Αναζήτηση
Αποτελέσματα 17181-17190 από 17372
Βρήκε τυφλός κατήφορο
(1873)
Που να στερέψ' η θάλασσα
(1876)
Στερέψ' = αδειάζει
Ντροπή στο σύντεκνο να μην έχωμεν τυρί κομμένο
(1876)
(Ιστορ. φιζαρ. Μαλαματούς: Θέλεις καφέ- οχ- να(;) ολίγη διάθεσις προς περιποίηση)