Τοπωνυμο : Σ' τσι Σωρούς, στο πέρα Χωριό. Μας είπαν οι παλαιοί, πως το είπαν έτσι από ένα θαύμα που έγινε. Αδίκησ' ένας σέμπρος το νοικοκύρη στη μερασά του σταριού μέσ' στ΄αλώνι. Ο Νοικοκύρης ήτανε στραβός. Ο σέμπρος το βράδυ βράδυ, όταν έδινε την αφεντι, έβανε το κόσκινο τ' απάνου – κάτου και γέμιζε τον πάτο, πως τάχα είναι κούλουμο. - Για δες, αφέντη! - Δε βλέπω εγώ, βλέπει ο Θεός! Ο σέμπρος έκαμε δύο σωρούς, το δικόνε του μεγάλονε και του νοικοκύρη μικρόνε. Την ίδια στιγμή οι δυό σοροί εγίνανε μάρμαρο. Ήρτε η γυναίκα του σέμπρου, πήρε το φκυάρι χαρούμενη να φκυαρίση, βλέπει το σωρό της τσιμέντο. Πάει να δή και στον άλλονε, τσιμέντο. Από τότε εμείνανε εκεί έτσι, μαρμαρωμένοι όπως τους έκαμε ο Θεός, που είδε την αδικία. Και λένε σ' τσι Σωρούς.
Τόπος Καταγραφής
ΙθάκηΧρόνος καταγραφής
1956Πηγή
Λ. Α. αρ. 2194, σελ. 377, Δημ. Λουκατος, Ιθάκη, 1956Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2194, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT