Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΣταυρόπουλος, Κωνσταντίνος
dc.coverage.spatialΑθήνα
dc.date.accessioned2016-01-15T11:08:09Z
dc.date.available2016-01-15T11:08:09Z
dc.date.issued1953
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/294421
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΟ Μανώλης ήταν ένας γεωργός απ’ τ’ Άγραφα. Μια νύχτα γλέπ’ στον ύπνι του ένα παράξενο όνειρο. Είδε πως του παρουσιάστηκε τάχα ένας άνθρωπος στ’ άσπρα ντυμένος, με άσπρα μαλλιά και γένεια, πολύ ψηλός και του λέει :Τι κάθεσαι Μανώλη ; -Τι θέλ’ς να κάμω ; -Να , τι να κάμης. Θα σφάξης το βόιδι σου, θα πάρης το τομάρι του και θα πάς στην Πόλη και θα γίνης πλούσιος! Την αυγή που ξύπνησε ο Μανώλης, θυμήθηκε το όνειρο και του φάνηκε πολύ περίεργο, αλλά δεν έδωκε και πολλή σημασία. Την άλλη βραδυά ξαναγλέπ’ το ίδιο όνειρο. Άρχισε να συλλογιέται του μπήκαν τώρα… οι ψύλλοι στ’ αυτιά! Πίσω μ ; διάολε! Είπε. Και την Τρίτη τη βραδυά, πάλι ο ίδιος άνθρωπος του λέει, σα να τον μάλωνε τώρα. Εδώ είσαι ακόμα Μανώλη ; Μη χασομεράς! Να κάμης ότι σου είπα και αμέσως χάθηκε ! Ο Μανώλης τώρα έβγαλε την απόφασι. Άς πάη στον κόρακα, είπε ότι θέλει άς γίνη. Έτσι κι’ έτσι φτωχός είμαι. Τόσφαξε λοιπόν το βόιδι του και έπειτα από λίγες μέρες,αφού έσαξε το τομάρι , όπως χρειάζεται, για να είναι κατάλληλο για πούλημα, ξεκίνησε πεζός. Μετά από δεκαπέντε μέρες έφτασε στην Πόλη. Άρχισε τώρα να ντιλαλάη το εμπόρεμά του.’’Εδώ ο τομαράς, εδώ ο τομαράς!’’ Του φώναξει ένας. Έ ,πατριώτη πόσο το τομάρι ; Αν είχε τότε το τομάρι μια λίρα, ο Μανώλης ζητούσε δύο χιλιάδες λίρες! Ο αγοραστής κούνησε το κεφάλι του και τράβηξε το δρόμο του.Ξαναφώναζε πάλι ο Μανώλης. Εδώ ο τομαράς κι’ άλλος το τομάρι1 Κάμποσοι αγοραστές παρουσιάστηκαν, αλλά μόλις άκουγαν αυτή την τιμή, γελούσαν είς βάρος του και δεν τούδιναν καμμιά απάντησι. Ο Μανώλης άρχισε ν’ απελπίζεται! Τέλος μια μέρα του φωνάζει ένας μπέης. Έ, τομαρά, πόσο πουλάς το βοιδοτόμαρο ; Δύο χιλιάδες λίρες, μπέη μου. Τον πλησιάζει ο μπέης δύο χιλιάδες λίρες ; Είσαι καλά από μυαλό ή μήπως σούστρεψε η βίδα ; Ούτε μια δεν έχει και συ ζητάς δύο χιλιάδες ; Όχι είμαι καλά μπέη μου, αλλά θα σου πώ την αλήθεια. Και του διηγήθηκε το όνειρο. Εγέλασε με την καρδιά του ο μπέης και τον ρωτάει. Πως σε λένε, πατριώτη και από πού είσαι ; - Μανώλη κι’ είμαι απ’τα’ Άγραφα. – Με τα όνειρα πάς, Μανώλη, να γίνης πλούσιος ; Μα αν είναι έτσι, τότε να σου διηγηθώ κι’ εγ’ω ένα τέτοιο όνειρο σαν το δικό σου. – Πότε το είδες μπέη μου ; - Την παραμονή του προφήτου Ηλία. – και εγώ την ίδια βραδυά το είδα. – Λοιπόν, εδώ και κάμποσα χρόνια, σαν φίλος του Αλή πασά, διωρίστηκα απ’αυτόν γενικός ντερβέναγας στ ‘ Άγραφα και ξέρω καλά όλα τα κατατόπια της πατρίδος σου. Γλέπω λοιπόν στον ύπνο μου, πως στάθηκε απάνω από το κεφάλι μου, ένα πλάσμα σαν φάντασμα και μου λέει : ’’Σήκω και πήγαινε στ’ Άγραφα στο μεγάλο δάσος- τον Ελατιά- και στη θέσι ‘’Λυκοχορός’’ θα ιδής τρία έλατα πολύ ψηλά που σχηματίζουν σαν τρίγωνο. Εκεί κοντά υπάρχει μια κοτρόνα πολύ μεγάλη, που δύσκολα πέντε άντρες θα μπορέσουν να την κυλίσουν. Κάτω από την κοτρόνα, είναι θησαυρός μέγας! Τι λες , Μανώλιη, με το όνειρο θα γίνω πλούσιος ; - Άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του Μανώλη από η χαρά του. Κατάλαβε τώρα καλά-καλά, ότι και τα δύο όνειρα, το ίδιο το νόημα έχουν. Προσποιήθηκε όμως το βλάκα! –Έχεις μεγάλο δίκηο, μπέη μου, είπε, τα όνειρα ξεγελάν τον άνθρωπο. Αργά το κατάλαβα. Την έπαθα ο έρ’μος! Πάει το βοιδάκι μου ! Πάρε το τομάρι και όσο θέλεις, δόσε μου και να φύγω για το σπιτάκι μου. Να, δυό λίρες-φτωχός είσαι, νηα ψωνίσης ότι χρειάζεσαι, γιατί σε περιμένει μεγάλη στράτα! Σε ευχαριστώ πολύ ,μπέη μου . Ο Μωχάμετ πάντα καλό να σου δίνη. Ο θεός σας αγαπάει σας τους Τούρκους, γιατί είστε μπερικετλήδες. Τσούξανε και από κάνα-δυο καραφάκια τσίπουρο και αποχαιρετιστήκανε. Έπειτα από αρκετές μέρες, έφτασε στ’ Άγραφα ο Μανώλης. Αφού ξεκουράστηκε καλά, μια θεοσκότεινη νύχτα, παίρνει ένα λοστό, ένα τσαπί και το ταγάρι του με το ψωμί και τραβάει για τον Ελατιά και το Λυκοχορό! Βρίσκει τα τρία έλατα και την τρανή κοτρόνα. Και κάνοντας αρχή, ξεχώνει με το τσαπί λίγο την κοτρόνα ολόγυρα. Παίρνει ύστερα το λοστό και πολεμάει να την κυλίση. Παιδεύτηκε σχεδόν μισή ώρα και ο ίδρωτας επήγαινε βρύση. Αρχίζει να κουνιέται τώρα η κοτρόνα και να τριζοβαλάη! Κουράγιο, Μανώλη! Λίγο ακόμα και την καταφέραμε! Για μια στιγμή, παίρνει μια ανάσα βαθειά, βάζει όλη τη δύναμί του και την πετάει από κει.Χωρίς να χάση ούτε στιγμή, σκάβει με το τσαπί του και βρίσκει ένα κιούπι (πιθάρι) πολύ μεγάλο, σαν κείνο που βάζουν το λάδι μέσα, όταν το φέρνουν από λητροβιό. Άμα το ξεκούπωσε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Θάμπωσαν τα μάτια του! Το κιούπι ήταν γεμάτο όλο ντούπιες- χρυσά πεντόλιρα! Φαντάζεσθε τώρα τη χαρά του Μανώλη! Χαλάλι του, είπε, ο δρόμος πόκαμα στην Πόλη! Με κάμποσες στράτες που έκαμε και εγέμιζε το σακκούλι του με το χρυσάφι, το άδειασε το πιθάρι! Έχτισε δύο καινούργια σπίτια, αγόρασε χτήματα και πολλά πρόβατα και επλήρωσε ένα μηχανικό πολλά χρήματα και έφκιασε ένα ογιοφύρι στον Αγραφιώτη, που χύνεται στον Αχελώο. Περνούν και σήμερα οι διαβάτες από το ογιοφύρι αυτό και τον σχωράνε. Έμεινε το ‘ονομά του αθάνατο. Και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να λένε : Πέρασα στου Μανώλη το διοφύρι! Ο Μανώλης σαν νέος που ήταν, έπρεπε να αποκατασταθή. Εδιάλεξε λοιπόν ένα από τα πιο νοικοκυρεμένα και όμορφα κορίτσια, που του έταζαν και στο γάμο του εκάλεσε δεκαπέντε χωριά και με την εντολή, ότι όλα τα έξοδα θα είναι δικά του. Παράγγειλε και ήρθαν όλα τα όργανα της περιφέρειας, νταούλια και ζουρνάδες. Οι νοικοκυράδες έφεραν μονάχα πίττες και γλυκίσματα, και οι τσελιγκάδες από τα δικά τους φρούτα- το περίφημο τυρί των Αγράφων, μυζήθρα χλωρή και θαυμάσιες γιαούρτες. Τα τραπέζια στρώθηκαν στα λιβάδια του βουνού και σε ύψος 2.000μ. Τα κλέφτικα τραγούδια και οι χοροί, πότε με το στόμα και πότε με τα λαλούμενα, δεν έπαψαν μέρα και νύχτα μέσα σε δεκαπέντε μέρες! Έγινε τέτοιο γλέντι, που βούιξε όλος ο τόπος και μαθεύτηκε ο γάμος αυτός όχι μόνον σ’ όλη τη Ρούμελη, αλλά σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα. Και ξέρεις, παιδί μου, τι λένε για τον γάμι αυτόν ; ότι ο Μανώλης έσφαξε τόσες γίδες, ώστε μόνον οι σιούτες (αι μη κερασφόροι) ήσαν χίλιες!! Η ιστορία του Μανώλη, μου είπαν όλοι οι εν χορώ-ήταν όχι μόνον έξοχη, αλλά φαίνεται και αληθινή, γαιτί υπάρχει και σήμερα του Μανώλη το δγιοφύρι στον ποταμό Αγραφίώτη. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Μας υποσχέθηκες όμως να μας διηγηθής και για τον καπετάν- Τσάμ- Καλόγερο! – Πολύ ευχαρίστως. Δε χαλάω χατήρια!
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄
dc.relation.sourceΚωνστ. Σταυροπούλου, Ο κεκρυμμένος θησαυρός των λαϊκών παραδόσεων, Αθήναι, 1953, σελ. 34-37
dc.relation.sourceindexΟ κεκρυμμένος θησαυρός των λαϊκών παραδόσεων
dc.relation.sourcetypeΒιβλίο
dc.description.bitstreamD_PAA_03149w, D_PAA_03149w2, D_PAA_03149w3, D_PAA_03149w4, D_PAA_03149w5
dc.subject.legendtitleΤου Μανώλη ο γάμος
dc.subject.legendΠαράδοση Κ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname264371/Αθήνα


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές