Η παράδοση για τον ναόν : “Χριστός της Ιερουσαλήμ”
“Τον γκαιρό των παλιών Ζελλήνων, που 'σαν όλο μσκυρ'ζιοί κι όμορφοι άθρωποι, η Θωδώρα, που 'τον η Βασίλισ'σα της Πόλης, ήτον (γ)υναίκα θεοφώσμένη κι είσεν πνευμματικό τον Γρηγόριο και το Χρυσόστομο κι' ηπάαιννεν κ' ι' ηβρισ΄σέν τους κ' ι' εξομολοούσαν την ήλασεν (έλαχε) να πάει ο άντρας της, ο βασιλιάς Ευτρόπιος, στομ πέλεμο κ'αι κ'εία ήσμειξεν με τους ειδωλολάτρες κ'ι ηπάσκασεν κι' ήκαμεν ένα σ'ωρόν ανομίες. Σαν η (γ)ύρισεν που τον πόλεμο, ήσ' σκέφτηκεν να ξεμολοηθή στον Γρηγόριο, και να πή τις αμαρτίες του, για να τον συμβουλέψει, ίντα θα κάμει, να σωθή. Ο παρορίτης, πούθελεν (ν)α τον κάμει ικόν (ιδικόν) του, ημεταμορφώθηκεν κι είπεν του, πως, για να σωθή, ήπρεπεν να καταστρέψει γούλα (όλα) τα καλά, που 'σεν ως τότε καμωμένα και να κάψει τις εικόνες. Τότες η Θοδώρα ήσκαψεν πό κάτω που το παλάτιν της μιάν βούα (λάκκο) μιάλη κ' ήστησεν τις δώδεκα εικόνες του Λουκά κι' άλλες είκοσι κι ηθύμιαζεν τες κι ηφίλαντες κρυφά. Μια φορά υπνιάστηκεν την (την ένιωσεν, την πήρε χαπάρι, τη νόησε) ένας δούλος κι ηπρόδωκεν την και κείνη για να το σ'σεπάσει (σκεπάσει) είπεν : πώς εί(δ)εν το πρόσωπον της στον καθρέφτη κι' ηπολιμπίστηκε την ομορφσιάν της κι ήσ'συψε (έσκυψε) κι ήφιλησεν το – γιατί πως πλιό την ηλάτρεψεν κείνος που την ομορφσιάν της, τσάγα (έτσι – δα) υποκαμάρωννεν και κ' είνη τα κάλη της κ' ι' ήσκυβζεν κι' ηδίλαν τον καθρέφτη. Για να τον πιέψει (παιδεύσει) ο θιός (Θεός), ήδωκέν του αγιρ'ζόχτυκιο και στα βαρζά της αρρώτσας, είπεν του η Θοδώρα : αν είσες καέναν κόνισμα (δ)εθ θα το φιλάς; ηπαρουσίασέν του ύστερις τις εικόνες του Λουκά κι ησπάστηκε τες κι' ηένηκεν καλά, μα ζάν (σαν) ηπέθανεν ηπήραν τον οι πειρασμοί, για το κακόν πούκαμε. Κι ήβλεπέν τον η Θοδώρα σ' ένα κάβο (δ)εμένον με αλυσί(δ)ες. Κι 'ήσ'συβζεν στο μνήμαν του Γρηγορίου, που τον πεθαμμένος, κι ήπαρακάλει – ν – τον, (ν)α της πή , πως σ'σα (θα) τον σ'σώσει που τα σέρζια τους . Κι είπεν της κείνος, (ν)α κάμει άλλες τόσες εικόνες πούκαψε και να χτίσει Χριστόν κάτω στα Εροσόλυμα. Ηφόρτωσεν κείνη δέκα φριγάες (φρεγάδες) μάρμαρα κι ήβαλεν τους τρείς υγυιούς της μέσα και ζάν ήφτασασιν 'πό 'πόξω που το “Καντούνι” (τοπωννύμιον – παραθαλάσσιον δυτικά της Καλύμνου), ηκούσασι μια φ – φωνή που τους ήλεεν ναράξουν και να πά χτίσουν τον Χριστό της Ερουσαλήμ, με τα δώδεκα ιερά. Ο Χριστός της Ερουσαλήμ είναι μπλιό ο πόρος της μάντρας πρώτα θα περάσουν 'πό τα (εδώ) κι ύστερις θα πάσι στη σ' σωστή Ερουσαλήμ. Το κάθε ένα που τα ιερά ήτον ξενομαστικό (με το όνομα) ενούς αγίου. Κι ένα που σώθηκεν είναι το ιερό του Χριστού και το άλλο της Υπακουής, που 'ναι κολλητό στον τοίζο του Χριστού κι' ήκουεν η Θοδώρα, 'πο μιάν τρύπα, τα λόγια που της ηπαράγγελεν ο Θεός. Τια αρχαίες επιγραφές του ναού του Απόλλωνος τις ερμήνευεν έτσι : Άγιοι και αγαθοί άνθρωποι έρχονταν στον Χριστό της Ιερουσαλήμ κι γκαταγράφουνταν “κι ηκοιμούνταν κ'ειά” (ευφυμώς αναφέρεται, περί του αιωνίου ύπνου).
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 243 – 244Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT