Ένας δικηγόρος στον παράδεισο
Μιαν ωραιοτάτην και εύθυμον συμπλήρωσιν του μύθου περί του Αγίου Κασσιανού μας αποστέλλει ο αναγνώστης μας κ. Ι. Μ. Τσενές από το Δερβένι της Κορινθίας. Είνε τόσον ευχάριστος ώστε να συνίστωμεν όλως ιδιαιτέρως την ανάγνωσίν του. – Να γιατί, μας γράφει ο κ. Τσενές, εορτάζεται ο Άγιος Κασσιανός, κάθε τέσσερα χρόνια. Προ αιώνων πολλών ένας παμπόνηρος δικηγόρος ήρθε η ώρα να τινάξει τα κώλα. Διάβαινε τας ουράνιους λεωφόρους και εσκέπτετο πως θα τα καταφέρει να μπή στον Παράδεισο. Η επίγειος ζωή του δεν ήτο τέτοια να αξιωθή κατοικίας εις την αιωνίαν ευτυχίαν. Έφθασε προ κριτηρίου και όπως προέβλεπε του έδωσαν πασπόρτι που έγραφε «Κόλασις». Αλλά δεν απεθαρρύνθη. Έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Έσβυσε την λέξι «Κόλασις» και έγραψε «Παράδεισος». Έτσι κατώρθωσε να ξεγελάση και τον μπάρμπα Πέτρο, τον κλειδοκράτορα. Εμπήκε στον Παράδεισο και περνούσε ζωή χαρισάμενη. Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισε να πλήττη. Δεν υπήρχαν εκεί ούτε μηνυταί, ούτε κατηγορούμενοι, ούτε ενάγοντες, ούτε εναγομένοι. Ένα δικαστήριο από τους πιο παλαιούς αγίους, τους προφήτας, υπήρχε, αλλ’ ελλείψει πελατείας και υποθέσεων σργούσε. Μήνες πολλούς ο δικηγόρος μας εσκέπτετο πως θα ημπορούσενα ευρεθή μις υπόθεσις να ξεμουδιάση. Επί τέλους ήλθε η ευκαιρία. Μια ημέρα εκεί του εκάθητο επάνω σε χουσορόδινα σύγνεφα και άγγελοι με τα πουλιά τραγουδούσαν σε αρμονία παραδεισιακή., είδε μια σειρά γκαμήλες με χρυσάφι που εβάδιζαν εις τα θησυροφυλάκια των αγίων. Δίπλα τους εκείνη τη στιγμή ευρίσκετο ο Άγιος Κασσιανός. – Τίνος είνε το χρυσάφι αυτό; τον ρώτησε. – Του φίλου μου του Άγιου Νικόλαου, του απεκρίθη. Βλέπεις ο κόσμος τον αγαπά περισσότερο από όλους μας. Προ πάντως οι ταξιδιάρηδες. Όλο και του αφιερώνουν χρυσάφια και ασήμια. Έτριψε τα χέρια του από χαρά ο παμπόνηρος δικηγόρος. – Παίρνει μήνυσι το πράμα, είπε. Πρέπει να πας να πάρης και συ. Μήπως συ, όσιε μου δεν έχεις κάνει καλά; Δεν ημπορεί να τα κρατά όλα ο άγιος Νικόλαος. Ο Άγιος Κασσιανός εδίστασε στην αρχή, μα ο τετραπέρατος δικηγόρος έβαλε όλα τα δυνατά. Του πιπίλισε το κεφάλι που λέει ο λόγος, τον έπεισε στο τέλος. Η μύνησις συνετάχθη και ο Άγιος Νικόλαος κατηγγέλθη επί ιδιοποίησει ξένης περιουσίας, την οποίαν του είχαν εμπιστευθή προς φύλαξιν. Η καταγγελία έγραφεν απάνω κάτω : «Μήνυσις Αγίου Κασσιανού κατοίκου πρώτου διαμερίσματος Παραδείσου, κατά του άγίου Νικολάου, κατοίκου ομοίως. Ο έναντι μηνυόμενος Άγιος Νικόλαος, κάτοικος κλπ., αναλάβων προς φύλαξιν χρυσόν και αργυρών, τον οποίον παρεχώρησαν θνητοί άνθρωποι και δι’ εμέ, λόγω πολλών υποχρεώσεων των εναντί μας, κατακρατεί αυτόν μη εννοών να παραχωρήση την νόμιμον μερίδα μου, νοσφιζόμενος ούτω αυτήν δι’ ιδίον λογαριασμόν. Ακολουθούσε κατόπιν ο καθορίσμος του ποσού που ο παμπόνηρος δικηγόρος διεξεδίκει δια τον αγιον πελάτην του κλπ. Ο αγαθός Θέος και «πρόεδρος» του Δικαστηρίου, μόλις του επεδόθη η μήνυσις, εταράχθη. Δεν εφαντάζετο ότι ένας από τους καλύτερους του αγίους είχε αδικήσει έναν από τους επίσης αγαπητούς του αγίους. Διέταξε λοιπόν να κοινοποιηθούν κλήσεις αμέσως εις τους ενδιαφερομένους και να γίνη η δίκη αμέσως. Αλλά ο παμπόνηρος δικηγόρος δικηγόρος πάλιν τα κατάφερε περίφημα. Κατώρθωσε δηλαδή να μη επιδοθή η κλήσις εις τον Άγιον Νικόλαον και έτσι η δίκη ήρχισεν ερήμην του μηνυομένου και εναγομένου. Παρών και μετά συνηγόρου φοβερού και τρομερού ο Άγιος Κασσιανός απών ο Άγιος Νικόλαος. Ηγόρευσε λοιπόν ο τετραπέρατος δικηγόρος και ο Θεός είχε πεισθεί ότι δίκαιον είχεν ο Άγιος Κασσιανός. Συνεχάρη και τον υπερασπιστήν του , που απεστήριξε τόσον ωραία μιάν δικαίαν υπόθεσιν. Αιφνιδίως όμως παρουσιάσθη ο Άγιος Νικόλαος με ένα παιδάκι στα χέρια. – Ελα εδώ, Άγιε Νικόλαε, του είπε, είσαι κατηγορούμενος. Αλλά ο υπόδικος είτε γιατί δεν πρόσεξε τη φράσι του επουράνιου προέδρου, είτε δι’ άλλου πράμα ενδιεφέρετο εκείνη τη στιγμή, εφώναξε στον Ύψιστο. – Ευδόκησε Δέσποττα, να μην πεθάνη αυτό το παιδάκι. Μονάκριβο έινε της μητέρας του. Τώρα έγινε ένα ναυάγιο και έσωσα τους επιβάτες και τη μητέρα αυτού του μικρούλη. Μα αυτόν μόλις τον πρόλαβα. Τον πήραν τα κύματα και από στιγμή σε στιγμή πεθαίνει. Ευδόκησε να ζήση, Ύψιστε γιατί αλλοιώς θα πεθάνη η μητέρα του από το κακό της. Συγκινήθηκε ο καλός Θεός, έκαμε το θαύμα του και ο μικρός ναυαγός έζησε. Γοργά τον κατέβασε στο μέρος που έπρεπε ο Άγιος Νικόλαος και ξαναγύρισε στα ουράνια δώματα. Δεν ενδιαφέρομαι εγώ για τα χρυσάφια, είπε. Οι καλοί άνθρωποι μου τα στέλλουν. Έβγαλε τότε δίκαια απόφασι ο Ύψιστος. Απήλλαξε τον κατηγορούμενο και στραφείς προς τον μηνυτή τον επετίμησε : - Είδες του είπε, πόσο κουράζεται, πόσο τρέχει, ώστε και αν υποθέσουμε πως ο Άγιος Νικόλαος ήθελε τα αναθήματα πάλιν του ανήκουν. Με τον κόπον του τα κερδίζει. Ντροπιάστηκε ο Άγιος Κασσιανός και ωμολόγησε πως ο δικηγόρος τον συμπαρέσυρε να κάμη δίκη. – Δικηγόρος; Εφώναξε ο πρόεδρος. Πώς βρέθηκε δικηγόρος στον Παράδεισο; Α, γι’ αυτό παρ’ ολίγο να κάμω εγώ αδικία. Εζήτησε τότε το πασπόρτι του υπερασπιστού. Αντελήφθη αμέσως την παραποίησι. Εγέλασε ο Ύψιστος και η ωμορφιές του Παραδείσου έγιναν πιο ωμορφότερες. – Θέλω να σε κρατήσω εδώ, αλλά σε φοβάμαι. Μπορεί να μου χαλάσεις το σπίτι εσύ. Ύστερα θα υποφέρης και συ εδώ. Πήγαινε στην Κόλασι που θα βρής και πολλή δουλειά να περνάς τον καιρό σου καλύτερα. Από τον διάβολο δεν φοβάσαι συ. Θα τον κάμης να σε λογαριάζη και να σε τρέμη! Έφυγε πράγματι ο παμπόνηρος δικηγόρος, ενώ ο Ύψιστος απήγγελε και την καταδίκη του καημένου του Αγίου Κασσιανού : - Εσύ, του είπε, για το ολίσθημα που έκαμες θα γιορτάζης μόνο μια φορά κάθε τέσσαρα χρόνια!
dc.contributor.author | Άγνωστος συλλογέας | |
dc.coverage.spatial | Άδηλου τόπου | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:06:51Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:06:51Z | |
dc.date.issued | 1937 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/292709 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Μιαν ωραιοτάτην και εύθυμον συμπλήρωσιν του μύθου περί του Αγίου Κασσιανού μας αποστέλλει ο αναγνώστης μας κ. Ι. Μ. Τσενές από το Δερβένι της Κορινθίας. Είνε τόσον ευχάριστος ώστε να συνίστωμεν όλως ιδιαιτέρως την ανάγνωσίν του. – Να γιατί, μας γράφει ο κ. Τσενές, εορτάζεται ο Άγιος Κασσιανός, κάθε τέσσερα χρόνια. Προ αιώνων πολλών ένας παμπόνηρος δικηγόρος ήρθε η ώρα να τινάξει τα κώλα. Διάβαινε τας ουράνιους λεωφόρους και εσκέπτετο πως θα τα καταφέρει να μπή στον Παράδεισο. Η επίγειος ζωή του δεν ήτο τέτοια να αξιωθή κατοικίας εις την αιωνίαν ευτυχίαν. Έφθασε προ κριτηρίου και όπως προέβλεπε του έδωσαν πασπόρτι που έγραφε «Κόλασις». Αλλά δεν απεθαρρύνθη. Έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Έσβυσε την λέξι «Κόλασις» και έγραψε «Παράδεισος». Έτσι κατώρθωσε να ξεγελάση και τον μπάρμπα Πέτρο, τον κλειδοκράτορα. Εμπήκε στον Παράδεισο και περνούσε ζωή χαρισάμενη. Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισε να πλήττη. Δεν υπήρχαν εκεί ούτε μηνυταί, ούτε κατηγορούμενοι, ούτε ενάγοντες, ούτε εναγομένοι. Ένα δικαστήριο από τους πιο παλαιούς αγίους, τους προφήτας, υπήρχε, αλλ’ ελλείψει πελατείας και υποθέσεων σργούσε. Μήνες πολλούς ο δικηγόρος μας εσκέπτετο πως θα ημπορούσενα ευρεθή μις υπόθεσις να ξεμουδιάση. Επί τέλους ήλθε η ευκαιρία. Μια ημέρα εκεί του εκάθητο επάνω σε χουσορόδινα σύγνεφα και άγγελοι με τα πουλιά τραγουδούσαν σε αρμονία παραδεισιακή., είδε μια σειρά γκαμήλες με χρυσάφι που εβάδιζαν εις τα θησυροφυλάκια των αγίων. Δίπλα τους εκείνη τη στιγμή ευρίσκετο ο Άγιος Κασσιανός. – Τίνος είνε το χρυσάφι αυτό; τον ρώτησε. – Του φίλου μου του Άγιου Νικόλαου, του απεκρίθη. Βλέπεις ο κόσμος τον αγαπά περισσότερο από όλους μας. Προ πάντως οι ταξιδιάρηδες. Όλο και του αφιερώνουν χρυσάφια και ασήμια. Έτριψε τα χέρια του από χαρά ο παμπόνηρος δικηγόρος. – Παίρνει μήνυσι το πράμα, είπε. Πρέπει να πας να πάρης και συ. Μήπως συ, όσιε μου δεν έχεις κάνει καλά; Δεν ημπορεί να τα κρατά όλα ο άγιος Νικόλαος. Ο Άγιος Κασσιανός εδίστασε στην αρχή, μα ο τετραπέρατος δικηγόρος έβαλε όλα τα δυνατά. Του πιπίλισε το κεφάλι που λέει ο λόγος, τον έπεισε στο τέλος. Η μύνησις συνετάχθη και ο Άγιος Νικόλαος κατηγγέλθη επί ιδιοποίησει ξένης περιουσίας, την οποίαν του είχαν εμπιστευθή προς φύλαξιν. Η καταγγελία έγραφεν απάνω κάτω : «Μήνυσις Αγίου Κασσιανού κατοίκου πρώτου διαμερίσματος Παραδείσου, κατά του άγίου Νικολάου, κατοίκου ομοίως. Ο έναντι μηνυόμενος Άγιος Νικόλαος, κάτοικος κλπ., αναλάβων προς φύλαξιν χρυσόν και αργυρών, τον οποίον παρεχώρησαν θνητοί άνθρωποι και δι’ εμέ, λόγω πολλών υποχρεώσεων των εναντί μας, κατακρατεί αυτόν μη εννοών να παραχωρήση την νόμιμον μερίδα μου, νοσφιζόμενος ούτω αυτήν δι’ ιδίον λογαριασμόν. Ακολουθούσε κατόπιν ο καθορίσμος του ποσού που ο παμπόνηρος δικηγόρος διεξεδίκει δια τον αγιον πελάτην του κλπ. Ο αγαθός Θέος και «πρόεδρος» του Δικαστηρίου, μόλις του επεδόθη η μήνυσις, εταράχθη. Δεν εφαντάζετο ότι ένας από τους καλύτερους του αγίους είχε αδικήσει έναν από τους επίσης αγαπητούς του αγίους. Διέταξε λοιπόν να κοινοποιηθούν κλήσεις αμέσως εις τους ενδιαφερομένους και να γίνη η δίκη αμέσως. Αλλά ο παμπόνηρος δικηγόρος δικηγόρος πάλιν τα κατάφερε περίφημα. Κατώρθωσε δηλαδή να μη επιδοθή η κλήσις εις τον Άγιον Νικόλαον και έτσι η δίκη ήρχισεν ερήμην του μηνυομένου και εναγομένου. Παρών και μετά συνηγόρου φοβερού και τρομερού ο Άγιος Κασσιανός απών ο Άγιος Νικόλαος. Ηγόρευσε λοιπόν ο τετραπέρατος δικηγόρος και ο Θεός είχε πεισθεί ότι δίκαιον είχεν ο Άγιος Κασσιανός. Συνεχάρη και τον υπερασπιστήν του , που απεστήριξε τόσον ωραία μιάν δικαίαν υπόθεσιν. Αιφνιδίως όμως παρουσιάσθη ο Άγιος Νικόλαος με ένα παιδάκι στα χέρια. – Ελα εδώ, Άγιε Νικόλαε, του είπε, είσαι κατηγορούμενος. Αλλά ο υπόδικος είτε γιατί δεν πρόσεξε τη φράσι του επουράνιου προέδρου, είτε δι’ άλλου πράμα ενδιεφέρετο εκείνη τη στιγμή, εφώναξε στον Ύψιστο. – Ευδόκησε Δέσποττα, να μην πεθάνη αυτό το παιδάκι. Μονάκριβο έινε της μητέρας του. Τώρα έγινε ένα ναυάγιο και έσωσα τους επιβάτες και τη μητέρα αυτού του μικρούλη. Μα αυτόν μόλις τον πρόλαβα. Τον πήραν τα κύματα και από στιγμή σε στιγμή πεθαίνει. Ευδόκησε να ζήση, Ύψιστε γιατί αλλοιώς θα πεθάνη η μητέρα του από το κακό της. Συγκινήθηκε ο καλός Θεός, έκαμε το θαύμα του και ο μικρός ναυαγός έζησε. Γοργά τον κατέβασε στο μέρος που έπρεπε ο Άγιος Νικόλαος και ξαναγύρισε στα ουράνια δώματα. Δεν ενδιαφέρομαι εγώ για τα χρυσάφια, είπε. Οι καλοί άνθρωποι μου τα στέλλουν. Έβγαλε τότε δίκαια απόφασι ο Ύψιστος. Απήλλαξε τον κατηγορούμενο και στραφείς προς τον μηνυτή τον επετίμησε : - Είδες του είπε, πόσο κουράζεται, πόσο τρέχει, ώστε και αν υποθέσουμε πως ο Άγιος Νικόλαος ήθελε τα αναθήματα πάλιν του ανήκουν. Με τον κόπον του τα κερδίζει. Ντροπιάστηκε ο Άγιος Κασσιανός και ωμολόγησε πως ο δικηγόρος τον συμπαρέσυρε να κάμη δίκη. – Δικηγόρος; Εφώναξε ο πρόεδρος. Πώς βρέθηκε δικηγόρος στον Παράδεισο; Α, γι’ αυτό παρ’ ολίγο να κάμω εγώ αδικία. Εζήτησε τότε το πασπόρτι του υπερασπιστού. Αντελήφθη αμέσως την παραποίησι. Εγέλασε ο Ύψιστος και η ωμορφιές του Παραδείσου έγιναν πιο ωμορφότερες. – Θέλω να σε κρατήσω εδώ, αλλά σε φοβάμαι. Μπορεί να μου χαλάσεις το σπίτι εσύ. Ύστερα θα υποφέρης και συ εδώ. Πήγαινε στην Κόλασι που θα βρής και πολλή δουλειά να περνάς τον καιρό σου καλύτερα. Από τον διάβολο δεν φοβάσαι συ. Θα τον κάμης να σε λογαριάζη και να σε τρέμη! Έφυγε πράγματι ο παμπόνηρος δικηγόρος, ενώ ο Ύψιστος απήγγελε και την καταδίκη του καημένου του Αγίου Κασσιανού : - Εσύ, του είπε, για το ολίσθημα που έκαμες θα γιορτάζης μόνο μια φορά κάθε τέσσαρα χρόνια! | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις Ι΄- ΙΕ΄ | |
dc.relation.source | Εφημ. Ακρόπολις, 22 και 23 Φεβρουαρίου 1937 | |
dc.relation.sourceindex | Ακρόπολις, 1937 | |
dc.relation.sourcetype | Εφημερίδα | |
dc.description.bitstream | D_PAA_01379w, D_PAA_01379w2 | |
dc.subject.legendtitle | Ένας δικηγόρος στον παράδεισο | |
dc.informant.name | Τσενές, Ι. Μ. | |
dc.informant.gender | Άνδρας | |
dc.subject.legend | Παράδοση Ιθ 28 | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 390903/Άδηλου τόπου |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.