Τα φλουριά της κλεμμένης
Κάποτες ήρτασιν κλέφτες και ηύγαν στον Άη Γιώργη της Καταβιάς. Ήταν παναΰρι και στον εμπρός εχόρευκεν κοντάν στον αγαπητικόν της μια όμορφη κοπέλλα με τρείς αρμαθιές φλουριά στο λαιμό. Εκειά που χορέβγασι παρουσιάστηκαν άξαφνα οι κλέφτες στο χοροστάσι και ως είδαν την όμορφη κοπέλλα την άρπαξαν κι επή(γ)αιναν. Εκείνη επροφασίστηκε, πως θα κάμη την ανάγκη της και με τρόπο έκρυψε τα φλουριά της κάτω από μία πέτραν. Σαν ήμπασιν στο καΐκιν τους η κοπέλλα προσευχήθηκε στον Άη Γιώργη κι’ είπεν : «Βο(ή)θα Άη Γιώργη μου να γυρίσω στην πατρίδα μας και με τα φλουριά που ‘χω κρυμμένα να σου κάμω το μοναστήρι σου πιο όμορφο». Ο Άης Γιώργης την εβοήθησε και σε λίγο γύρισε στην Καταβιά και με τες τρείς αρμαθιές της τα φλουριά που βρήκεν εκεί που τα έχωσεν έκαμεν από καινουργής το μοναστήρι τ’ Άη Γιωργιού
Τόπος Καταγραφής
ΡόδοςΧρόνος καταγραφής
1930Πηγή
Αναστ. Βρόντη, Παραδόσεις και Τραγούδια της Ρόδου, Ρόδος, 1930, σελ. 52 – 53, αρ. 72Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Της Ρόδου: παραδόσεις και τραγούδια, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT