Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 79
Έφυεν άρατος
Άρατος (ο) =δεδιωγμένος (Μητιά) σημ. i άπρακτος
Ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλουπού τα τρώει
(1912)
Αποδίδονται ξένα αδικήματα
Επροσαλεύρισα τηδ δουλειάν
Σημείωση: Προσαλευρίζω σημαίνει κυρίως επιπάσσω
Γυρεύκει το καρβουνίν του
Ζητεί τον θανατό του, την καταστροφή του
Ο γάαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' έκατσεν
Επί των συναισθανομένων τα εαυτών αμαρτήματα
Αγάπα με θεοτικά να σ' αγαπώ μελένα
Σημ. Θεοτικά= ασφαλώς εξ άπαντος με βεβαιότητα θεϊκών, να είσαι βέβαιος, ως να σου υπόσχεται ο Θεός
Παίζε του γαάρου λύρα να χορεύκη βίρα, βίρα
Επί ανεπιδέκτων μαθήσεως
Ας με κράζουοι – σ – σπασίναν τσ' ας λαμπάζω που τημ πείναν
Λαμπάζω = εξίσταμαι, μένω ενεός
Κάθε κτηνόν που το τσουνάριν του κρέμμεται
Έκαστος λήψεται την αμοιβήν των ιδίων αυτού πράξεων
Είχαν τα μαλλιά τα χάσαν τζ' οι κονϊαρκές τα θκιιάσαν
Λέγεται επί των ομιλούντων