Καλομοίρες και στοιχιά
Καλομοίρες είναι οι αρχαίες νηρηίδες οι σημερινές νεράιδες που περιλαμβάνουν τώρα όλα τα γένη των νυμφών. Είναι δυο ειδών. Καλές και κακές. Όπως είναι ωραιότατες και πολύ άσχημες (στρίγγκλες). Η ανθρώπινη φαντασία τις βλέπει ψηλές και λυγνές. Φορούνε συνήθως άσπρα και χτενίζονται με μαλαματένιο χτένι. Ζούνε στα απόμερα ρέματα στις βρύσες στις σπηλιές και στους ποταμούς. Πάντα με γλέντια και χαρές ή με κλάματα και στριγγλίσματα όπως πιστεύουν οι Μυκονιάτες. Αγαπούνε το τραγούδι και το χορό. Γιαυτό πολλοί λένε ότι τις βλέπουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Φαίνονται τα μεσάνυχτα και το μεσημέρι του καλοκαιριού μες το θάρφος (πολύ ζέστη). Με το όνομα αυτό (Καλομοίρα) ονομάζει η εύπλαστη ανρθώπινη φαντασία κάθε τι που θα δή την νύκτα. Πολλοί λένε ότι είδον καλομοίρες. Άλλος λαμπέλλο δαμάλι, άλλος γουρούνα,σκύλλο,γάτι,και άλλος γυναίκες. Ο Λεωνίδας Ραντάς από το Φραντάτο έλεγε ότι κάποτε που γύριζε από το πανηγύρι της Δέσποινας των Κοσεικιών τον πιάσανε στη Στάθοσσα και τους έπαιζε όλη νύκτα. Ο Π. Ιωάννης Ν. Κούσκος έλεγε στον υποφαινόμενο ότι είδε τρείς καλομοίρες στην Αγία Ματρώνα κοντά στων Μουρσελλάδων στο Μάραθον. Έκαμε το σταυρό του τις εξώρκισε και τις κυνήγησε προς το δάσος της Αγιάς που το θρακιάζανε με το δρόμο που κάνανε. Ο Γεώργιος Ι. Κούσκος έλεγε στην κόρη του την Αγγερού Δ. Βατούγιου ‘’θα πεθάνω κόρη μου μ’έφαγεν η γουρούνα που πάλευα όλη νύκτα στου Χαλκιά τον ποταμόν προχθές που γύριζα την νύκτα από τις Ράχες.’’ Ο Π Κων/τίνος Χ. Γ Σπανός έλεγεν ότι κάποτε ξεκίνησε από το Μάραθο για του Μουντέ να πά να λειτουργήση. Στου Χαλκιά τον ποταμό του παρουσιάσθηκε ένας αράπης με ολοκόκκινα γουρλωτά μάτια και δεν τον άφηνε να περάση. Μετά το πιστεύω και τον εξορκισμό τράβηξε προς το δάσος του Κεραμωτού που χαλούσεν ο Κόσμος από τον βροχισμό πούκανε. Η Μαρία Πλ. Πλάκκα έλεγεν ότι έπλυνεν κάποτε στο ρέλια των Γιακάτων, και ότι πήγαιναν οι Καλομοίρες και της χαλούσαν τη φωτιά. Κατόπιν της αναποδογύρισαν τον Κόφινα μα τα ρούχα κι έφυγαν. Ο Δημήτριος Ζ. Σπέης έλεγεν ότι κάποτε ο Μιχ. Σπ. Ρόζος και ο Μηχαήλ Τρουμπάς γυρίζανε πολύ νύκτα από το πανηγύρι της Μεσαριάς. Στο καρυδάκι είδανε τις γυναίκες τους να πλύνουνε. Πήγανε κοντά να τις μαλλώσουν κι άξαφνα βρεθήκανε μέσ’το φύτευμα χωμένοι στην Άμμο. (Φαντασθήτε μεθλυσι πούχανε οι μεγάλοι εκείνοι κρασοπατέρες). Το πρωί όταν πήγανε σπίτι λέγανε στις γυναίκες τους τα συμβάντα και σταυροκοπιούντανε πως γλυτώσανε από τις καλομοίρες.
Τόπος Καταγραφής
ΙκαρίαΧρόνος καταγραφής
1955Πηγή
Λ. Α. αρ. 2272, σελ. 154-156, Χαραλ. Ν. Σπανού, Ικαρία, 1955Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2272, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΚΑΤίτλος παράδοσης
Καλομοίρες και στοιχιάΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.
-
Μια γριά πήγαινε στον Άγι Σίδερο να ανάψη το καντήλι. Ήταν βουτημένος ο ήλιος. Και την επιάσανε οι Καλομοίρες και την επήγασι ίσα πέρα σ’ ένα βουνό και την εχορεύγανε και την ελέγασι να χορεύγη τον Καραντάνικο. Η γριά εχόρευγε όλη νύκτα, κι όταν ήταν να ξημερώση την άφηκαν.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)