Τον παλιό καιρό τους χαλάγανε τους γέρους. Σα φτάνανε καμμιά εξηνταριά χρονώ, τους πηγαίνανε σ’ ένα γκρεμό και τους πετάγανε. Κάποιο παιδί τον αγάπαγε τον πατέρα του και δεν ήθελε να τον χαλάση κι’ έπιασε και τον έκρυψε στο κατώγι. Μια μέρα βγάνει ο βασιλιάς μια διαταή να του πάνε μια φορτωτριχιά καμωμένη με άμμο, αλλοιώς να πλερώση τόσα ο καθένας. Πάει το παιδί στο σπίτι του συλλοϊσμένο. Τόνε ρωτάει ο πατέρας του «Τί έχεις; - Τί νάχω, που είπε ο βασιλιάς να του κάνουμε με άμμο μια φορτωτριχιά και να του την πάμε. Γένεται τέτοιο πράμα; - Μη σικλετίζεσαι, παιδί μου. Να πας αύριο το πρωί και να του πης να σας δώση μια πήχη δείγμα για να ιδήτε πώς θα την κάνετε την τριχιάν» Πάει το παιδί την άλλη μέρα, λέει του βασιλιά «Βασιλιά μου, να σου κάνουμε την τριχιά, μα να μας δώσης μια πήχη δείγμα, να ιδούμε πως τη θέλεις. – Μώρ, κάποιο γέρο έχουτε κρυμμένο και σας ορμηνεύει, λέει ο βασιλιάς. Για φέρτε τον εδώ.» Πάει, βγάνει το γέρο απ’ το κατώγι, κι’ από τότε δεν τους χαλάγανε πια τους γέρους.
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΓρίζιRecording year
1939Source
Αρ. 1378 Β, σελ. 44, Γ. Ταρσούλη, Γρίζι Πυλίας, 1939Collector
Source index and type
1378 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT