Αναζήτηση
Αποτελέσματα 311-316 από 316
Τσόκ νταμάχ', τσόκ ζαράγ'
(1940)
ΠΟλύ νταμάχι (κόπος, κουράγιο) πολλή ζημιά, βλάβη. Δηλ. Να μην το παρακάνη κανείς στη δουλειά, γιατί θα πάθη.
Έχωου στήθους
(1918)
=τολμώ (όπως: έχ'ς κώλου, σαν έχ'ς κώλου).
Απόμιν' η νύφ' στολ'σμέν!
(1940)