Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134161-134170 από 135781
Σπιτωμένος, αφεντάτσος.
(1952)
Όποιος έχει σπίτι δικό του, είναι μεγάλος αφέντης.
Σφίγγω
(1963)
Βλ. ελιά 2.
Η σφήνα βγάζει μάτι
(1918)
Σπίτ' μου σπιτίτσ' μου τραχανιάς μυρίζ'.
(1918)
Αρκούμαι στο σπιτάκι μου κι ας είναι φτωχό.