Άγιος Σπυρίδων
Στα χρόνια τα παλαιϊκά ήταν αποκλεισμός στην Κέρκυρα. Δεν αφήνανε κανένα καράβι να φέρη σιτάρι ή άλλα θρόφιμα. Αρχινήσανε πλιά να παιθαίνουνε οι άνθρωποι, είκοσι, τριάντα την ημέρα. Το είδε αυτό το πράγμα ο άγιο - Σπυρίδωνας και λυπήθηκε τον κόσμο. Μπήκε σε μια ψαρόβαρκα κι’ ανοίχτηκε στο πέλαγο, τάχα που ψάρευε. Καμμιά φορά βλέπει ένα μεγάλο καράβι που περνούσε. Το καράβι αυτό ήταν φορτωμένο στάρι, τόξερε τούτο ο άγιο – Σπυρίδωνας. Διπλάρωσε λοιπόν τη βάρκα στο καράβι. Βγαίνουν οι ναύτες, τόνε ρωτάνε; «Τι θέλεις; Γέροντα; - Ψάρευα κι’ ήρθα να μου δώκουτε νερό.» Το λένε του καπετάνιου. Τους λέει, φέρτε τον απάνου. Τον ανέβασαν απάνω, του δώκανε να φάη, να πιή, του στρώσανε και στην πρύμη να πλαγιάση γιατί είχε νυχτώσει. Έπιασε ο καπετάνιος κουβέντα με το γέροντα, του λέει. «Τι κάνουν στην Κέρκυρα, πως τα περνάνε; - Πώς να τα περνάνε, του λέει, που πεθαίνουν οι άνθρωποι της πείνας με τον αποκλεισμό. – Αχ, του λέει ο καπετάνιος, κι εγώ πολύ τους λυπάμαι τους κακόμοιρους και μακάρι να μπόρηγα να τους βοηθήσω. Να ετούτο το καράβι είναι φορτωμένο στάρι, μα πώς να μπώ μέσα στο λιμάνι, που είναι τα καράβια όξω και φυλάνε;» Του λέει ο άγιος Σπυρίδωνας : «Όσο γι’ αυτό μη φοβάσαι, εγώ θα σου το περάσω το καράβι που να μην το ιδή κανείς, και θα σου το αράξω στο λιμάνι. Κάνε το αυτό το συχώριο για την ψυχή σου. Καλά, του λέει ο καπετάνιος, αφού το λές πως θα το περάσης ας πάμε.» Τραβήξανε λοιπόν κατά την Κέρκυρα, ήταν εκεί κατά τις κονταυγές, παίρνει ο Άγιο – Σπυρίδωνας το τιμόνι και το περνάει ανάμεσα από τα καράβια που είχανε τον αποκλεισμό, που δεν τους είδε κανείς, και πήγε και το άραξε ίσα μες στο λιμάνι. Βλέπει ο κόσμος ένα κοτζάμ καράβι φορτωμένο να μπαίνη μες στο λιμάνι, σαστίσανε! Κατεβήκανε ούλοι κάτω στο μουράγιο να μάθουν πως πέρασε. Του λέει ο άγιο Σπυρίδωνας του καπετάνιου : «Εσύ τήρα, να τραβήξης ίσα, να πάς στον τάδε και στον τάδε που είναι δημογέροντες και να τους πής πως ήφερες ένα καράβι σιτάρι, να φάη ο κόσμος, και θα πληρωθής καλά. – Εσύ, παππούλη, δε θέλεις τίποτε, του λέει ο καπετάνιος; - Εγώ δε θέλω τίποτε, είμαι γέρος. Μόνο θα έχης ακουστά που εδώ στη Κέρκυρα έχομε τον άγιο – Σπυρίδωνα που είναι πολύ θαυματουργός. Να πάρης το πληρωμά σου όλο και να πάτε να του φέρετε μια λαμπάδα. – Ακούς εκεί; Θα πάω, παππούλη, κι εγώ κι’ όλο μου το σούρμο, είπε ο καπετάνιος. Βγήκε στο παζάρι, πήγε βρήκε τους γερόντους. Να μάθουνε εκείνοι πως ήρθε καράβι με στάρι, μόνο που δεν τονε φιλήσανε τον καπετάνιο. Συμφώνησε μαζί τους, πήγε ξεφορτώσανε. Σαν τελειώσανε, λέει ο καπετάνιος στο πλήρωμα : «Τώρα να πάμε ούλοι να προσκυνήσουμε τον άγιο Σπυρίδωνα». Κίνησαν ούλοι να πάν να προσκυνήσουν. Ο καπετάνιος είχε και το παιδί του απάνου στο καράβι, ένα αγοράκι έξ - εφτά χρονώ, το πήρε κι εκείνο μαζί του. Μόλις μπήκαν λοιπόν στην εκκλησία και είδαν τον Άγιο που είναι ολόσωμος μέσα στη θήκη του, βάνει μια φωνή το παιδάκι : «Καλέ πατέρα, να ο γέρος που είχαμε χτές κάτω στη πρύμη!» Τηράνε και οι άλλοι, τονε γνωρίσανε. Σταυρούς, μετάνοιες, βλέπεις ο άγιο Σπυρίδωνας είναι πολύ θαυματουργός.
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΜεθώνηRecording year
1939Source
Αρ. 1378 Β, σελ. 143, Γ. Ταρσούλη, Μεθώνη Πυλίας, 1939Collector
Source index and type
1378 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις Ι΄- ΙΕ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση Ιιζ 61Legend title
Άγιος ΣπυρίδωνClassification (acc. Megas)
ΛατρείαInformant
Φωτεινάκης, Παύλος Άνδρας 65 ΝαυτικόςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.