Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΚαρκαβίτσας, Ανδρέας
dc.coverage.spatialΆδηλου τόπου
dc.date.accessioned2016-01-15T11:06:51Z
dc.date.available2016-01-15T11:06:51Z
dc.date.issued1922
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/292707
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΠολλοί πέρασαν στον κόσμο χωρίς να βάλουν σε δουλειά ούτε το μικρό δαχτυλάκι τους, μα σαν τον Άγιο Κασσιανό κανείς άλλος. Και όχι μόνον στον απάνω αλλά και στον κάτω κόσμο το ίδιο. Πως τα κατάφερε, αφού πέρασε έτσι τη ζωή του, να μπή στον Παράδεισο είναι ακόμα μυστήριο. Όσα χαρτιά και αν έψαξα, όσα συναξάρια και αν εδιάβασα πουθενά δεν απάντησα τ’ όνομά του. Ωστόσο ο άγιος Κασσιανός βρίσκεται από χρόνια στον Παράδεισο, αυτή είναι η αλήθεια. Μα κι εκεί εξακολουθεί την ίδια του δουλειά, την ίδια ντεμπελιά ήθελα να ειπώ. Πάει και κάθεται από την αυγή στην πόρτα του Παραδείσου και κοιτάζει τον κόσμο που μπάινει . Κοιτάζει τον κόσμο που μπαίνει μα πιο πολύ κοιτάζει τ’ αφιερώματα που στέλνουν οι Χριστιανοί στους αγαπημένους τους αγίους. Τόρα του γαργαλίζει τη μύτη το λιβάνι, τόρα το κίτρινο κερί, έπειτα της ελιάς το λάδι και λίγο αργότερα, πλακώνουν οι πεντάρτοι, λαμπάδες ίσαμε το μπόι του ανθρώπου, μεταξωτά, χρυσαφικά. Καθένα που θα ιδή με τα αφιερώματα τρέχει από κοντά και τον ρωτάει. – Που τα πάς; Τίνος είνε πατριώτη; - Της Παναγίας, του απαντά βιαστικός εκείνος. Τον αφήνει δυσαρεστημένος και πιάνει άλλον. – Που τα πάς; Ποιόν γυρεύεις πατριώτη; - Τον Άϊνικόλα … Τον αφήνει και πιάνει άλλον. Μα κι ο άλλος του λέει τον Άϊ Γιώργη, τον Αϊγιάννη τον Καλυβήτη, τον Άγιο Φίλιππα το φτωχό που αποκρεύει στο χωράφι του. Ο άγιος Κασσιανός δαιμονίζεται – Για θυμήσου καλά, παιδί μου του λέει. Μην κάνεις λάθος. Μη σου είπαν άλλον άγιο και ξέχασες; Μη σου είπαν – σαν να λέμε τον Άγιο Κασσιανό, σαν να λέμε; - Άγιο Κασσιανό; Μπά. Ούτε το ξέρουμε τέτοιο όνομα … Τότε πια απελπισμένος ο άγιος πιάνει παράμερα μια θέση και κάθεται κοιτάζοντας με ζήλια τ’ αφιερώματα. Η ψυχή του στάζει φαρμάκι. – Μα κανείς να μην θυμάται και μένα! Συλλογίζεται. Έξαφνα ένοιωσε κάποιον να τον τραβάει από το μανίκι. Γυρίζει και βλέπει δυό μάτια στυλωμένα στα δικά του, δυό μάτια φωτερά που ένοιωθε να του τριβελίζουν το μυαλό, κι ένα χαμόγελο που τον έκαμε να κοκκινίση. – Τι θές; Τον ρώτησε απότομα, γυρίζοντας αλλού το κεφάλι σα να έβλεπε το Σατανά. – Γιατί είσαι έτσι θλιμμένος; - Τι σε μέλλει; - Με μέλλει και με παραμέλλει. - Τόρα ήρθες; - Τόρα δά. – Έχεις δίκιο … Το λοιπόν να τι συλλογίζομαι. Ο Σαβαώθ εμένα με αδίκησε, πολύ με αδίκησε. Φαντάσου! Δε μου έδωκε μια μέρα το χρόνο να με μνημονεύουνε οι άνθρωποι. Για τούτο στους άλλους κουβαλάνε τόσα καλά και σε μένα τίποτα. – Για τούτο σκάς! Αμ’ αυτό διορθώνεται. – Πως διορθώνεται; - Άκου που σου λέω γώ, διορθώνεται. Να κάνης μια αναφορά στο γέρο Σαβαώθ και να του ειπής το παράπονό σου. Άγιος δεν είσαι και σύ; Δε δούλεψες και σύ τη χριστιανοσύνη; Σου πρέπει το λοιπόν και σένα μια θέση στο Γιορταστικό. Άμα πάρης και σύ τη μνήμη σου να ιδής πώς θα σε θυμώνται. – Σαν καλά με συμβουλεύεις. Λέει ο άγιος. Μα ποιος να κάμη την αναφορά; - Όσο γιαυτό μη ζαλίζεσαι. Εγώ την κάνω. Και άμ’ έπος αμ’ έργον βγάνει από την τσέπη του μια κόλλα χαρτί, φόρα την πένα και το καλαμάρι, κάθεται και σκαρώνει την αναφορά. Την παίρνει ο άγιος, μια και δυό πάει και την αφήνει στα γόνατα του Θεού. Και’ως τη διάβασεν Εκείνος άναψε από το θυμό του. – Ποιος την έγραψε; Ρωτάει τον άγιο. – Να, του λόγο του. – Έλα κοντά, του λέει. Εσύ την έγραψες; - Εγώ. – Αμ τι είσαι σύ; - Δικηγόρος. – Δικηγόρος!... Και πώς μπήκες εδώ μέσα; Κράζει τον άγιο Πέτρο και τον βάνει στο βρυσίδι. – Κοίταξε καλά, του λέει, στο τέλος μια φορά μου την έφτιασες με το λοστρώμο. Τόρα μου έμπασες το δικηγόρο. Δε μένει άλλο παρά να μπάσης και το Βενιζέλο για να κάνη Μεγάλη Ελλάδα τον Παράδεισο! Πρόσεξε γιατί θα φάς κλωτσιά που δε θα ιδής πούθε παέι η σκάλα. Κάνει νεύμα. Τον αρπάζουν οι άγγελοι το δικηγόρο και τον πετάν έξω από τον Παράδεισο. Τότε γυρίζει ο Σαβαώθ στον άγιο και του λέει - Καλά του λέει, έχεις και κάπιο δίκιο, μα πολύ λίγο. Εσύ για τον κόσμο δεν κάνεις τίποτα. Παραπονιέσαι πως κουβαλάνε στους άλλους. Κάτι καλό βρίσκουν από τους άλλους και τους κουβαλάνε. Για νου ιδούμε φωνάχτε τον Αϊνικόλα. Τρέχουν οι άγγελοι να φέρουν τον Άγιο Νικόλα, φέρνουν γύρα όλο τον Παράδεισο, πουθενά Αϊνικόλας. Πέρασε καμιά ώρα να σου και ο Άγος κι έρχεται καταμουσκεμμένος. Ρούχα του, γενειά του, μαλλιά του έσταζαν θάλασσα. - Που ήσουν άγιε; Τον ρωτά ο Σαβαώθ. – Κάτω στην Μπαρμπαριά αφέντη, λέγει ο γέρος. Κινδύνευε ένα σφουγγαράδικο και πήγα. – Σώθηκε το σφουγγαράδικο; - Σώθηκε. – Κι οι άνθρωποι; - Όλοι. – Βλέπεις τα χασομέρη; Γυρίζει ο Σαβαώθ και λέει στον Κασσιανό. Δουλεύουνε οι άγιοι και γιαυτό ο κόσμος τους θυμάται! Αμ’ εσένα τι να σου θυμηθή. – Κι εγώ δουλεύω, πατερ άγιε. – Τι δουλειά κάνεις; - Μετράω τ’ αφιερώματα που μπαίνουν στον Παράδεισο. Μου βγαίνει η ψυχή κάθεημέρα. Εγέλασε ο Άγιος Θεός με την καρδιά του. – Ας έρθη ο χαρτουλιάρος, διέταξε. Εν τω άμα ήρθε ο Άγιος Ανδρέας μ’ ένα κύλινδρο χαρτί στο χέρι και το ασημένιο καλαμάρι στη ζώνη του. – Γράψε τον κι αυτόν, είπε ο Θεός. – Δεν έχει θέση. Είπε δειλά ο Άγιος Ανδρέας. Εγέμισε ο κύλινδρος. – Στριμωξέ τον όπως όπως σε μίαν άκρη. Από τότε κάθε τέσσερα χρόνια έχει και ο Άγιος Κασσιανός τη μνήμη του. Η αναφορά του έπιασε
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις Ι΄- ΙΕ΄
dc.relation.sourceΑνδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα του γυλιού, εν Αθήναις, 1922, σελ. 108 – 113
dc.relation.sourceindexΔιηγήματα του γυλιού
dc.relation.sourcetypeΒιβλίο
dc.description.bitstreamD_PAA_01377w, D_PAA_01377w2, D_PAA_01377w3, D_PAA_01377w4
dc.subject.legendtitleΑκαμάτης Άγιος
dc.subject.legendΠαράδοση Ιθ 28
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname390903/Άδηλου τόπου


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές