Λένε πώς ήτονε μια φορά ένας γέρος κι’ είχενε μια θυγατέρα μόνη αμοναχή. Ερρώστησεν η κοπελλιά, δεν ήχενε και χρόνους, επόθανε. Ο κύρης τση την ώρα που την ήλασσε, είδενε απάνω στο στήθος τση καρδιάς τση κολλημένο ένα πιατάκι άσπρο μικιό μικιό. Παραίτα το σπίτι ντου, παίρνει το πιατάκι και βγήκε και διακονούντανε. Εγύρευγε φαΐ μια μπουκιά μοναχομένη και του τη βλάνανε στο πιατάκι και την έτρωγε. Μιαν αργατινή, πάρωρα, ήφταξε σε μια γκαλύβα και γροικά τσι ανθρώπους κι ετοιμάζουντανε αν κοιμηθούνε. Χτυπά και ζητά φαΐ. Λέει «ντα δεν έχομε κακορρίζικε μόνον ζούμ απού τσι βραστούς ασκρολύμπους απού φάγαμε» Λέει «βάλετε μου μια στάξη σε κειονέ το πιατάκι». Βάνουνε και ντελόγο εδιάλυσε το πιατάκι. Λέει «άχη θυγατέρι μου και ο ασκρόλυμπος ήτονε το γιατρικό σου». Εκούστηκε πως ο ασκρόλυμπος σκορπά το κακό και πρέπει να τονέ τρώμε.
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1949Πηγή
Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, Συμβολή στά λαογραφικά της Κρήτης, Αθήνα, 1949, σελ. 36Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT