Άγιος Ιωάννης
Ένα μελίσσι βακούφικο (τ’ Αϊ Γιάννη στο Παλιοκάτουνου) γόνεψε κάποτε και πήγε και κόνεψε σε κουφαλερό δέντρο κοντά στο μοναστήρε. Κάποιοι πήγαν και τούβραν. Ήθελαν να το χαλάσουν. Πήραν τσεκούρι κι άρχισαν να κόβουν το δέντρο. Ο καλόγερος άκουσε τις τσικουριές. Άφησε το μοναστήρι και πήγε κει πέρα. – Τι φκειάνετε δω πέρα, ορέ; Το δικό μου μελίσσι χαλάτε; Τους είπε. – Το μελίσσι είναι άγριο, είπαν, στο κλαρί σιαπέρα. Δικό μας είναι αφού το βρήκαμε. Ο καλόγερος δεν είπε άλλη λέξη. Τους άφησε να κόβουν, κι αυτός πήγε πίσω στο μοναστήρι. Παίρει μια τ’χάλη (αγκαλιά) παλιούρα πήγε και τα απίθωσε στην πόρτα της εκκλησιάς και λέει : Αφέντη μ’ Άϊ Γιάννη, αν δε δώκης το θάμα σου, δε σου ανοίγω! Την άλλη τη μέρα ένας από κειούς που χάλαγαν το μελίσσι πήρε τα βόδια του και πήγε στο χωράφι να τα ζέψη. Κεί που τάζεβε, καλά καθούμενα γύρισε το κεφάλι του σιαπίσω. Στραβοντζιανιάστηκε. Έταξε τότε και βόδια κι όλα τα μονοκέφαλα του στο μοναστήρι για να τον γιατρέψη ο Άϊ Γιάννης, αλλά που να γερέψη! Ίσιασε λιγάκι το κεφάλι του, αλλά τι τα θέλεις, έμεινε σακάτης και σακάτης πέθανε
Τόπος Καταγραφής
Αιτωλία, ΆγραφαΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 916, σελ. 577, Άγραφα Αιτωλία, ΛουκόπουλοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
916, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT