Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 206
Ένας λουλός ρίχιν d' πέτρα μεσ' του πγιάδ' κι δέκα γνούσ'κοί δε μπουρούν να dη βγάλ'
(1876)
Ερμηνεία: Επί σφαλμάτων ενός, τα οποία πολλοί ύστερον εργαζόμενοι δεν ημπορούν να επανορθώσουν
Από του Σταυρού ίσα με τ' Άη Νικήτα έχ' η καλή (κακή) νοικοκυρά σύκα
(1876)
Ειρωνικός, 14/9 – 15/9 ή όλον τον χρόνον...
Σαράντα φας, σαράντα πιης, σαράντα μετανώσης
(1876)
Την εορτή των αγίων 40 μαρτύρων, 9 Μαρτίου...
Από μικρόν ως μεγάλο
(1876)
Α' βάση 5, 9, 30, 2, 19...
Εκ των αρχόντων η αναρχιά
(1876)
Είν' όλο μύτη και πορδή
(1876)
Γή όρτσα, γή πόζα
(1876)
Άρατα θέματα, κουκκιά μαειρεμένα
(1876)
Άρρητα αθέμιτα
Σχολάσατε και γνώτε
(1876)
Σχολάσατε ή γνωρίσατε το θέλημα του Θεού
Ο άσωτος υιός!
(1876)
Γραφές μαζώνει
(1876)
Είναι ετοιμοθάνατος
Ζυάζ' από τις αλαφριές
(1876)
Αλαφροκρατεί
Ως πρόβατον επί σφαγήν
(1876)
Σ' ένακαζάνι βράζομεν
(1876)
Τσουκάλι
Κι' από νουν, του σαργού
(1876)
Έχει νουν κι' ανανού
(1876)
Ο αρρωστημένος είναι σαν το μωρό
(1876)
Παράξενος
Ένας, καένας!
(1876)
Αέρα βγάλλουν οι στεριές
(1876)
Στον ατζαμή πάει το χαρτι
(1876)
Ήβγεν ασπροπρόσωπος
(1876)
Ιστορ.
Κάνει σαν ασκί
(1876)
Λες λες και τίποτι δεν λες
(1876)
Αμάλαος κι' ασκόνιστος
(1876)
Μόνο μόνο θέλει κι όλα
(1876)
Κάθε πράμα στην αρχήν του
(1876)
Παιδιόθεν
Πουλεί γουρούνι στ' ασκί
(1876)
Όγοιος πεινα, δεν τραουδεί
(1876)
Ήδωκεν τόπον τη οργή
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο καιρός οδηγός
(1876)
Ο Θεός μαντινιέρει τ' αρφανά
(1876)
Πιό άσκημος από τον διάβολο
(1876)
Ασκίν γεμάτον αέρα
(1876)
Υπερήφανος
Εβγήκεν ασπροπρόσωπος
(1876)
Μυθ. Με γιαούρτι
Σκίσου γη σαράντα οργυιές
(1876)
Κάλλιον οπού τον αποκλαίν
(1876)
Οπού = εκείνος ον
Χαρά στον οπού τον αποκλαίν
(1876)
Κάθε αρχή 'ναι δύσκολη
(1876)
Επήραν κι' εδώκαν
(1876)
Εναλλάξ
Κά κι ασαράντιστος είσαι;
(1876)
Και δεν εισέρχεσαι;
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(1876)
Παραγγελιά καί βερεσέ
(1876)
Ανέκδοτη
Κάλλιον αργά, παρά ποτέ
(1876)
Που νιάζει, ξενιάζει
(1876)
Σκούφος άσπρος κι άσπρος σκούφος
(1876)
Παπά Χαζής γη...
Μη πεποίθατε επ' άρχοντας
(1876)
Σαρέντες, κουρέντες
(1876)
θέλει νουν κι' ανανού(ν)
(1876)
Ήμπεν κι' ήβγεν
(1876)
Δηλαδή εμεσολάβησε
Άσκημον πράμα και καλός φόρος
(1876)
Εμπόρευμα , αγορά
Ήρτεν εις το νυν και αεί
(1876)
Η αρχή ν' όλον το παν
(1876)
Άσκημος σαν την κακήν του μέρα
(1876)
Άσκημη ...
Μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων
(1876)
Γη παθός, γη γιατρός
(1876)
Την αυγήν το μεσημέρι
(1876)
Ειρωνικά
Άπο τον Άδη αξαργεί
(1876)
Ετοιμοθάνατος. Γραφές μαζώνη
Στον ατζαμή πάει το ψάρι
(1876)
Δεν έχει μάτια να τον δη
(1876)
Άσπρο χαρτί, μαύρο μελάνι
(1876)
Άτεχνος κακόμοιρος
(1876)
Ασκημοφόρει και μην εργάς
(1876)
Εργώ = ριώ, ρίγος
Αν δεν αστράψη, δεν βροντά
(1876)
Μήδ' αρχήν έχει, μηδέ τέλος
(1876)
Άσκημη μικρή κι όμορφη μεάλη
(1876)
Δεμ βοηθούν πιόν κι οι άγιοι
(1876)
Τό πλύμα κάνει πρίσμα
(1876)
Βλάπτει
Τό πλύμα γεννα πρίσμα
(1876)
Βλάπτει
Σύρτα φέρτα
(1876)
Των καλών η συντροφιά (κολλιά) παντοτεινό στεφάνι, των κακών η συντροφιά μηδ' ήτο, μεδ' εφάνη
(1876)
"Στυππείον συνηγμένον συναγωγή ανόμων και η συντέλεια αυτών φλόξ πυρός" Σοφ. Σιρ. κα' 9 ώδε το διηγ. των 3 ληστών της Γερμανίας....
Όπου δουλεύγει βασιλιά, έχει τιμήν και ρόα
(1876)
Μισθόν
Όγοιος τ' άστρα (;) λοαριάζει, νηστικός πάντα πλαγιάζει
(1876)
Άστρα ; ίσως λάθος αντί άσπρα