέρας ονομασίας Πλώσκιου της απέναντι του Λύγγου κορυφής της Ζαγοριακής οροσειράς. Η κορυφή αύτη είναι άδενδρος, βραχώδης και απότομος χαμηλότερα μεν του Λόγγου, αλλ’ ανερχομένη εις ύψος 3000 περίπιυ μέτρων υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης. Η δε λίμνη της αποτελεί σχήμα ελλειψοειδές με περιφέρειαν 210 βημάτων…. Μυθολογικώς δε περί του Δράκου της αναφέρωσιν εκτός της μονομαχίας αυτού μετά του της λίμνης του Λόγγου και το ακόλουθον, όπερ ήκουσα εκεί παρ’εγχωρίου γυναικός και αντιγράφω όπως μοι το αφηγήθη. Πιστικός βλάχος μοναχαγιός χήρας βόσκαγε το κοπάδι του, γύρ’απ’τη λίμνη. Ένα απόγιομα, ξαπλωμένος στον ίσκιο του λιθαριού στάλιζε τα πρόβατά του. Να και γλέπ από πέρα νάρχεται ένας ρούσος λεβέντης. Ούτε τον είχε ιδή άλλη φορά, ούτε τον ήξερε. Είδε που τον ζύγωνε και σηκώθηκε ορθός να βαστάξη τα μαντρόσκυλα του, μην του ριχτούν. Τον χαιρετάει και του κάνει τόπο στον ίσκιο να κάτση. –Για καλό από ‘δώ, τον ρωτάει. – Περνάω για τα Βλαχοχώρια, του λέει εκείνος. – Και από ποια μαντριά έρχεσαι ; -Απ’τα Λιβαδάκια. Ήταν βάχτι καλοκαίρι, Αλωνάρης μήνας και το λιοπύρι έκαιγε κατακέφαλα έπεσαν και κοιμήθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο, ως τρείς ώραις. Σαν τσάκισε το κάμμα και πήραν στο ζερβό τ’απόσκια, σηκώθηκε ο ξένος να φύγη. Εκεί που τ’άφινε γεια του πιστικού : - Ά, ωρέ, γυρίζει και του λέγει, που ξέρεις πως το φέρει και ξανανταμωθούμε, γινόμαστε βλάμηδες : -Βουνό με βουνό μοναχά δεν ανταμώνουν, γινόμαστε του λέει κι ο πιστικός. Δίνουν ευτύς εκεί τον όρκο, φιλιούνται αδερφικά και φεύγει ο ξένος. Που να το ξέρη ο πιστικός…ήταν ο Δράκος. Περνάει κάμποσος καιρός και του ξανάρχεται πάλι ο ίδιος. Τον παρακαλεί τώρα να σφάξη πενήντα απ’τα πρόβατά του. –Πενήντα πρόβατα ; τον ρωτάει ο καυμένος ο πιστικός ένα και δυό, όσο για να φάμε μετά χαράς μα πενήντα πρόβατα τι θα τα κάν’ς ; -Τι σε μέλλ’εσένα, του λέει ο Δράκος τι θα τα κάνω ‘γώ είναι δική μου δουλειά, εσύ μου κάν’ς το χατήρι, σαν βλάμηδες που είμαστε, νατ τα σφάξ’ς ; Ο Δράκος είχε τον σκοπό του πούκαμε τον πιστικό βλάμη του. Το χατήρι σου αξίζει και χιλιάδες πρόβατα, βλάμη μου, μα τώρα ξέρω που τα πενήντα θα πάν’ στα χαμένα ύστερα εκατό τάχω όλα όλα μου θέλις το κακό καυμένε ; -Έννοια σου, αδελφούλι μου, τα’απολογιέται ο Δράκος, κι εγώ ξέρεις, είμαι γυιός του Κουκουμπίνα, του πρώτου τσέλιγγα, στο γυρισμό μ’απ’τα βλαχοχώρια, σου φέρνω διπλά. Από δώ, από κεί τον κατάφερε το δόλιο πιστικό και του σφάζει τα πενήντα προβατάκια του. Ο Δράκος είχενε κι αυτού το σκοπό του. Είχε από χρόνια αμάχη με το Δράκο του Σμόλυγγου, γιατ’εκείνος ώριζε περισσότερο τόπο και τούτος ήθελε να του τον αρπάξη, Γλέπ’ς ήτανε κι αυτοί στον τόπο σαν βασιληάδες. Τον επολέμαγε τούτος τόσον καιρό με κάτι λιθάρια σαν σκάγια. Μα έχουν και μια οργή οι Δράκοι. Άμα καταπιούν ένα κουβάρι ξύγγι-πάνω από πενήντα πρόβατα θηλκά-πεθαίνουν ευτύς. Το σκέφτηκε ο Δράκος τούτος αυτό, και για τούτο του φορτώθηκε του βλάμη του για πενήντα πρόβατα. Και μονομιάς, άμα τ’άσφαξε ο πιστικός τα σχίζει αυτός χωρίς να τα γδάρη, παίρνει ταις πάναις όλαις, ταις τυλίζει σ’ένα κουβάρι μεγάλο και το πετάει του δράκου του Σμόλυγγου. Εκείνος άσπρο-άσπρο, το πήρε για πέτρα και το δέχθηκε στο στόμα του. Άμα το κατάπιε ουδ’ευτύς ξεψύχησε. Πηδάει με μιάς εκεί τούτος και του παίρνει την καρδιά, την ψαίνει και την φέρνει του Βλάμη του, να φάη. –Τι έκαμες ; τον ρωτάει. –Δεν είναι δική σου δουλειά, του λέει ο Δράκος αν θέλεις φάε καρδιά ψημένη. Την αρχή συλλογιζόταν να μη φάη ο πιστικός. Κατόπι, σαν είδε τον βλάμη του πώτρωε με τόση όρεξι, τον παραπήρε κι αυτός με λόγια, πήρε κι έφαε ένα κομμάτι. Μονοκοπανιάς, χωρίς να το καταλάβη αγριεύει και χύνεται και τρώει ζωντανά και τάλλα πενήντα του πηδάει ύστερ’από μια κορυφή σ’άλλη, σαν Δράκος τώρα κι αυτός, και ρίχνεται στη λίμνη του Σμόλυγγου- εκεί στοιχειώθηκε. Όποιος φάει από καρδιά Δράκου αποδρακώνεται. Ο Δράκος επι τούτου τώδωκε του βλάμη του απ’την καρδιά του Δράκου του Σμολύγγου, για να τον βάλη στο ποδάρι αυτουνού κι έτσι, σαν βλάμης του, να μην τον έχη για εμπρός οχτρό και ορίζη τούτον τον τόπον, ο στοιχειωμένος πιστικός είχε, είπαμαν, μάννα χήρα, είχε κι έναν ξάδερφο πιστικό κιαυτόν στα ίδια τα βουνά. Απ’την ημέρα που στοιχειώθηκε σ’αυτόν τον ξάδερφο του, φανερωνόταν συχνά στην ίδια τη μορφή του πιστικού πούταν πρώτα. Όσαις φοραίς τον άκουγε να παίζη τη φλογέρα πήδαγε απ’την κορφή του Σμόλυγγου κι’ερχόνταν και τον ήγλεπε. Η δόλια η μάνα του δεν ήξερε τίποτα. Με λίγες μέρες σαν τον έχασε πήρε τα βουνά δίπλα ζητώντας τον. Βρίσκει τον ανεψιό της και τον ρωτάει. Στάσου της λέει αυτός, και σου τον φέρνω ‘γω. Κρύψου αυτού πίσω στη στάνη και κύτταζε μοναχά, μην του κρίνεις γιατί έφκε και δεν ξαναπατάει εδώ ; Κρύβεται η πολύπαθ’η μάννα και ο ανεψιός της αρχινάει να παίζη τη φλογέρα σ’ολίγο νάτο και το στοιχειωμένο παιδί της δε βαστιέται η μάννα και ρίχνεται σκούζοντας να τ’αγκαλιάση , καπνός κι’αντάρα ο Δράκος κι η μάννα απ’το καυμό, σαν είδε κι έμαθε τη μεταμόρφωση του γιού της, πέθανε η αγλύκαντη παράκαιρα ο Δράκος απ’τα τότες, ούτε στο ξάδερφό του δεν ξαναφανερώθηκε. Μολογάν μονάχα πως μια φορά κάτι αγωγιάταις Σαμμαρινιώταις, γύριζαν με στάρια απ’τα Τρίκκαλα στο χωριό τους. Κατάστρατα, εκεί που ξεφόρτωσαν για να κάνουν κονάκι, ανοίγουν άξαφνα τα σακκιά και βρίσκουν σε καθέν’από μια χούφτα φλωριά και μέσα σ’ένα σακκί του καρβουνάρη , ηύραν ένα τάσι μαλαματένιο με γράμματα, πούλεγαν πως τάβαλε ο Δράκος αυτός τα φλωριά στα σακκιά τους κρυφά και πως είναι στοιχειωμένος αυτός από τα ποτάμια της Σαλαμπριάς και της Βουβούσας άκρη σ’άκρη. (πιστικός= τουμπάνος, απόγιομα=μετά το μεσημέρι, γλέπ’= βλέπει, ρούσος=ξανθός, αμάχη=πόλεμος, πάναις= το λίπος, τάσι=κύπελλο). | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄ | |
dc.relation.source | Κώστα Κρυστάλλη ''Τα άπαντα'', Τόμ. Β', 1948, σελ. 228-231 | |
dc.relation.sourceindex | Κ. Κρυστάλλη “Τα Άπαντα” | |
dc.relation.sourcetype | Βιβλίο | |
dc.description.bitstream | D_PAA_03379w, D_PAA_03379w2, D_PAA_03379w3, D_PAA_03379w4 | |
dc.subject.legendtitle | Τρείς Δρακόλιμναι επι των κορυφών της Πίνδου | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΑ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 390903/Άδηλου τόπου |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.