Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 4510
Κάθε αρχή και δύσκολος
(1929)
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Είχα του πιδί μ' κ' είχα d' ζουή μ' έψηνα τα πένd' αυγά κ' έτρουγα τα τέσσιρα κι απου τ' άλλου του μ 'bσο
(1915)
Ερμηνεία: Επί εγωϊστών μη δισταζόντων και τα ίδια τέκνα να εκμεταλλευθώσιν χάριν της ατομικής των ευζωϊας
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Τα σφύριξε
(1924)
Απέθανε
Στειλιάρη αξεφλούδιστο είναι
(1924)
Στέκω στ' αστάσλια.
(1921)
Σαν Τούρκοι (ηύξηνταν)
(1922)
Ερμ. Επί προώρου αναπτύξεως πτηνών, ζώων κλπ.
Γερός (είναι) σαν τ' άλογο τ' Αλεξάνδρου
(1877)
Ερμηνεία: Απάντησις επί ερωτήσεως περί της υγείας ακούντος προσώπου, διαισθάνουσας ότι έχει καλής, ως τον περιοώνυμων Βουκέφαλον
Άσπαρτα και αθέριστα, πόσα μόδια γίνονται;
(1910)
Επί πραγμάτων αδυνάτων
Ντο εν του καμελίν ορθόν να έτον και η γούλα αθε;
(1881)
Ερμηνεία: Επί ελαττώματος εκείνου, όστις ουδέν προτέρημα έχει
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1958)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Έστραψι και βρόντιοι
(1889)
Δέσε με εδώ και λύσε με εκεί
Κατά διόρθωσιν: Λύσε με απ' εδώ και δέσεμε εκεί
Έχ' η τρίχα ήσκιου κι του μυρμήγης χουλή κη μύγα σπλήνα
(1918)
Ερμηνεία: Και ο καθενέστερος πιεζομένης δύναται να χάση την υπομονήν του ή και τα ελάχιστα ενίοτε πολλά δύναται
Ερκώθης που τον άρκονταν δήννει σε που την γλώσσαν
(1954)
Εχρεώθης απ' τον πλούσιο, σε δένει από την γλώσσα
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1963)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς
Αρτςβούρτς τα λάχανα κι μπάλα τα ζουγκάρια
(1914)
Σημ. ζουγκάρι = είδος λαχάνου
Οι απεθαμμένοι με τς απεθαμμένους και ζωντανοί με τς ζωντανούς
(1903)
Ερμηνεία: Επί των εκ πένθους μη συμμετεχόντων της κοινής ευθυμίας
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
, ο bαbάς σου; Λέει ο Δεσπότης. Λέει: Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα. ασκηστής = ασκητής, dίοτα = να πουν κάτι, κιού κιού κιού = με το πες πες, Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα = απο...
Από του μπέη τα λαγωνικά κι από του Μωάμεθ τη φοράδα
Ερμηνεία: Ειρωνικώς. Παρεμφερούς Αρχ. Ευγενέστερος Κάδρου. Εξ' Στεοβουτάδων έλκει το γένος. Και : Il est du cote d' Adamo il se croit de la sote d' Adam...
Τα Νικολοβάρβαρα
Τον Δεκέμβριον, πλησίον της χειμερινής τροπής (9 Δ/βρίου) εκσπούν θύελλαι από όλας τας διευθύνσεις, στερεούμεναι τελικής ως καλαιγίγοντας Β και ΒΑ ανέμους...
Σαράντα φας, σαράντα πιης, σαράντα μετανώσης
(1876)
Την εορτή των αγίων 40 μαρτύρων, 9 Μαρτίου...
Παίναε τον καλό, να γίνη καλύτερος παίναε τον κακό, να γίνη χειρότερος
(1952)
Επηρεασμένος από τη Βίβλο...
Παροιμ. 9, 8...
Παροιμ. 9, 8...
Τσ' εννιά του Μαρτιού, είτε σκύλος κούντουρος στ' αμπέλι
(1952)
Ερμηνεία: Στις 9 του Μάρτη είναι πια αναπτυγμένα τα μπουμπούκια τ' αμπελιού, και το παραμικρό πέρασμα τα βλάφτει, είτε= ούτε (πολύ συχνό στα κεφαλονίτικα), κούντουρος= με κομμένη ουρά...
Ευρήκες τον άγιον σου νάψης το τζερίν σου
(1956)
Δηλοί ότι πολλάκις καταφεύγομεν εις τα πλέον αναρμόδια πρόσωπα δια να επιτύχωμεν κάτι που επιθυμούμεν...
Ν. Γ. Κυριαζής, Κυπρ. Παροιμ., σελ. 11, λήμμα αγία, αρ. 9...
Ν. Γ. Κυριαζής, Κυπρ. Παροιμ., σελ. 11, λήμμα αγία, αρ. 9...
Από μικρόν ως μεγάλο
(1876)
Α' βάση 5, 9, 30, 2, 19...
Είναι στ' Αμήν
Εγγύς του τέλους είναι τι έφτασα στ' αμήν, βρίσκομαι στο αμήν, εις το τέλος, 9η τινές αλογιώτερη λέγουν: είναι στο νύν και αεί=περί το τέλος)...
Άντρα θέλου 'γω το βράδι τσ' ας μην έχη ο λύχνος λάδι
(1908)
Πρβλ. Πολ. Εν λ. Αρ. 9...
Μαύρο είναι το χαβιάρι, μα πουλιέται στην αγγιά, άσπρο είναι και το χιόνι, μα πετιέται στην κροπιά
(1918)
Ερμηνεία: Μη κρινε εκ της εξωτερικής όψεως και μόνης...
Η ογγιά = υποδιαίρεσης (το 1/16) της λίτρας = 9 δράμια...
Η ογγιά = υποδιαίρεσης (το 1/16) της λίτρας = 9 δράμια...
Ένα καί στόν αγκαθό καμένο
(1958)
Ο αγκαθός = γωνιά ψωμί, αγκωνή. Σάν τό ψωμί, πού καίεται στήν αγκωνή του. Μιά γυναίκα έψησε, έκανε 9-10 ψωμιά. Μιά γειτόνισσα έρριξε 1 δικό της ψωμί στό φούρνο. Εκείνη μέ τά 10 τά 'βγαλε εν τάξει. Εκείνη μέ τό 1 είπε: “Ένα καί στόν αγκαθό καμένο...
Εν έππεσεν ο ζάχαρις 'ς το νερόν
(1924)
Ουδεμία ανάγκη σπουδής. Κυρ.: δεν έπεσεν η ζάχαρις 'ςτο νερόν, ώστε να είναι φόβος, μήπως λειώση αμέσως και επομένως να είναι ανάγκη μεγίστης σπουδής. Ανάλογος την σημ. η ανωτ. π. εν λ. άνεμος “Εν επήρεν ο άνεμος ταγκάλια” ΣΚ. Β' 278, αρ. 9...
Ίσα Γιάννης, ίσα Χασάνης
(1923)
Βεν. Παρ. 117 Ι 9...
Εν τω ναώ εργάζεστε, εν τω ναώ τραφήσεστε
(1952)
Αργοστόλι. Φράση από τις επιστολές του Παύλου (Α' Κορινθ. 9, 13). Ερμηνεία: Όπου δουλεύει κανείς, εκεί έχει και το δικαίωμα να ζητή τη συντήρηση του...
Από τσ' Αγίας Άννας, αξαιν' η μέρα νιά γατοπατησιά
(1952)
Δηλαδή, από τις 9 Δεκεμβρ....
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Αξαίνω (αυξάνω), μεγαλώνω...
Νιά = μιά (πολύ συνηθισμένο στην κεφαλονίτικη γλώσσα)...
Σαράντα αγίοι ήτανε, κι' ο καθένας έκλαιε τον πόνο του
(1952)
Ίσως από τους αγίους Σαράντα (9 Μαρτίου)...
Σαράντα φάει, σαράντα πιε, σαράντα δώσε για την ψυχή σου
(1877)
Ερμηνεία: Λέγεται εις τας 9 Μαρτίου, εορτήν των Τεσσαράκοντα μαρτύρων...
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Ας αϊ Γιώργη το σουγκάτο (σφουγγάτο) παλαλού γιένεν (εκόστισε ακριβά)
(1937)
Επί των δαπανούντων πολλά ευτελή πράγματα
Τόταξι λαγούς μι πετραχήλια
(1915)
Άγιον τάξον και μωρόν μη τάγης
(1928)
Αγίου τάξε και μωρού μη τάξης.
Κερ. Επί επιμόνου και οχληράς απαιτήσεως μικρού παιδιού προς εκπλήρωσιν δοθείσης υποσχέσεως.
Τάξεως και μη δόσεως και ποτέ κακό δεν παθαίνεις
(1910)
Τάζω= υπόσχομαι
Τάξιμον, τάξις= υπόσχεσις
Περί εκείνου όστις φρόνιμης ποτών τάζει, δηλ. υπόσχεται, αλλά δεν δίδει και είναι πάντοτε κερδισμένος.
Τόταξι λαγούς μι πετραχήλια
(1915)
Σαν εν ταιριάζαμε εν συμπεθεριάζαμε
(1919)
Επί αναλογίας.
Κατουτημένα κι ακατούρητα
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Δέ δίν' ούτε φωτιά
(1913)
Η ούτε τή θέρμη του. = είναι πολύ φιλάργυρος
Άδεια είχε το μουνί και μάζωνε αγγάρεια
Ερμηνεία: Επί των αέργων των εις άχρηστα ασχολουμένων