Ήτανε, λέει, μια γυναίκα και στη ζήσι τση ζωής τση δεν ηβάλενε μεσ’ στο σπίτι τζη ζηθιάνο. Άλλο τίποτα δεν έκανενε μέρα νύχτα παρά να λεη: ω, Χριστέ μου και να σ’ έβλεπα, ω, Χριστέ μου, και να σ’ έβλεπα. Ένα βράδυ ο Χριστός την ενείρευψενε λέει: τη τάδε βραδυά θα ‘ρθω να με ‘δης. Απ’ ότι τση ‘πενε ευτό ήπιασε πια κ’ ήβαλενε χάμαι χαλιά κ’ ήστρωσενε. Εκεί ήρθεν ένα γεροντάκι τση λέει να κοιμήθη εκεί γιατί δεν είχε μέρος να κοιμηθή. Χριστιανέ μου, λέει εγώ περιμένω το Χριστό. Την άλλη βραδυά λοιπό πάει με τη μάννα dου σα ζητιάνα και δεν την εδέχτηνε, την ήδιωξενε. Αυτή λοιπό το βράδυ του λέει: Χριστέ μου, λέει, καμένη τη μια μόνος μου και την άλλη με τη μάννα μου κ’ εσύ δε με εδέχτηκες. Και καλά ο Χριστός είναι ο φτωχός, ο ζητιάνος και πρέπει να τόνε δεχτής.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 163 – 4, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT