Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 102
Αρχή ωδίνων
(1914)
Δέ δούδει ένα πράσινο φύλλο
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν φιλαργυρίας
Τσοι κόφτει δίχως κουμέρκι
(1892)
Σημείωση: Γιουμρουκ = τελωνείον, ουτί του τελωνειακού δασμού
Κατέχει τον άμπακο
Καλούτση, Συλλογή Κυθήρων, Πανδώρα ΙΒ, 287)
Δεν έσμιξαν τα άστρα των
(1892)
Ερμηνεία: φέρεται επί των διχονούντων αδιαλειπτης
Δεν καταδίνω τα ποδαρικά μου
(1880)
Ήγουν τους μουστερίδες μου
Έχει αρχονταρρώστια
(1892)
Απευθύνεται προς τους μεγαλοποιούντες και την ελαχίστη αδιαθεσίαν
Έπιασε από τον καφά την κατσούλα
(1892)
Ερμηνεία: Εμέθυσε
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1919)
Απ' άσπρου τον έκαμε
(1919)
Τον εξηυτέλισε, Κονδυλάκης
Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς
(1914)
Εβρ. Ζ. 26
Εβγήκε ασπροπρόσωπος
(1892)
Ερμηνεία : Ανεδείχθη νικητής κ' αθώος
Κόβει λούρδες
(1892)
Πάει ντρέττα σαν τ΄αγκίστρι
(1892)
Σημείωση: Dειttα (ιταλ.)=ευθέως-αλληγορικώς
Κόβει τσούκους
(1892)
Ερμηνεία: Ψεύδεται μέχρι του απιθάνου
Είναι στάκτη στα μάτια
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί των πεπρωμένων να δελεάσωσι τινα αντί ευτελούς αντικειμένου
Σύρτα φέρ' τα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί αεναου κίνησεως
Τον έκαμε απ' άσπρου
Ερμηνεία: Τον εξηυτέλισε
Ο παθός είναι γιατρός
Γνωμικό
Η νύχτα δράκο γεννά
(1891)
Ασκημοφόργιε και μην εργάς
(1930)
Εργώ = κρυώνω
Εβγήκε ασπρομούτσουνος
(1892)
Ερμηνεία : Ανεδείχθη νικητής κ' αθώος
Εβγήκε ασπροκούτελος
(1892)
Ερμηνεία : Ανεδείχθη νικητής κ' αθώος
Αλαφροκαμπανίζει
(1919)
Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Ζυγίζη από τσ' αλαφρές
(1919)
Ερμηνεία: Δηλαδή: Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Όποιος βαριέται κακιά γη
(1929)
Μεγάλη την έκοψες!
(1892)
Ερμηνεία: Εις στηγματισμόν υπερβολικού κέρδους
Έλα παπού μου, να σου δείξω τα γονικά σου
(1919)
Γλαύκας εις Αθήνας
Καρδία καθαρά, κ' όπου θέλης πάθηε
(1892)
Ερμηνεία: Δυό τινές έκλεπτον τα κανδήλια της εκκλησίας ο εις ανήλθεν επί της αγίας Τραπέζης διά να τα ξεκρεμνά και ο έτερος τα παρελάμβανε. Εν τω μεταξύ συναισθανθείς ο πρώτος το άτοπον του να πατή εις τοιούτο μέρος, ηθέλησε ...
Μιλεί αλά μπουρνέζικα
(1892)
Οι εν Χανίους εγκατεστημένοι διακόσιοι περί των αιθίοπες, έλκοντες κατά το κλείστον και καταγωγής εκ της σουδανικής αυτής Μπουρντώ, λαλούσι την πάτριαν γλώσσα, ακατάληπτον τοις άλλοις, τα λεγόμενα δυσφιακτίτως και ...
Ήτο ανοιχτός ο ουρανός
(1892)
Σημείωση: Πιστεύεται ότι την εσπέραν της Αναλήψεως του Σωτήρος, ανοίγει ο ουρανός και ό,τι ζητήση τότε έκαστος απολαμβάνει
Αρρωστικό σε ζητώ
(1888)
Λέγεται ειρωνικώς προς εκείνον τον οποίον αηδιάζει τις. Αρρωστικό = αναρρωτήριος τροφή, την οποίαν ζητεί ο άρρωστος αναλόγως της διαθέσεώς του
Ανέθρεψε το μποντικό να φάη το σακκί σου
Λέγεται επί ανθρώπων ευεργετηθέντων, οι οποίοι κατόπιν παρεγνώρισαν και έβλαψαν τον ευεργετήσαντα
Αμαρτία ξεμολογημένη, αμαρτία δέ λογάται
(1892)
Ερμηνεία: Φέρετ. Όταν αναγνωρίζη τις το σφάλμα του
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος
(1914)
Λουκ. Δ. 4
Εταίριαξαν τ' άστρα ντως
(1949)
Το λένε για τ' αγαπημένα αντρόγυνα, επειδή πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει και το άστρο του
Πάει ντρέττα σαν του καβρού τη χαχάλη
(1892)
Ερμηνεία: Αλληγορικώς επί των παρεκτρεπομένων
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
(1919)
Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
(1919)
Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός
Κακή αρχή κακό τέλος
(1920)
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
(1938)
Λέγεται για κείνους που δεν είναι άξιοι για σπουδάια πράγματα
Πάει πολύ να χώμε δα και του γαιδάρου μας τα νηάμερα
(1892)
Σημαίνει: Τα νηάμερα μνημόσυνα τελούμενα την εννάτην ημέραν από του θανάτου τινός
Αμά τσούκους απού τσι κόβγεις
(1888)
Ερμηνεία: Τι ψεύματα όπου λέγεις
Το ξύλο δεν κόβεται μονομιάς με το μανάρι
(1935)
Μανάρι = τσεκούρι
Ίντα τσου και παρατσού. Τ' άσπρα μου' δωκα και τσούνε
(1949)
Σατιρίζει τους τσιγγούνηδες
Άρρωστέ μου, πχιέ νερό
(1961)
Είδα εγώ πολούς σπανούς, μα 'χανε που και τρίχα
(1892)
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων ούτε ιερόν ούτε όσιον