Μια γεναίκα μια βολά πήε κ’άνοιξε την κρυφτήν της ( εκεί που βάζομε το κρασί) για να πάρη κρασί κ’ εκεί μόλις άνοιξε θωρεί αλυσίδι με φλουριά και χυνόταν στα πόια της συνέχεια, το κυμέρι (πολύ χρήμα) άλλο πράμα, μάεψε όσα εμπόρε και τα ‘[βαλε στη πούγκα της (τσέπη της) κ(αί) επήε στο σπίτι της. Εκεί όμως όταν πήε άρχισε (ν)α τα λέη και τότε πήε ‘α τα βγάλη κ’ λεγιναν κάρβουνα, έπρεπε ‘ά μη μιλήση τίποτα, γιατί άμα μιλάς και τα μολοήσης το βιός (γ)ίνεται κάρβουνο
Place recorded
Νίσυρος, ΝικειάRecording year
1964Source
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 268-269, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Νικειά Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964Collector
Source index and type
2892, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT