Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1331-1340 από 1372
Απού ντρέπεται, κακά ζη
(1949)
Το σπίτι σου ζεμπέρωνε, το γείτονά σου μην κακοφοράσαι
(1949)
Ζεμπέρωνε=κλείδωνε, κακοφοράσαι=υποπτεύεσαι (κακοφορούμαι)
Φάε, γούννα μου, πιλάφι!
(1949)
Δηλοί ότι τα φορέματα ελκύουν ταν σεβασμόν.
Είναι αλαφρόπετρα
(1949)
Ελαφρόνους, ανόητος
Μονεμιά ανάψανε τα αίματά μου
(1949)
Επί οργής
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά