Αναζήτηση
Αποτελέσματα 135601-135700 από 135781
Μι τουν ήλιου τα μπάζου, μι τουν ήλιου τα βγάζου, τι έχουν τα έρμα κι ψουφούν;
(1911)
Η παροιμία λέγεται επί των παρακαίρως ενεργούντων τας εποχειρήσεις των και απορούντων τινός ένεκα ζημιούνται.
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)
Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ...
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)
Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση
Όπ' έχει γυιο μοναχογιό το Μάϊ να μη σύρη τον Άγουστο να μην πλυθή α θέλει να τση ζήση
(1959)
Λέγεται, όταν κατά τους μήνες Μάϊ και Άγουστο δεν επιτρέπεται το σύρσιμο του παννιού, διότι το 'χουν σε κακό
Ο άναργος κι ο γλήγορος αντάμα γιοματούνε
(1926)
Άναργος ενταύθα έχει την σημασίαν του βραδύς, “γλήγορος” δε του ταχύς. Παρεμφερής η παροιμία προς την των αρχαίων: “Σπεύδε βραδέως” με σχέσιν αιτίου και αποτελέσματος. Δηλαδή και ο ταχύς και ο βραδύς θα φτάσουν συγχρόνως ...
Σ' εγύρευα με το κερί και σ' ηύρα με τον ήλιο
(1926)
Επί των ανελπίστως συναντώντων τινά, προ πολλού επιμόνως αναζητούμενον, ή επί των επιτυγχανόντων εφετόν τι απροόπτως και ακόπως
Τα μεταξωτά βρακιά θένε 'πιδέξα σκέλια
(1957)
Ο τύπος είναι “το ασκέλι” ή “ασκέλα”, φρ. “άνοιξε τσ' ασκέλες του”. Κυρίως το λέγανε για την αρμονία που πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου και στην κοινωνική του θέση, την καταγωγή του και την ανατροφή ...
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα κι απ' τα ψηλά αλόγατα στσοι χαμηλοί γαδάροι
(1957)
Και προσθέτανε κι από δήμαρχος κλητήρας
Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο
(1889)
Τά έλεγεν εις Αθήνας όταν ήλθεν από τό Ναύπλιον καί ελογάριαζε παίζοντας τούς μήνας του, ως νά είχε γεννηθή όταν εξεφυλακίσθη από τό Παλαμήδι
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαί πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Ο άντρας μου ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Ο άντρας ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Μάνα, είνεν όλων το μικρόν, γιατ' εσεν κ' έψεσες; Αχ ρίζα μ'(φως μου), είπεν η μάνα, φαρμάκ' να τρώγει η μάνα σ', απ' εμσόν (μισό) να δίτε με κανείται με (ικανοί με = φθάνει με)
Ένας μάνα είchεν εφτά παιδιά. Έναν ημέρον έφασεν και εδώκεν ατά από έναν αβγόν
Τερ' το παιδί – σ' και ποίσον μικρόν βούκαν, τέρ' τον άντρα – σ' και ποίσον τρανόν βούκαν
(1939)
Κύταξε το παιδί σου και κάνε μικρή μπουκιά, κύταξε τον άντρα σου και κάνε μεγάλη μπουκιά
Ατός πα πού θα ελέπε άτο; Αρ αν κάθεται κανείςκούτσουρα
(1881)
Ερμηνεία: Επί νέου μη έχοντος τα μέσα να νυμφευθή και περί ου λέγεται ότι θα λάβη γυναίκα. Προήλθε δε και η παροιμία εκ του εξής γεγονότος. Δυο γυναίκες επορεύοντο εις το χωρίον συνοδευόμεναι υπό νέου ηλιθίου. Καθοδόν η ...
Χωριό με δώδεκα σπίτια και με δέκα τρείς γερόντους
(1926)
Λέγεται περί των διενέξεων και διχογνωμοσύνης επί κοιντικών υποθέσεων εκάστου υποστηρίζοντος ιδίαν γνώμην εκ πείσματος. Πρόκειται περί του πατρογονικού ελαττώματος του κομματισμού και της εν πάσιν αρχομανίας του έλληνος, ...
Το κομμάτι άφησέ το γιά την άλλη 'μέρα, τή δουλειά μή την αφήνης
(1931)
Συμβουλή όπως επιφυλάσση τις μέρος τροφίμων διά την επιούσαν μή εξαντλών άπαντα εντός της αυτής ημέρας, αλλά μή αναβάλλη τάς υποθέσεις και τάς εργασίας του εις την επαύριον όταν ήνε δυνατόν να διεκπεραιωθώσιν αυθημερόν
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια
(1926)
Σοφωτάτη η συμβουλή, αλλά δυστυχώς δέν ευρίσκει ευρείαν εφαρμογήν εις τούς Ρωμηούς, οι οποίοι “δίνουν καί τήν κάπα τούς γιά καυγά!” Είπε καί ο σοφός Σολομών: Κρείσσων ζωμός μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πολλών αγαθών καί ...
Τη γουρουνιού τη μύτ' κι αν την κόψ' ς, πάλ' κείνο ά σκαλισ'
Όπως δε μπορείς ν' αλλάξεις τα φυσικά του γουρουνιού, όσο κι αν κοπιάσεις και αν του κόψεις ακόμα και τη μύτη, έτσι και τους χυδαίου ανθρώπου είναι αδύνατο ν' αλλάξεις τι συνήθειες με τη διδασκαλία. Μεταφορ.γουρούνι είαι ...
Ανέβη η πράσα στο βουνό κι έσειρε την ορά της. Καλώς την τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τσι πρασουλίδες της και με τα γιαλικά της
(1957)
Του Ζώνη το τραγούδι, του Ζώνη Μουρίκη, επέθανε το 1925
Το κέντισμα είνε γλέντισμα κ' η ρόκα το σεργιάνι, Η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είνε σκλαβιά μεγάλη
(1926)
Περιγράφει το τετράστιχον τούτο εις ποία έργα ενήδονται αι γυναίκες και ποία είνε εις αυτές απεχθή. Το κεντάν και το νήθειν θεωρούσιν ευάρεστα, ενώ το ανατρέφειν νήπιον εν τω λίκνω και το υφαίνειν αποτελεί οι αυτάς δουλείαν!
Κάθε σανίδι και το ρόζο του, κάθε άνθρωπος και το μαράκι του
(1931)
Έκαστος έχει τας θλίψεις του και τας στενοχωρίας του
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
Ρεύμα αέρος από ταχυτέραν κίνησιν τη γυναικός κάμνει να κυματίζη η κόκα, κάλημμα άλλοτε της κεφαλής, περί της οποίας αναφέρει σημείωμα του 1812. “La Koca, moda antichissima, era usata in Cipro. Abito stelli con la ciuppe, ...
Χέλπετ έναν ημέραν ο ήλιον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν πα
(1939)
Θα δώσει, βέβαια, ο Θεός μια μέρα ο ήλιος να ιδεί και τα δικά μας τα καλαμπόκια, Θα φέξει, βέβαια, ο Θεός και για μας τους φτωχούς μια καλή μέρα. Θάρθει και μας η σειρά μας
Επήγα ΄ς σο σύντεκνο μ΄ να μη παίρ με καπίτζ κ' επήρε με διπλόν καπίτζ
(1929)
Πήγα ΄ς τον κουμπάρο μου για να μη μου πάρη αλεστικά και μου πήρε διπλά αλεστικά. Κρωμ. Τραπ. Ιδε 209.
Το Μέγα Σπήλαιο μπορεί να φτιάξη όλον το Μοριά, αν χαλάση, ολόκληρος όμως ο Μοριάς δε μπορεί να φτιάξη το Μέγα Σπήλαιο
(1954)
Τόσο πλούσιο Μοναστήρι είναι.
Του συνδέκνου μου ο σκύλος συνδεκνός μου 'ναι κι' εκείνος.
(1953)
Βλ. και αμορόζος
"Ας πάγω 'ς ση σύντεκνου μ' τη χαμαιλέτεν να παίρ με ολίγον καπίτζ."
(1929)
(Ας πάγω ΄ς του κουμπάρου μου το μύλο για να μου πάρη λίγα αλεστικά) Σαντ. Επί της μη πραγματοποιήσεως της παρά τινός προσδοκώμενης ωφέλειας ή της περισσοτέρας δαπάνης κατά τας προς φίλους ή συγγενείς συναλλαγάς.
-Καλημέρα σύντεκνε έρθα ς' εσέν να πάρις με ολίγον καπίτς. -Καλό 'ς το σύντεκνο με απ' εσένα θα πάρω πολλά καπίτς.
(1920-08-03)
Επί περιστάσεως καθ' ην μεταβαίνουν προς συγγενή ή φίλον, ίνα αγοράση τι ευθηνότερα λαμβάτων αυτό ακριβώτερα αυτού, 'η ως ήθελε το αγοράσει παρά ξένου.
Σύντεχνε τσ' αν εμιλούμε, συχνούριζε τηπ πίττα.
(1935)
Κάποιος σύντεκνος (κουμπάρος) επεσκέφθη άλλον σύντεκνον μυλωνά όστις έψηνε επί πλακός πίττες δια τες οποίες και περισσότερον από την κουβέντα του ενδιαφέρετο. Λέγεται επί των ανθρώπων που ζητούν κάτι επιμόνως και το ...
Το σπίτι μας εν' στενούκκο, άμα η τσοιλία μας ενι μεγάλο.
(1951)
Το σπίτι μας είναι στενόχωρο, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη.
Τόλογαν οι φτωχές νοικοκυρές στους μουσαφιραίους τους, για δείξουν πως είναι φιλόξενες. Η τσοιλία εδώ έχει την έννοια της καρδιάς.
Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Η παροιμία αυτή ήτο εν χρήσει παρά τους αρχαίους ως φαίνεται εκ της ομηρικής φράσεως:
"Όστις δ' ομιλόν ήδεται κακοίς κνήρ τοιύτος έστιν ώσπερ ήδεται ξυνών"
Εκφέρεται δε η ανωτέρω παροιμία και κατ' άλλον τύπον: "Όμοιος ...
Δήξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Ήτο εν χρήσει κα παρά τοις αρχαίοις όστις δ' ομιλών ήδιται κακοίς ανεία τοιούτος έστιν οίσπερ ήδεται, ξυνών. Εκφέρεται δε κια αλλιώς η παροιμία "όμοιος τον όμοιον αγαπά" πρβλ. αρχ. "όμοιος ομοίω αεί πελάζει και τέτιξ τέττιγι ...
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Το σπίτιν του γονηού μου εν να μείνη τ' αγγονιού μου.
(1940)
Σηνήθως ο χωρικός προικίζει τον υιόν του ανεγείρων κατοικίαν. Ο μικρότερος υιός λαμβάνει την πατρικής οικίαν. Ούτω το σπίτι του γονιού γίνεται του αγγονιού. Αλλά και ο χαρακτήρ και αι νόσοι είναι κληρονομικαί.
Χωράφι όσο θωρείς και σπίτι όσο χωρείς. Σπίτι μου, σπιτάκι μου, πόρδο καλυβάκι μου Αν δεν αρέζ' κανείς το σπίτι τ', πέφτει και τον πλακώνει.
(1956)
Ο γεωργός να έχει μεγάλο χωράφι και μικρό σπίτι.
"Φίλος οίκος, φίλος άριστος". Ο ξενητεμένος στο σπίτι του με πόση λαχτάρα γύριζε! Ο πατέρας μου, με τι χαρά όταν επέστρεφε, έλεγε ένα από τα δύο, τριγυρισμένος από τα ...
όποιος έχει σύντροφο εχ' αφέντη Ο - έχει καραφέντη Ο. ε. σύντροφον, έχει κι αφέντη
(1918)
Διότι δεν έχει ιδίαν θέλησιν
Τημ πουτάναβ βάλ' την όσσω σου, μα τηγ κλέφτισαν τζαι της σπιούναμ μεν τηβ βάλης.
(1940)
Η πόρνη δεν θα φέρει τους φίλους της, η κλέφτρα όμως θα φέρη τα χέρια της και η σπιούνα την γλώσσαν της.
Το ρουσί σο ρουσίν bάνου ίνεται, το σπίτι σο σπίτιν bάνου τζο ίνεται.
(1951)
Το βουνό πάνω στο βουνό γίνεται, το σπίτι πάνω στο σπίτι δε γίνεται.
Δύο οικογένειες στο ίδιο σπίτι δε μποορούν να συγκατοικήσουν. Τόλεγαν πιο πολύ για τ' αδέρφια, όταν παντρεύονταν κι έπρεπε να χωρίσουν.
Το καινόργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, το δεύτερο του δικού σου, και τον τρίτο του λόγου σου.
(1952)
Επειδή τα νέα σπίτια έχουν υγρασία κ' ελλείψεις, καλό είναι ν' αργή κανείς να κατοική ο ίδιος μέσα.
Έππεσαν χαν του συχχαριατήν 'ς του κανδήλιν
(1941)
Συχχαριάτης είδος εντόμου του οποίου η εν την οικίο παρουσία εθεωρείτο ως προμηνύουσα τον ερχομόν απουσιάζοντος οικείου εξ ου και το όνομα συχχαριαστής. Το έντομον τούτο προσπίπτει επί της φλόγος του κανδηλίου κια πνίγεται. ...
Σπίτι μου σπιτάκι μου σπιτικαλυβάκι μου, έκλασα κι απόκλασα και κανείς δε μ' άκουσε.
(1920)
Ο άνθρωπος πρέπει να ποτιμά την ιφίαν οικίαν, έστω και ευτελής και πενιχράν, αντί οιασδήποτε άλλης ξένης.
Σπίτμ μου σπιτάτζιμ μου, τζαι προτοφυλαχτάτζιμ μου.
(1940)
Μόνον εις το σπίτι μας νομίζομεν τον εαυτόν μας αναπαυμένον. Μιας γραίας ο υιός ευτυχήσας έφερε κοντά του την μητέρα. Η ρκά, καλά να φάη, καλά να πιή, δεν ήτο ευχαριστημένη κια παρεκάληει να επιστρέψη εις το σπιτάκιν της. ...
Οσπίτ' που κ' έχτσεν και καράν που κ' εποίκεν δεν 'κι ξέρ' ας σον κόσμον.
(1931)
Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν έκανε γάμο δεν ξέρει τίποτε από τον κόσμο.
Η οικογένεια είναι το σχολείον της κοινωνικής πείρας.
Μόνο κείνοι bοθ κλειδώνει το σπίτι (ή η πόρτα) σου μέσα 'ναι, κι απέκειο μητ' αδέρφια μητ' αξαδέρφια μήτε τίποτα.
(1963)
Δηλ. πρέπει να υπολογίζη κανείς μόνο στη βοήθεια του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του. Λέγεται σαν παράπονο κατά προσώπου, που ανέμενε κανείς απ' αυτό βοήθεια και δεν την είχε.
Άμα σφίγγ' η μύγα του γουμάρ, του διαβαίν' του μλάρ
(1920)
Και ο ανίκανος βιαζόμενος δύναται να υπερβή τον εκ φύσεως ικανόν.
Έχτισες σπίτι; Τόμ πρώτοχ χρόνοβ βάρ' τον οχτρόσ σου να κάτση μέσα, τοδ δεύτεροβ βάρ τοφ φίλος σου τζαι τον τρίτον κάτσ' εσού.
(1940)
Ένεκα της υγρασίας των τοιχών είναι επιβλαβές εις την υγείαν.
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά.
(1930)
θέλει να πη πως πρέπει να σπέρνουνε τα γεννήματα πρώιμα. Όταν σπαρθούν πρώιμα πάντα ευδοκιμούν, όταν σπαρθούνε όψιμα, αν είναι η χρονιά καλή, αν δεν είναι βαρυχειμωνιά, τότε μονάχα μπορεί να ευδοκιμήσουν.
Παράδοσις: Μια φορά σ'ένα χωργιό επιάσανε μι'α άλπου ζωντανή και την εγδάρανε, γιατί τους είχε κάμει πολλαίς ζημιαίς! Ύστερα την ερωτήσανε πως περνάει κεκείνη τους αποκρίθηκε: "Απ' το σώγαμπρο καλλίτερα!"
(1926)
Ο σώγαμπρος είναι σκατάνθρωπος, διότι μπαίνει σε ξένο σπίτι και τρέφεται από τα πεθερικά του, τα οποία τον βρίζουν πολλάις φοραίς.
Καλύτερα από σώγαμπρος
(1963)
Κατά την πααράδοσιν, μια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι, αλλά έγινε αντιληπτή και συνελήφθη. Ενώ εγδέρετο δια να της πάρουν το τομάρι, ρωτήθηκε: - " Ε, τώρα, πως τα περνάς;" και η αλεπού απήντησε: " Καλύτερα από σώγαμπρος".
Η ...
όσα δε σώνει η αλεπού (ή δεν θέλει η αλεπού) τα κάνει κρεμαστάρια
(1963)
Λέγεται, όταν επικαλείται κανείς μια δικαιολογία όχι πολύ βάσιμη για να αποφύγει να κάμη κάτι ή να δικαιολογηθεί για μια παράλειψη.
Από σώγαμπρος καλύτερα!
(1953)
Μια αλεπού είχε ρημάξει το χωριό από τις κότες. ΄Ήταν όμως τόσο πονηρή, που τα κατάφερνε να ξεγελάη όλους τους σκύλους και να τους ξεφεύγη. Κόντεψε να σκάσουν από το κακό τους οι χωριανοί και τόβαλαν πείσμα να την πιάσουν ...
"Πώς είσαι; σαν σώγαμπρος"
(1968)
Κάποτε έδαρναν μια αλεπού ζωντανή και την ρώτησαν πως είναι. Αυτή είπε: -"Σαν σώγαμπρος". Το έλεγαν αυτό για τους γαμπρούς που πήγαιναν σώγαμπροι κι ήταν σαν δούλοι στα πεθερικά, στη γυναίκα τους και στους συγγενείς της. ...
Τ' άη- Σωτήρος πρωτοκόβουν σταφύλι και λένε: Τ' άη Σωτήρος το σταφύλι και της Παναγιάς το σύκο.
(1953)
Του Σωτήρος, όσοι έχουν αμπέλια, κόβουν σταφύλια και τα λειτουργούσαν στην εκκλησία και τα μοίραζαν. Τώρα τ' αμπέλια καταστραφήκανε.
Είναι 'ς τα σωστά του, μιλάει με τα σωστά του
(1950)
Και εις τας δύο φράσεις εξυπακούεται η λέξις μυαλά και η μεν πρώτη σημαίνει είναι καλά ψυχικώς, διανοητικώς ή δε ετέρα έχει ακριβή γνώσιν του πράγματος περί του οποίου ομιλεί λέγει περί αυτού ων καθ' ολοκληρίαν εχέφρων.
Σώσον ελέησον!
(1950)
Εκ της εκκλησιαστικής δεήσεως "αντιλαβού, σώσον ελέησον και διαφύλαξον ο Θεός" απεχωρίσθη το σώσον ελέησον ως φράσις δηλούσα εσχάτην απόγνωσιν προσώπου ικετεύοντος να το σώσωμεν από έσχατον κίνδυνον. Η συντακτική σχέσις ...
Ψήσου γίδα ψήσου και ροϊδοκοκκινίσου ας είν καλά οι Χριστιανοί που μας ταΐζουν σα στραβοί
(1919)
Επί την απολανόντων των κόπων και ιδρώτος των άλλων. Η αρχή της παροιμίας εκ των καλογήρων οίτιν αναπαυόμενον μακριώς ετρέφοντο αφειδώς υπό των θρησκοπλήκτων χωρικών.
Από σώγαμπρος καλύτερα
(1957)
Ιδιαίτερα άχαρη είναι η θέση του σώγαμπρου. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο μύθος της αλεπούς:
"Μια φορά πιάσανε την αλεπού ζωντανή στο κοτέτσι κι αποφάσισαν να τη γδάρουν για παραδειγματισμό. Την ώρα λοιπόν που κρεμασμένη ...
Το τ'αζόν dο βdόκκο το νερό κρατεί τα κρούσκο.
(1951)
Ταζός= Καινούργιος
Το καινούργιο σταμνί κρατεί κρύο το νερό.
Το βdόκκο ή ΄βdόκκα ήταν στάμνα για νερό από ξύλο κέδρου. Μοσχοβολούσε, κι όπως ήταν δουλεμένη, κρατούσε κρύο το νερό.
Τάζει λαγούς με κουδούνια
(1950)
Είναι ευχάριστον να προσφέρη τις ως δώρο ένα ζώο και πιο ευχάριστον αν τούτο φέρη και το ποιμενικό κουδούνι. Αλλ' επειδή ο λαγός ούτε ζώον οικόσιτον είναι ούτε και θα εδέχετο να του κρεμάσουν κουδούνι και είναι αδύνατον ...
-Τον έταζε λαγούς με πετραχήλια. -Μη τάξης αγίου κερί και του παιδιού κουλούρι. -Μας τάζουν φούρνους με ψωμιά.
(1956)
-Του υποσχέθηκε πολλά και δεν του έκαμε τίποτε.
-Ό,τι τάξεις πρέπει να το κάνης, ιδίως το κερί στον άγιο και στο παιδί ότι έταξες να δώσεις.
-Τάζουν πράγματα υπερβολικά, που δεν θα τα κάμουν.
Φουρνιές ψωμιά τούταζε, σα bού τα τάζει ο σκύλος τση σκύλας
(1963)
Λέγονται όταν μας υπόσχονται πολλά, που μάλλον δεν πρόκειται να γίνουν.
Π.χ. "Τα καμωμέν' αξανοίει κανείς. Να τάξης είναι εύκολα. Τάζει λέει, κι ο σκύλος τση σκύλας μια φουρνι΄ψωμιά κι ύστερα, ότι να κάμη τη δουλειά dου, ...
Τα πέσου το κόμμα σάμ' έν' εμωσμένο, έχω πουά τόστοι. σαμ' 'α νdα γριτσήσουν του έν bεζό, κανείς τζο ρωτά με.
(1957)
Τόστης=φίλος.
Το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους. σα θα το γρικήσουν πως είναι αδειανό, κανείς δε με ρωτάει.
Όdε σου τάξουνε τ' αρνάκι, βάστα και το λιταράκι
(1963)
Δηλ. Όταν σου προσφέρουν ή σου υποσχεθούν κάτι, να μη χάνης την ευκαιρία, παρά να σπεύδης να το παίρνης.
Λιταράκι= σχοινάκι
Τάξε τον κι ας χαίρεται, άβις τον κι ας ρέμπεται
(1931)
Επί του χαίροντος δια κενάς υποσχέσεις. Πβ. 1457.
Παραλλαγαί: "Τάξον άτον ας χαίρεται και αφ'ς άτον ας σέπεται" (άφησε τον να σέπεται)
Κερ. " Τάξον τον παλαλόν ας χαίρεται" (Τάξε του τρελλού να χαίρη) Τραπ. Χαλδ.
Μη λες το σίρι σόν dόστη σου. Α νάρτη αν dαρός α εμώσει άσυρο το πόστι σου.
(1951)
Μη λες το μυστικό στο φίλο σου. Θα έρθει ένας καιρός που θα γεμίσει μ' άχερο το τομάρι σου.
Εμπιστοσύνη να μην έχει κανείς ούτε στους φίλους του. Κάποτε μπορεί να μαλώσει μαζί τους και να του κάμουν μεγάλο κακό. Με άχερο ...
Άμdα dροβάς θα ινού στ'ν αμασκάλ' σου, να σ' παρατζέλνου;
(1943)
Δε θα λείπω δηλ. από κοντά σου να σε συμβουλεύω, όπως δε λείπει ο τουρβάς απ' τη μασχάλη του χωρικού, για να του θυμίζει τι παραγγελίες έχει να κάνει, σαν έρχεται στο χωριό ή στην αγορά.
Ανάθεμα να 'χη, άφησέ τον, είναι τουρκανάκατος, είναι τουρκόπιασμα
(1923)
Την φράσιν λέγει ο ερεθισείς υπό τινος μετά σφοδράν προς αυτόν έριδα.
Αι λέξεις τουρκανάκατος, τουρκόπιασμα δεν έχουν ενταύθα την κυρίαν (πρώτην) σημασίαν των, δεν σημαίνουν δηλ. τον γεννηθέντα εκ Τούρκου και Χριστιανής, ...
Τάξον άτον ας χαίρεται και άψ (άψες) α τον ας σέπεται
(1918)
Υπόσχου αυτώ ως τε χαρήνας και εα σαπήνας
Ερμ. Π. Κακώς συμβουλεύουσα των μη εκτέλεσιν των υποσχεθέντων.
Οι νομάτοι ζένουν σάμου τρών dα σταφύλε, οι ναίτσες ζένουν σαμού 'θίζουν dα τζίτζιφα.
(1951)
Οι άντρες ανάβουν όταν τρώνε τα σταφύλια, οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίτζιφα.
Τάζ' ου σκύλους τς σκύλας καρβέλια όσου να τς απουλύς' τα κόμπια!
(1937)
Γνωστόν είναι ότι το γεννητικόν όργανον του σκύλου κατά την συνουσίαν εξογκούται ["κόμπους'] κατά το μέσον, εξ' ου και το κόλλημα
Κι απέ ύστερα: Τι φουρνατζής ήτανε ου πατέρας μ'; (Ελέγει δηλ. προς την σκύλαν όταν του ...
Οι Τούρκοι είναι δίνε μου κ "αι" να σε "υ" κείμαι
(1958)
Το χάραγμα τούτο εύρομεν επί της αψίδος του ναού της Αγίας Μαρίνης Φιλιατρών [Είναι αχρονολόγητον. Πιθανώς εχαράχθη πρό του 1800]
Ο Τούρκος είνε σαν τον πούτσο. όσο τον χαϊδεύεις δυναμώνει.
(1931)
Χυδαιολογική παροιμ. δηλούσα ότι τον Τούρκον δεν πρέπει τις να περιποιήται πολύ και να του δεικνύη περισσήν ευγένειαν, διότι τον ευγενή τρόπον εκλαμβάνει ως αδυναμίαν, θρασύνεται ως εκ τούτου έτι μάλλον και καταντά ...
Τον Τούρκο όλη την ημέρα να τον έχης στην αγκαλία, λίγο αν τον αφήσεις να ξεκουρασθή αμέσως θα πη γκιαούρ(*)
(1923)
(*)Άπιστε
Και δια των τριών τούτων παροιμιών συνενούνται με την φιλοχρηματίαν αν και την προς την αρπαγήν ροπήν του Τούρκου αι συγγενείς ψυχικαί διαθέσεις της αχαριστίας και απληστίας, αίτινες εξ ίσου είναι χαρακτηριστικαί ...
Αν φιλοξενήσης Τούρκο, θα σε ζητήση και ντις παρασί(*)
(1923)
(*) Αμοιβήν δια τον κόπον των οδόντων του. Αμφότεραι αι λέξεις είναι τούρκικαι. Ντίς=οδούς. Και δια των τριών τούτων παροιμιών συνενούνται με την φιλοχρηματίαν και την προς την αρπαγήν ροπήν του Τούρκου αι συγγενείς ψυχικαί ...
Χαίρεται ο Τούρκος στ' άλογο, κι ο Φράγκος στο καράβιν
(1923)
Εις την δευτέραν εκδηλώνει ο ελληνικός λαός κυρίως τίνα ιδιότητα ως ουσιώδες γνώρισμα, ως κυρίαν κρατικήν δύναμιν, ανεγνώριζες εις εκάτερον των αντιπάλων, των διεκδικούντων την κατοχήν και κυριότητα της πατρίδος του. Το ...
Τάσσω τ' αμπέλια μου ν' αρμάσω τα παιδκιά μου, τζ' άμα ταρμάσω τζ' ύστερα, τ' αμπέλια εδ δικά μου
(1940)
Επί ψευδών υποσχέσεων δια να επιτύχομεν τον σκοπόν μας.
Αυτό το χτένι σ' αυτό το παννί, δεν ταίριαξε. Αυτά που μου λές είναι πράγματα αταίριαστα και ασυμβίβαστα
(1956)
Αν δεν ταιριάζαμε, δε συμπεθεριάζαμε. Για τους συμπεθέρους και καλούς φίλους, που διατηρούν καλές σχέσεις.
Σε Τούρκου σπίτι να τρώς, αλλά να μην κοιμάσαι, σε Οβριού σπίτι να κοιμάσαι, αλλά να μην τρως και σε Χριστιανού να τρώς και να κοιμάσαι
(1925)
Ο α είναι ασελγής, ο β δόλιος
Τ' Αγίου ΤCHΙ τ' μουρού μη τάκ' ς όκ έταξις 'α του πάς ή 'α του δωγ' ς
(1960)
Του Αγίου και του παιδιού να μη τάξης, ότι έταξες πρέπει να το δώσης.