Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΔέφνερ, Μιχαήλ
dc.coverage.spatialΚρήτη
dc.date.accessioned2016-01-15T11:06:00Z
dc.date.available2016-01-15T11:06:00Z
dc.date.issued1918
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/291630
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΔια το χωρίον Νίμβρος των Σφακίων της Κρήτης υπάρχει η παράδοσις. Δια τους πρώτους συνοικιστάς του χωρίου τούτου, τους Πατακούς, σώζεται η εξής παράδοσις, την οποίαν μου ανεκοίνωσεν και αυτήν ο φίλος κ. Σπυρ. Βαρδάκης, όστις κατάγεται απ’ αυτήν την οικογένειαν. Ήσαν μια φορά σ’ ένα νησί κοντά στην Πόλι εφτά αδερφοί. Την εποχή και τον τόπο που ζούσαν δεν λέγει η παράδοσις. Η κακή τους μοίρα τους έσπρωξε να κάμουν έγκλημα στον τόπο τους. Τι λογής έγκλημα έκαμαν, δεν ξέρομε. Ίσως να ήταν πατριωτικό, ίσως να τ’ ώκαμαν από εκδίκησι. Τέλος πάντων δια το έγκλημα αυτό καταδικάσθηκαν εις φούρκισμα από τον Σουλτάνον, γιατί η πατρίδα τους είχε σκλαβωθή από τους Τούρκους. Από μέρα σε μέρα περίμενεν ο κόσμος να κρεμάσουν τα εφτά αδέρφια σε μια ημέρα. Το πράγμα έφτασε και στ’ αυτιά της Σουλτάνας. Η Σουλτάνα είχε την περιέργεια και εζήτησε να τους ιδή. Είχαν φαίνεται βγάλει όνομα, πως ήσαν άνδρες ωμορφοκαμωμένοι και σωστά παλλικάρια. Έγεινε το θέλημά της και οι εφτά αδερφοί, δεμένοι χειροπόδαρα και με μεγάλη συνοδία, επήγαν μπροστά της να τους δη. Η Σουλτάνα, λέγει η παράδοσις, ως τους αντίκρυσε έμεινε καταμαγεμένη από το περήφανο και θεωρατικό τους παράστημα και από την γλυκάδα του προσώπου των. Όλη τους η κορμοστασιά και το ανατράνισμά των έδειχνε πως δεν ήσαν άνθρωποι γεννημένοι δια κακούργοι, αλλά θύματα της στραβής τύχης. Όλα αυτά έκαμαν τη Σουλτάνα που φαίνεται να ήτανε ψυχόπονη, να τους ευσπλαχνιστή και να ζητήση απ’ το Σουλτάνο, να μην τους χαλάση. Του λέει του Σουλτάνου: «Σουλτάνε μου πολυχρονεμένε και δοξασμένε μου βασιλιά, μια χάρι θα σου ζητήσω και να μη μου την αρνηθής! Είναι αλήθεια μεγάλη η χάρη αυτή, μα η καρδιά του Σουλτάνου είνε μεγάλη και γεμάτη από ευσπλαχνία δια τους ανθρώπους του βασιλείου του. Σουλτάνε μου, αφέντη μου, να μη τους χαλάσης. Έιναι κρίμα από τον Αλλάχ, τέτοια θεωρητικά και ωμορφοκαμωμένα παλληκάρια να τα φάη τώρα το μαύρο χώμα. Βασιλιά μου, η καρδιά μου κρυφολέει και το πιστεύω, πως είνε αδύνατο, τέτοιοι άνθρωποι να είνε κακούργοι. Και να ακόμη, οι κριτάδες τους εδικάσανε και βρήκανε πως είχαν κάμει κακούργημα, ένας Θεός ξέρει, σε ποια δύσκολη θέσι τους έφερεν η τύχη να το κάμουν, χωρίς αυτοί να το θέλουν. Ας τους κρίνη ο μέγας Αλλάχ! Ο Σουλτάνος από τους τόσο συμπονετικούς αυτούς λόγους της Σουλτάνας του, που είχε δι’ αυτήν ξεχωριστή αγάπη, εσυγκινήθη, και χάρισε τη ζωή σ’ αυτά τα εφτά αδέρφια, αλλά με τη ρητή διαταγή να φύγουν από την πατρίδα τους μακριά, μα πολύ μακριά από αυτήν και να μη ξαναγυρίσουν πλια, να μην ακουσθή πλια η ύπαρξί τους. Ένα τουρκικό καράβι τους επήρε, εταξείδεψε μέρες και νύχτεςς με άγριες θαλασσοταραχές και τρομερές αντάρες και φτάνει στην Κρήτη, στο λιμανάκι του Λουτρού των Σφακίων κι εκεί τους ξεμπαρκάρει. Μα πως ήταν μπορετό να ζήσουν εκεί άνθρωποι δίχως εργασία; Έπρεπε να εργαστούν και δια να εργαστούν να πάννε μέσα σ’ αυτή την ορεινή επαρχία να ιδούν τι θ’ απογενούν, έπρεπε να ζητήσουν εργασία! Εξεκίνησαν μια μέρα και με την ασάλευτη απόφασι έφτασαν στο μέρος που είναι τώρα χτισμένο το χωριό «Νίμπρος».Εκεί τότε δεν υπήρχε τίποτε, κανένα σπίτι, παρά μονάχα μερικά μητατόσπιτα των βοσκών. Εμπήκαν βοσκοί στο μέρος αυτό κι έμειναν αυτού από κει και ύστερα. Είχαν ανάγκη από πηγάδι κι άνοιξαν πηγάδι, το πρώτο πηγάδι που ανοίχτηκε στην Νίμπρο. Ύστερα από το πηγάδι έχτισαν καλύβια και έγειναν πλια νοικοκυραίοι σ’αυτόν τον τόπο και παντοτεινοί κάτοικοι και συνεδέθησαν δια γάμων με τους γυρωχωρίτες. Αυτοί τους νέους γειτόνους των τους παρωνόμαζον Τσουνίδες. Ένας από αυτούς τους εφτά αδερφούς έκαμε πέντε υιούς. Επειδή αυτά τα πέντε παιδιά έγειναν άνδρες ζωηροί και πολύ δυνατοί και δεν ήθελαν ποτέ τους να χάσουν από το δίκαιο τους, πατάσσοντες τους εχτρούς των, μετωνομάσθησαν Πατακοί, όπως λέγει η παράδοσις. Οι Τσουνίδες λοιπόν και οι εξ αυτών Πατακοί είνε κατά την παράδοσιν οι πρώτοι συνοικισταί του χωρίου Νίμπρου και το πρώτο πηγάδι, που ανοίχτηκε σ’ αυτό το χωριό, ανοίχτηκε από τους Τσουνίδες. Από το πηγάδι αυτό εσέρνανε το νερό τους οι Τσουνίδες και οι Πατακοί και σέρνουν ως τη σημερινή ημέρα όσοι κατάγονται από αυτούς από αρσενικό.
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις Α΄- Θ΄
dc.relation.sourceΜιχαήλ Όθων, Δέφνερ, Οδοιπορικαί εντυπώσεις από την Δυτικήν Κρήτη, Αθήναι, α.ε., σελ. 121 – 123
dc.relation.sourceindexΟδοιπορικαί εντυπώσεις από την Δυτικήν Κρήτη
dc.relation.sourcetypeΒιβλίο
dc.description.bitstreamD_PAA_00240w, D_PAA_00240w2, D_PAA_00240w3
dc.subject.legendΠαράδοση Γ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname6697802/Κρήτη


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές