Σ τα’ Αbυρήνοι είναι ένας αράπης και βόσκει τη νύχτα φλουριά. Άμα πας εκεί που ‘ν ‘ τα φλουριά και πέσης κάτω και κάμης τα χέρια σου σταυρό, όσα πάρης από κάτω σου μένουνε. Κατοίκαν’ εκεί ένας βοσκός κ’ επήενε και του ‘πενε ο αράπης πως χρήματα όσα θες να σου δώκω και να πάρης το κοπάδι σου και να φύης από ‘δω. Ήπιασενε τον καπετάνιο και του τα ‘πε. Ήβγαλε τη πατατούκα (σακκάκι) dου, το dουρά dου (δισσάκι) και τω τα γέμισενε και του λέει. Να πάρης τα ζά σου (ζώα σου) και να φύης από ‘ δώ ‘ ιατί όσα μου ρίχνουνε φλουριά κάτω ψοφούνε. Επήρε τα λεφτά και το κοπάδι έ’ dό’ βγάλενε. Επήενε λοιπό ο αράπης την ημέρα και πασουαdίζει (=τον δέρνει) dόνε με το ραβδί χωρίς να βλέπη κανένας τίποτα. Από ‘κείνο ‘ ξέβγηκενε. Όσα φλουριά, γυρίσουνε και πέσουνε την ώρα που τα βόσκε ο αράπης δε τα ‘ υρεύγει (= δεν τα ζητεί)
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 99, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT