Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΆγνωστος συλλογέας
dc.coverage.spatialΑθήνα
dc.date.accessioned2016-01-15T11:08:15Z
dc.date.available2016-01-15T11:08:15Z
dc.date.issued1937
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/294569
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΚάτω από τους Λάκκους , το ηρωικό αυτό χωριό, που έχει δεν έχει σήμερα κατοίκους δυο χιλιάδες και λιγτερους , στην περιφέρια των Κυδωνιών, λένε πως ήταν, μια φορά κι’ έναν καιρό, θα είνε 300 χρόνια από τότε, ένα στοιχειωμένο δένδρο, τεράστιο, ψηλό , που νόμιζε κανείς πως τα κλωνάρια του φθάνανε στον ουρανό. Στη ρίζα του δένδρου αυτού, ρίζα θεριακωμένη ήταν, μισοχωμένη μέσα εις το χώμα, μια πλάκα μαρμαρένια παλαιά, μ’ αρχαία γράμματα απάνω. Τι λέγανε τα γράμματα αυτά, ποιος ήξερε να τα διαβάση ;Ο κόσμος τότε δεν ήξερε γράμματα πολλά, ίσως δεν ήξερε διόλου. Αν δεν ξέραν όμως τότε γράμματα , όλοι όμως ξέραν πως εκεί από κάτω κρυβόταν μεγάλος θησαυρός, γαιτί πολλοί είδαν , νύχτα, καθώς περνούσαν από εκεί, πολλές φορές έναν Αράπη, και ιδίως το δωδεκαήμερο, με κάτι χείλη κρεμαστά, που σαρώνανε τη γή,να βόσκη θησαυρούς χρυσούς, με πιρλάντια και διαμάντια, που φάνταζαν μέσ’ στο σκοτάδι. Και ήσαν λέν, τόσο πολλοί, που έμοιαζε ο τόπος σαν ουρανός με τα’άστρα. Κάποτε, οι νέοι των Λάκκων, εκείνης της απομακρυσμένης εποχής, αποφασίσανε να κατεβούν εκεί στο στοιχειωμένο δένδρο, να αποσείσουνε την πλάκα, τη βαρειά, και να βρούνε το <λογάρι>. Και κατέβηκαν. Αλλά μόλις πιάσανε την πέτρα και θέλησαν να την κινήσουνε, πέσαν όλοι καταγής , ξεροί, νεκροί, σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι. Από τότε , φόβος και τρόμος σ’ όλο το χωριό, και που να περάση άνθρωπος από το δένδρο, και που να γυρίση μάτι χωρικού την πλάκα να κυττάξη. Φόβος αλλά και στεναχώρια. Οι Λακκιώτες δεν μπορούσανε να το χωνέψουνε, πως ήταν εκεί κάτω τόσος θησαυρός, και να μην μπορούνε να τον πάρουν.. Απάνω εις την συλλογή αυτή και σ’αυτή τη στενοχώρια να και εμφανίζεται ένας Εβραίος, από τα Χανιά. Ήσαν τότε στηην Κρήτη Εβραίοι αρκετοί, που είχαν έλθη με τους Ενετούς. Οι Ενετοί τους θέλουν για την εμπορική και πλουτολογική ανάπτυξη των αποικιών αλλά υπό τον όρον , μοναχά, να μένουν μέσα εις τας πόλεις. Δεν είχον δικαίωμα να έχουν ακίνητον περιουσίαν και αν αποκτούσαν, τους την παίρναν αι αρχαί, όπως έγινε στο Ρέθυμνο, ούτε υπάρχει παράδειγμα Εβραιοπούλας, που να εβαπτίσθη Χριστιανή και να πήρε Κρήτα. Αν και θα ήσαν ώμορφες πολύ, όπως το λέει και το κάτωθι παληό δημοτικό τραγούδι :Χριστέ μου και να γίνονταν η γ' Ο’ριοπούλες λιβάδι, κι’ οι γ’ Οβριοπούλες πέρδικες, κι’ εγώ περδικολόγος, να πάρω το δοξάρι μου, το περδικόπανό μου (παγίς περδικιών) νάβγαινα να κυνηγούσα μια σκύλα Οβιοπούλα, που τονε δώδεκα χρονώ, αστραφτερή, δροσάτη.. Φύγαμε όμως από το θέμα. Απάνω, λοιπόν, στη στενοχώρια αυτή και τη συλλογή , εμφανίζεται ένας Εβραίος από τα Χανιά και τους λέγει ότι αυτός ξέρει να διαβάση την πλάκα και ν’ ανοίξη και τον θησαυρό, αλλά θα του δώσουν τα μισά από ό,τι βρούνε. Συμφώνησαν έτσι και κατεβήκανε όλοι μαζί στο δένδρο, και τότε ο Εβραίος διάβασε πως για ν’ανοίξη η πλάκα και να μη πάθη άνθρωπος και να πάρουν και τον θησαυρό, πρέπει να σφαχθούν απάνω εκεί 22 αδέρφια, και με το αίμα τους να ραντισθή η πλάκα και τα μάγια να χαθούν. –Είκοσι δύο αδέρφια! είπαν οι Λακκιώτες. Ποια μάννα έκαμε ποτέ τόσα παιδιά, και αν τάχη και καμμιά, πως θα τα θυσιάση! Ο Εβραίος σκέφθηκε, σκέφθηκε και έπειτα κυρίζει και τους λέει : -Ελάτε να πάμε στο χωριό. Ανεβήκανε επάνω εις τους Λάκκους και ο Εβραίος άρχισε να γυρίζη τις αυλές, σαν κάτι να ζητάη. Στο τέλος είδε μια κλώσσα, που είχε είκοσι δύο πουλιά. Λέει να του τα βάλουν σ’ένα κόσκινο και κατεβαίνουν έπειτα όλοι μαζί στο δένδρο. Εκεί σφάζει 22 αδέρφια, και ραντίζει την πλάκα με το αίμα τους. Αμέσως σείστηκε η γή, έτριξε βαθειά το στοιχειωμένο δένδρο κι’ η πλάκα αναταράχτηκε. – Τραβάτε την, είπεν ο Εβραίος, σείς , που βαστούν τα χέρια σας. Τράβηξαν. Τι να ιδούνε από κάτω. Χρυσάφια, πετράδια, μαλαματικά, αστραποβόλησεν ο τόπος, θαμβώθηκαν τα μάτια τους,εσείσθη ο λογισμός τους. Τότε ένας Λακκιώτης, που μέθυσε από τον θησαυρό, είπε να σκοτώσουν τον Εβραίο, για να μη του δώσουν το μισό θησαυρό και έτσι να τον πάρουν όλον οι Λακκιώτες. Αλλά οι άλλοι Λακκιώτες, γενναίοι όπως είνε και υπερήφανοι, άμα ακούσανε τον λόγο τούτον, που θα ντρόπιαζε για πάντα το χωριό τους, παρ’ ολίγο να σκοτώσουμε αυτόν που έκαμε την πρότασι.Τον διώξανε, όμως, απ’εκεί, και έπειτα τον διώξαν κι’ απ’τους Λάκκους. Καθήσανε με τον Εβραίο, μοίρασαν τίμια τον θησαυρό, κι’ ανέβηκαν αυτοί στους Λάκκους και ο Εβραίος τράβηξε για τα Χανιά. Ο Εβραίος δεν έμεινεν εδώ, που είχε τόσες δυσκολίες, που δεν του επέτρεπαν ούτε περιουσία ν’ αποκτήση ούτε και με τους Χριστιανούς να ζήση με ισότητα.Για τούτο πήρε τους παράδες του, πήρε τον θησαυρό του, και έφυγε δια την Σμύρνην, όπου την είχανε οι Τούρκοι, και δίναν πιο μεγάλα στους Εβραίους δικαιώματα περιουσίας και ελευθερίας. Εκεί, λένε, επεδόθη στο εμπόριο και έγινε μεγάλος και τρανός. Οι Λακκιώτες, πάλιν, μοιράσανε αδελφικά τον θησαυρό και από τότε : Πλούτος επεχύθη πολύς εις την χώραν των Λάκκων και οι νέοι, μαχαίρια χρυσά και παγέτες εφόρουν .. όπως έψαλλε κάποιος Δεσπότης για τους Λάκκους. Από τότε δε, λένε οι Λακκιώτες, πως όπου έβλεπε κανείς,στα κατοπινά τα χρόνια, χρυσά όπλα εις την Κρήτην, τα λέγανε Λακκιώτικα. Τι απέμεινε σήμερα από το χρυσάφι αυτό στους Λάκκους δεν γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι οι Λάκκοι σήμερα δεν έχουνε νερό και αδίκως αγωνίζεται ο μηχανικός της Μηχανικής των Δήμων και Κοινοτήτων υπηρεσίας κ. Βαρδάκης και το μεταφέρη. Οι ηρωικοί και πολεμικοί κάτοικοι του χωριού, αντί να μεταχειρισθούν τον θησαυρό για κοινωφελή έργα στο χωριό τους, προτίμησαν να τον κάνουν άρματα και να επιχρυσώσουν τις πιστόλες και τα γιαταγάνια των. Οι Λάκκοι έχουν άρματα π’ ατσράφτουνε και καίνε… λέγει και κάποια μαντινάδα τοπική. Τότε, όμως, χρειαζόντουσαν κι’ αυτά ή μάλλον χρειαζόντουσαν μόνον αυτά. Σήμερα όμως χρειάζεται και το νερό… Και το δένδρο τι απέγινε ; Για πολλά χρόνια, λένε, όποιος περνούσεν απ’κεί το Δωδεκαήμερο, άκουγε ένα θρήνο βαθύ και αδιάκοπο, που βάσταγε ως που λαλούσαν τα κοκκόρια. Ήταν η γή, ο Αράπης ή του δένδρου το στοιχειό που κλέγανε τον θησαυρό τους.. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε!
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄
dc.relation.sourceΕφημ. Έθνος, 24 Δεκεμβρίου 1937
dc.relation.sourceindexΈθνος, 1937
dc.relation.sourcetypeΕφημερίδα
dc.description.bitstreamD_PAA_03298w
dc.subject.legendtitleΤα 22 αδέρφια (Χριστουγεννιάτικο)
dc.subject.legendΠαράδοση Κ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname264371/Αθήνα


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές