Μιαν φορά κι έναν καιρόν, που 'ταν ένας βοριάς δυνατός και κουτουριασμένος ικεί που φυσάει ή αέρας πουλύ δυνάτος η πέρανεν ένας άνθρωπος κ' είχενεν μια κιεπενέκαν (κάππαν) εις τα χέρια του κι ΄πεβαζεν στοίχημα η νήλιος με το βοριά ποιός αμπαρά να πάρη από τ' ανθρώπου τη ράχη την κεπενέκα. Τώρα να δοκιαμαστούμε και οι δυό μας ποιός είνια δυνατός. Έπιασεν κ' οι δυό με τη δύναμη να φυσάη βοριάς και ν' απλώση κ' η νήλιος τις αχτίνες του κι χαμιάς (αμέσως) που δύσησεν η βαριάς ητυλίχτην ή άνθρωπος σφιχτάσφιχτά μέσα. Ύστερα βγάζει κ' η νήλιος τις αχτίδες του και βγάλλει άνθρωπος την κεπενέκα του από τη ράχη και τη ριχτεί. Και τότε γέλασεν η βοριας. Κ' είπε είσαι άξιος από μένα συ.
Χρόνος καταγραφής
1943Πηγή
Λ. Α. αρ. 1480, σελ. 183 – 184, Μ. Ιωαννίδου, Λαογρ. Προσφύγων Λιβησίου, Μάκρης, 1943Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1480, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT