Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-31 από 31
Τα μάθια που θωριόdαι εκείνα 'b' αγαπιόdαι
(1963)
Δηλαδή η καθημερινή επαφή δημιουργεί αγάπη...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Ζηλεμός είν' εκείνοι b' απεθαίνουσι
(1963)
Λέγεται παρηγορητικώς, κυρίως από άνθρωπο πικραμένο, απογοητευμένο
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Άενος ζευγάς, έρημό 'd' αλώνι
(1963)
Δηλαδή ο νέος άνθρωπος είναι άπειρος...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
άενος=ανήλικος, χωρίς γένεια, 'd'=είναι το...
Μάνα τα μάνε d' ουρανού
(1963)
Δηλαδή η μητέρα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Η 'ούλα d' ανθρώπου καράβια πουλεί και καράβι αοράζει
(1963)
Δηλαδή όταν τρώς πολύ, μπορεί να πουλήσης ολόκληρη περιουσία, και αντιθέτως, όταν κάνης οικονομία, μπορεί να δημιουργήσης περιουσία.
Το ένα χέρι να μην ηξέρη, είdα 'δώκε d' άλλο στο φτωχό
(1963)
Δηλ. η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται μυστικά
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”...
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Σημαίνει αραιά και κάπου. Π.χ. “Πρώτα ΄τονε το χωρίο μας γεμάτο τσ΄ ανθρώποι. Τώρα ΄ναι κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d΄ αβγά τζη πέρδικας”...
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Αμ' αλάργα κι' έλα γλήορα κι άμε κο(d)ά και πέσ εκεί
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση, που αργεί κανείς από κοντινό μέρος να γυρίσει και γυρνά γρήγορα από μακρυνό
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Άλλα d' άλλα και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα
(1963)
, ο bαbάς σου; Λέει ο Δεσπότης. Λέει: Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα. ασκηστής = ασκητής, dίοτα = να πουν κάτι, κιού κιού κιού = με το πες πες, Άλλα 'd' άλλα, Δεσπότα μου, και τση Μεγάλης Παρασκευγής το γάλα = απο...
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...