Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΜαδιάς, Γεώργιος
dc.coverage.spatialΧίος
dc.date.accessioned2016-01-15T11:05:53Z
dc.date.available2016-01-15T11:05:53Z
dc.date.issued1919
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/291497
dc.languageΕλληνική - Λόγια ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΟι παλληκαριές του Ψειρή. Ο παππούς μου ο συγχωρεμένος τον χειμώνα που καθούμειθε στην ποιροστιάν και είχαμεν κούτσουρα και φουφούλιζεν η φωτιά παρακουλάσαμεν να μας πη καμμιάν ιστορίαν. Ένα βράϋ μας είπεν τις παλληκαριές του Μιχάλη του Ψειρή. Ήταν παιάκια μου εδώ στο χωριό μας ένας παλληκαράς που τον λέανε Ψειρή. Λέαν πως ήταν ανδρειωμένος και είχεν από πίσω στον πισυνόν του κωλοράϊ. Αλλά οι παλληκαριές του δεν ήσαν της ωφελείας. Η πρώτη προστυσά ήτο που πήρε ένα παιϊ και πήα για μανίτες μέσα στην Αστρακιά και αφού παιάκια μου το ντρόπιασε το σφαξε και το χωσε μέσα στα πευκοτσίγγηνα. Η δέφτερη του παλληκαριά ήτα που ρθε αφ τα Καρδάμυλα ο Τυραντζής ο Σουρφανάς οπού βρεν άϊκον θάνατον. Ήρθε στο χωριό να πωλήση σκωλάρια και βραχιόλια και αφού τα πούλησε εζήτησε να του παν αγώϊ. Το αζώπεόν του φαίνεται πως τον επείραζε. Εφανερώθη ο αφές του Μιχάλη και του λέει «εώ σε πάω». Ότι εσυϋρίζουνται να τον παν , να και ο Μιχάλης και του λέει. «Καλέ, αφέ, αφές με να τον πάω εώ. Αί! Αν τον πας Μιχάλη, να! Έφτυσα! Μην σε μέλει, αφέ ως να λειώση το σάλιο σου, θα ρθω. «Αί! Φουκαρά Σουρφανά! Ήντα νύωντο είες απόψι. Τον καβαλλικέβγει στο μουλάρι και φεύγαν για τα Καρδάμυλα. Για δε ήντα σοφιστή ο Μιχάλης. Μόλις πάτησα στο Καρδαμυλίτικο χώμα τον κατήασε αφ το μουλάρ και τον έσφαξεν από τον κούτικαν και για να ευχαριστειέται πιον καλά του άφηκε το λαρούγγι το άσφακτο. Ύστερα έκατσε στο μουλάρι και πήε στο χωριό. Λέει του ο πατέρας του «κάτι γρήορα, Μιχάλη; - Ετσίτωνα το μουλάρι και πήα γρήγορα». Το βράϋ εγύριζα και κούαν τον αναβρασμόν του λαρουγγιού του Σουρφανά. Επέρασαν αφ το χωριό και είπαν στους Αμαδιανούς ότι εις της Αλκεριάς το ρασσίι (ραχίδιον) έχουν έναν άνθρωπον σφαμένον. Τρίτη παλληκαριά του Μιχάλη είν’ και τουτηνά. Επήαινε στου Νικολά που σαν τα βούδια στολισμένα και κόβγε από πάνω αφ τον βούν ένα αλάκαιρο μερί και το άλλο βούι έμενε. Έβγαινε από πάνω αφ την Σιληνάγρα που είν ένας ψηλός κρεμός και φώναξε «έχω καλόν κρέας, πέντε σαραές η οκά». Αφού βλέπουν οι άνθρωποι πως ο Μιχάλης επήαινε πάντα στο κακό , επήαν και τον σωτονάραν στους Τούρκους. Ήρχουνται οι ζανταρμάδες (οι χωροφύλακες) και άφτα πηαίνα κοντά του του λέαν «να προσκυνήσης Μιχάλη, και θα σε κάμωμεν μεάλον άθρωπον». Ο Μιχάλης ήθε να βγάλη την μαχαίρα να την ακονά απάνω στις πέτρες και να φοερίζη τους Τούρκους πως θα τους μακελλέψη και φοούντα και έτσι ο Μιχάλης έμενεν απίαστος και κάμνε τα δικά του θελήματα. Ο Μιχάλης ήτα ραβωνιασμένος την Καλήν του γέρω Κωστάκι. Μα λέσιν πως ήτον πολύ όμορφη κοπέλλα. Αλλ’ άμα είε (είδε) ο γέρων Κωστάκις εφοήθη να μην του τη ντροπιάση, εσήε και την έχωσε στην μεάλην Πέτραν μέσα σε μια σπηλιά. Τότε ο Μιχάλης αφ το θυμόν του έϊνε (έγινε) σκυλί. Έαλε (έβαλε) στον νουν του να κάψη το χωριό. Ένας γέρων παππάς εμάζεψε όλους τους χωριανούς, που σαν σκορπισμένοι στο όξω χωριό, στα Σπίτια, στην Κουκουναριά, στο Στρογγυλό, στων Φωτεινιάων, στην αγίαν Ερήνην, και καμάν συνέλευσι πώς θα μπορέσουν να καταχωνιάσουν τον Μιχάλη. Σηκώνεται κάποιος και λέει «η Καλή να ρθη εώ (εδώ) να της παραγγείλωμεν πώς θα φερθή στο Μιχάλη». Μα ο αφές της κακά τ΄άκουσε άμα ρθη η Καλή σαν πού είναι θυμωμένος ο Μιχάλης θα την σφάξη σαν τ’ αρνί Αμμέ! εώ (εγώ) λοαριάζω να πα δυο συστατεμένοι άθρωποι και ευ μαζί να πούμεν στον Μιχάλη πως θα του δώσωμεν την Καλήν με τον όρο απόξω αφ την αγίας Κυριακή όξω από την πόρταν πόχει το σκάλωμα ν’ αφήση τ’ άρματά του. Έτσι τόπα και θα το καμαν. Έφυαν οι δυο και ο πεθθερός του να παν να βρουν τον Μιχάλην να του το πουν. Στο μεταξύ οι άλλοι απαντέχα για να δουν τι θα τους πει ο Μιχάλης. Πήαν στο λημέριν του τον βρήκαν και του το παν ότι θα του δώκουν την Καλήν με μια συμφωνία να ‘φήκη τ’άρματά του, μα ύστερα λέει, «αφού θα πάρω την Καλήν, τ’ αφήνω» Το πιάσιμο, το στεφάνωμα και ο σκοτωμός του Μιχάλη. Καταχαρούμενοι οι προεστοί του χωριού φαίνουν ένα τρέχινον τσουάλι, που θα ράψουν το τσουάλι και τα άλλα χρειαζούμενα. Ήρθε η μαύρη βραδειά της Κυριακής και η όμορφη κοπέλλα, η Καλή, στολισμένη την πηαίναν να την δώσουν πεσκέσι στον Μιχάλην. Ο Μιχάλης σαν θυμωμένο θεριό επάντεχε την Καλήν του. Ήρθε η ώρα όλο το χωριό εμαζεύθηκε αρματωμένο με πλατηνάρια για να ξεβγάλουν τον φονιά. Πρώτα πααίνει ο παππάς και του λέει. «Μιχάλη, να χης την ευχή μου. Όλο το χωριό θα ρθει στους γάμους σου και στο ξεφάντωμα σου, μόνο δος μου τ’ άρματά σου να τα βάλω στο σκαλοπάτι». Ο Μιχάλης λέει «πρώτα να δω την Καλήν μου και ύστερα». Πααίνει ο γερο παππάς, παίρνει την Καλήν στολισμένη σαν Γιαλούα και την φέρνουν στον Μιχάλη. Τότε ο Μιχάλης δίει τ’ αρματά του στον παππάν. Κι αμέσως τους σταίνει στο μέσον της εκκλησίας κι αρχίζει να τους διεβάζη. Σαστισμένος ο Μιχάλης αφ την χαρά του δεν πρόσεξε ήντα θα του κάμουν οι χωριανοί του. Πρώτος ο πεθθερός του εμούνταρα και τον ήρπαξε αφ τα χαμνά, άλλος έτοιμος με το ξύλο του κτυπά στο κεφάλι, άλλο του βάλλει την θελειάν στο λαιμό άλλοι του δένουν το χέρια οπισθάγκωνα. Μη ρωτάς την χαρά των. Αφού τον βαλαν στο τσουάλι, όλη τη νύχτα ξεφαντώναν με τες λύρες και τα βιολιά και κάμαν διαφορετικό τον γάμον του Μιχάλη. Το πρωί ξεκινούν όλοι να παν να τον ανίξουν στην Κακοδιεβασάν. Μ’ άμα τον πήαν στον Αϊ Γιώργιον, πιάνει χαλάζι μεάλο σαν καρύδι. Τον πηαίνουν μέσ’ την εκκλησίαν. Οι μισοί ελέαν να μην την χαλάσουν, οι άλλοι μισοί έλεαν, «βρε παιδιά, να μην το χαλάσωμεν, μα θα χαλάση αφτός το φαϊ μας». Ο Μιχάλης μέσα αφ το τσουάλι τους λέει. «Προεστοί των Αμάδων, που θα με πάτε και μ’ έχετε μέσα στο τσουκάλι. – Εσκέπτημεν, Μιχάλη να σε στείλωμεν μ’ ένα καϊκι στην Ανατολή. – Σκυλιά, και γυρίσω όλους θα σας σφάξω». Λεν οι άλλοι των αλλωνών. «Ακούτε τον Μιχάλην μεσ’ στο τσουάλι τον έχομεν και μας φοβερίζει, αν μαν εβγή, βοή στην μοίρα μας βοή στο ριζικό μας». – Αϊ, δίκαιον έχετε, παιδιά, για σηκώνετε να φεύγωμε». Τον σήκωναν και τραγουδούσαν και τον πήαιναν στο λημέρι. Έπειτα του δωκαν με σκάλλα ν μαζί και πήε στην θάλασσα και επνίη. Από τότε, όταν καμμιά μάννα καταρησθή του παακιού της, του λέει «Να σε ω, παιάκι μου, στου Ψειρή το λημέρι στην Κακοδιεβασά»
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις Α΄- Θ΄
dc.relation.sourceΑρ. 500, σελ 2- 5, Μαδιάς, Γεώργ., Χίος
dc.relation.sourceindex500
dc.relation.sourcetypeΑρχείο χειρογράφων
dc.description.bitstreamD_PAA_00106w, D_PAA_00106w2, D_PAA_00106w3, D_PAA_00106w4, D_PAA_00106w5, D_PAA_00106w6, D_PAA_00106w7, D_PAA_00106w8
dc.subject.legendtitleΠαραδόσεις εκ Καρδαμύλων της επαναστάσεως του 22.
dc.keyword.dateΕπανάσταση του 22
dc.subject.legendΠαράδοση Α
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname259970/Χίος


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές