Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 1312
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
(1951)
Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'.
Ές γρούσε ; ες τασί μέ(γο) γουώσσα
(1951)
Έχεις γρόσια ; έχεις και μεγάλη γλώσσα
Σο κατζί σου γνένdα τσ' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχιν dου
(1951)
Στο λόγο σου αγνάντια θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει την απάντηση
Τα πολλά στα πολλά τρέχουσιν
(1951)
Τσάπου τζο σπέρει, θερίζει
(1951)
Όπου δε σπέρνει, θερίζει
Τσάπου τζο σπειραίνουν σε, μη φυτρών'
(1951)
Όπου δε σε σπέρνουνε μη φυτρώνεις
Γυρεύεις χοντρές καληώρες
(1951)
Καλη – ώρα = Χαιρετισμός
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Τάημισα κλαίν, τάημισα γϊάν
(1951)
Άλλοι κλαίνε και άλλοι γελούν