Αναζήτηση
Αποτελέσματα 191-194 από 194
Παντρεύουντι τα στπιά κι' παίρν τα κρουκύθια
Στπί (το) = Στουπί, κροκύθ (του) = κετσες, είδος τριχών, ομοιότατου με το στουπί
Σκλλί φίλιβι τουν κώλου σ' φύλαγι
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πλειότιρις 'μέρις πέριξ κουμμάτια
Πέριξ = παρά
Ου λύκους φάη δε φάη, τόνουμα τόχ'
Φάη δε φάη = είτε φάγη είτε όχι