Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 475
Που πλερών' εμπρός, κακά διλεί
(1876)
Ο συλλογεύς φαίνεται πώς αποφεύγει τίς αισχρότερες λέξεις
Από κάτ΄ από το δραπάνι είν΄ η πείνα
(1876)
Διότι άκρια του χρόνου και θερισμός, σπάνις σίτου
Λωλός άρχος, ως του διώξη
(1876)
Δόξη ως του φανή
Η ζάντρα κοζάντρα
(1876)
Ιστορ. εν Ρωσσία η ες αύριον αναβολή των εν τοις πράγμ. παροιμιώδης – Ξένος τις αγανακτήσας εφόνευσε τον αεί επαναλαμβάνοντα το “κοζαύρα” λεγών: Εφόνευσα την κοζάντραν”
Τα βόλια κάνουν τις δουλειές
(1876)
Που λεν κι οι Χιώτες διαβόντρου γυιέ! Χρήματα ψυχή πέζεται δελοίσι βροτοίσι. Ησίοδος
Από την ρίζα θ' ανεβή στην κορφή
(1876)
Εκ των γνωστών εις τα άγνωστα
Κι' έχω δόντια για τα σύκα;
(1876)
Τα αγαπημένα τ' άσπρα κάνουσιν τα πάντα πάστρα
(1876)
Ξολοθρεύγουσιν και κάστρα
Γη δείρε τ' αρχοντόπουλο γή μην το μααρίζης
(1876)
Μη ελλιπώς
Η σάρα κι' η μάρα (ήτον εκεί)
(1876)
Συγκλήδην όχλος ευτελής
Κάθε πουλί με την λαλιάν του χαίρεται
(1876)
Κάθε πουλί ή πουλάκι
Ο φιλάργυρος με το βελόνιν τα συνάζει κι ο άσωτος με το φκυάριν τα σκορπίζει
(1876)
Παρεμφερής γυναίκα
Το καλορρίζικον αρνί βυζαίνει δυο μαννάδες το κακορρίζικον αρνί μηδέ την εδικήν του
(1876)
Την ίδια μάνα
Τον ατσίμπαλον του κάκου τον βλέπεις
(1876)
Ο κλέπτης δυσ... αφύλακτος
Πάει να κάμη τ' άσπρα του ντεφτίλι
(1876)
Ερμηνεία: επίδειξιν
Αρχής καλής κάλλιστον είναι και το τέλος
(1876)
Γρηγορ. Νανζιανζηνός
Γη δέσε με, γη λύσε με
(1876)
Αυτά τα γένεια στον μύλο δεν σπρίσαν
(1876)
Αλλ' εν τω κόσμω, άρα γνωρίζω
Ο φιλάργυρος με το βελόνιν τα συνάζει κι ο άσωτος με το φκυάριν τα ξεμπλάζει
(1876)
Παρεμφερής γυναίκα
Τον αποστειλάτορα μηδέ δέρνουν τον μηδέ βρίζουν τον
(1876)
Και τανάπαλιν
Θαρρεί πως κρατεί τον πάπαν από τα γένεια
(1876)
Υπερήφανος βαστά
Κά, κι' έχω δόντια για το μέλι;
(1876)
Ανέκδ. Αί το παίδι μου...
Η αυγή θέλει το δείξει, τίνος όρνιθα θα λείψη
(1876)
Ιστορ.
Η καλή 'μέρα από την αυγή φαίνεται
(1876)
Η καλή 'μέρα από το πωρυό φαίνεται
Στους αρχόντους πρέπει το φτόνος
(1876)
Εις τα επίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί
Από τον άρχοντα χάψη κι' από το φτωχό ζερεμέ
(1876)
Τουρκ. Νόμου άρθρ.
Του φτωχού ζερεμέ και τ' αρχόντου χάψι
(1876)
Επίβαλε, όρισε
Του φτωχού ζερεμέ και τ' άρχοντα χάψι
(1876)
Επίβαλε, όρισε
Ο λόος εις την ώραν του χίλια δουκάτ' αχρήζει
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Ο λόος εις την ώραν του χίλια δουκάτ' αξίζει
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Του κλέφτ' ο κόπος άφαντος κι εκείνος αφανέρωτος
(1876)
Έστω ή κατάρα
Του 'βαλεν το μαχαίρι στο λαιμό
(1876)
Ηνάγκασεν, εστενοχώρησεν
Έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού κι' εφάαν τα οι χοίροι
(1876)
Μη δότε τ' άγια τοις κυσίν
Άτυχος φορεί τα ρούχα σου
(1876)
Δηλαδή ο φορών αυτά, άκληρος, άμοιρος
Που δεν γυρεύγει τ' άσπρον του, δεν ηθελά ναν άσπρο
(1876)
Ερμηνεία : Αξίζει, κοιτάζει
Τ' άσπρα λαλούν, τ' άσπρα μιλούν, τ' άσπρα 'ν' που κουβεντιάζουν
(1876)
Ερμηνεία: τ' άσπρα 'ν' που ξέρουν και μιλούν... και ανέκδ.
Μην καμαρώνης την αρχή, ως που να δης το τέλος
(1876)
Μηδένα προ τελευτής (τέλους) μακάριζε
Όπου δουλεύγει αφεντιά, έχει τιμήν και ρόα
(1876)
Μισθόν