Αναζήτηση
Αποτελέσματα 135401-135500 από 135781
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά 'ναι κι όποιος το θάνατο ζητά πρέπει τρελλός για να 'ναι
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)
Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
(1951)
Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός
Ο Γενάρης σα βροντήσει, ή τ' αμπάρια θα γεμίση ή τον κόσμο θα μυρίση
(1956)
Αν βροντούσε κ' έβρεχε τον Ιανουάριο, ή θα γίνουνταν αρρώστια ή θα γίνουνταν αφθονία
Ας ση σκυλλί το ποδάρ' το λιθάρ' κ' εγουεύω
(1929)
Δε λυπουμαι την πέτρα από του σκυλλιού το πόδι
Σπάς αβγό ή χύνεσαι!
(1963)
Εκφράζει ελαφρά δυσφορία κυρίως σε περιπτωση ασυνεννοησίας,υπαναχωρήσεως κτλ. Π.χ. Ήρθα να μου δανείσης ένα χιλιάρικο. -Καλέ να χαρώ τα παιδιά μου κι' α δεν είν' ένα bενηdάρι, ότι όρος λεφτό κι αν υπάρχη μες στο σπίτι μας. ...
Το στσυλλί παρακαλεί το Θεό, λε 'τι κι: Να δώσ' σον αυτένη μου πολύ, να δώσει τσαι μέν' να φάω
(1951)
Το σκυλί παρακαλεί το Θεό, λέει: Να δώσεις στον αφέντη μου πολύ, να δώσει και σε μένα να φάω
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)
Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)
Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει κι' άης Σάββας σαβανώνει κι' άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Η Βαρβάρα σημαίνει η Αγία Βαρβάρα και στερεώνει σημαίνει στερεώνει τη χιονιά, την κακοκαιρία
Πράμα που δε bορείς να μου το δώσης, μη μου το αφαιράς
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήμου στο Κατήφορο (συνοικία της Απειράνθου) κι' επέρασα αποκεί στου bελϊοτοδημήτρη κι' εκάθουdανε στο νήλιο κι' ήρθεν ένα gοπελάκι κι' εσταμάτηξεν αbρός τους και τουπε. “Φεύγα αποbρός στο νήλιο”. Η παροιμία ...
Από τα χτες στα σήμερα, πάι άντρας μου στο μύλο για δε με λες γειτονισσα, να παντρευτώ ή να μείνω
(1941)
Ερμηνεία: Επί γυναικών αγαλλομένων επί τη απουσία του συζύγου των, και διασκεδαζόντων μετά φίλων
Έδεσαν το ταούλ' σην ράχαν – ατ, κι' ατοίν κρούνε τα κοπάλα
(1939)
Δεσανε στη ράχη του το τύμπανο, κι' αυτοί χτυπουν με τους κόπανους
Απρίλης, Γρύλλης τέσσερις κι ο Μαιτσούκλης πέdε
(1963)
Λέγεται όταν ή από αφέλεια ή και από πρόθεση εμφανίζη κανείς περισσότερο από όσο πραγματικά είναι ένα χρονικό διάστημα. Επίσης όταν συμβή εγκυμοσύνη πριν από γάμο, και προσπαθούν οι συγγενείς να μη φανή λογαριάζοντας έτσι ...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...
Εβόλεψα τα 'δα κι' εώ σα dο Στρατηχότζα …
(1963)
Λέγεται για φαινομενική μάλλον ρυθμίση μιας υποθέσεως. Από την Ναστραδίν Χότζα : Ο Στρατηχότζας, λε', εχρωστίε gαμμιά βολά τρακόσα γρόσα κανενούς και τον είδε, λέει, μιαν ημέρα 'νας φίλος του, που τόξερε, gαι τον ερώτηξεν, ...
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)
Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...”
Νε του Σαμού το σοκάρι, νε του Αράπ' η χαραή
(1951)
Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)
Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά
Θέλω να γίνω καλόγερος να σώσω την ψυχή μ' μα δε μ' αφήν' ο διάβολος πόχω μεσ στο βρακί μ'
(1941)
Ερμηνεία: Δικαιολογία των γυναικοφύλων ανθρώπων
Όλοι μέρα μες στο νήλιο και ξερό ψωμί και λΐο. Και το βράδυ, το καμένο, αρακά μαερεμένο
(1963)
Λΐο = λίγο , καμένο = καημένο
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
(1951)
Βρήκες τον άνθρωπο να του πουλήσεις κάρδαμα
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)
Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν
Τόινα σου το πρόσωπο εν' γαιριδιού, τ' άβου σου το πρόσωπο εν' στσυλλού
(1951)
Το ένα σου το πρόσωπο είναι γαιδουριού, το άλλο σου το πρόσωπο είναι σκυλιού
Το πρόσωπό σου γϊά, άμα η τσοιλία σου έμει δεβόλοι
(1951)
Το πρόσωπό συο γελά, αλλά η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, φορτών' σή ράση μου το πιθάρι
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στή ράχη μου το πιθάρι. Γιά μιά μικρή ευεργεσία πού μάς κάνουν, ζητούν να τους πληρώσουμε με το παραπάνω. Με τή λέξη οκούτι (=συμβουλή) πού χρησιμοποιούν οι Φαρασιώτες, η παροιμία ...
Νέ την gόρη του δίτει, νέ το συμbεθερό φκανdάζει
(1951)
Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει. Γιά κείνον πού τα καταφέρνει να κάνει και τή δουλειά του και να τα έχει με όλους καλά. Η παροιμία είναι παρμένη από τις προξενιές, όπου ο έξυπνος πατέρας μπορεί ν' ...
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Ποτέ να μη bάρης ένα gακορίζικο bαιδί, πως έχει καλοί 'ονείς, και ποτέ πάλι να μην αφήσης ένα gαλό bαιδί, πως έχει κακορίζικοι 'ονείς
(1963)
Δηλαδή είναι δυνατον τα παιδιά να μη μοιάζουν με τους γονείς τω
Οπόχει θηλυκό bαιδί, πουτάνα να μη βρίση, κι' οπόχει αρσενικό, κερατά να μη bη
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς παιδιά, δεν πρέπει να κακολογή, επειδή είναι δυνατό και τα παιδιά του να υποπέσουν σε παραπτώματα//Οπόχει = Όποιος έχει, εκείνος που έχει
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
(1963)
Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του
Το πολύ το Κύρι' ελέησον κι ο παπάς δε το στρέγει
(1903)
Ερμηνεία: Επί των επαχθώς τα αυτά επαναλαμβανόντων
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη
Εγώ γαϊδούρι – μ' πουλώ – σε, ναϊλοί ποι θ' αγοράσει-σε
(1939)
Εγώ γαϊδούρι μου σε πουλώ, μα αλλοίμονο σε κείνον που θα σ' αγοράσει
Η εδιά παιδιά δέ gάνει (ή: δέν έχει), κι' ά dά κάμη, δέ φελούνε
(1963)
Δηλαδή, η καλή δουλειά δέν γίνεται με βιασύνη
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)
Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα και το βράδυ τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ποιός σου 'βγαλε το μάτι σου; Ο αδερφός μου. Λέει Για κειονά σου το βγαλε ετσά βαθειά!
(1938)
Όσο μεγάλη είναι η αγάπη μεταξύ των αδερφών τόσο μεγάλο είναι κατόπιν και το μίσος
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα ...
Τ' Άη Λιά με το μα(ντ)ήλι, του Χριστού με το κοφίνι
(1963)
Λέγεται για τα σταφύλια. Του προφήτη Ηλία είναι λίγα τα ώριμα και βρίσκει κανείς να γεμίση μόλις ένα μαντήλι, ενώ του Χριστού μπορεί να βρή να γεμίση και κοφίνι ακόμα
Ποιός σουβγαλε dο μάτι σου; λε', ο αδερφός μου, λέει, Α! τα 'φτό είν' ετσά βαθειά βγαλημένο;
(1963)
Δηλαδή, το κακό που μας κάνει ο συγγενής μας, είναι βαρύ σκληρό
Όποιος έχει πολύ λίγδα, αλείφ' και 'ςτον κώλο τ'
(1903)
Ερμηνεία: Επί των πολυτελώς και εκ περισσού δαπανώντων
Απ' τ' αυγό πάει στην όρνιθα
(1949)
Λέγεται μάλλον επί κακού, και δηλοί ότι από το μικρό κακό καταλήγει τις να κάμη το μεγάλο. Εχει μείνει από τον μύθον: Μια φορά ήτανε μια χήρα και είχε ένα αγόρι....έκλεψε αυγό...έπειτα όρνιθα....εμεγάλωσε κλεφτης....τον ...
Το gαιρό πο' 'σώσαμεν, άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Σα bο' καταdήσαμεν άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Ασ' το το πελελό bουλί να πά' να παραδίση, να κατελύση τα φορεί κι' απέκειο να 'υρίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος θέλη να φύγη από τον τόπο του, ενώ προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να κερδίση μ' αυτό τίποτε (πελελό=απολωλός, παλαβό, ανόητο, τρελό), (παραδίση=να παροδεύση, δηλ. Να αλητέψη, να βγη από το δρόμο του), ...
Ήβαψες εσύ την αξίνη μου; θα βάψω κι' εω το νι νι σου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”
Το άδαρο μου θα βάλω να gανίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Το πρώτο gάστρι φαίνεται τση κόρης παναύρι, το δεύτερο τση φαίνεται ο κόσμος πως θα 'ύρη
(1963)
Δηλαδή, η πείρα διδάσκει
Όdεν ήμου νιός δεν εσάλεβγα και τώρα πο' 'έρασα πετώ κι' εώ, σα dον όγδουρα
(1963)
Προέρχεται από αίνιγμα. Λέγεται για ηλικιωμένο, που αρχίζει να γίνεται δραστήριος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Ρε παιδιά, ρε παιδιά, έχ' η πουτσα σας μαλλιά; (ή ρε παιδί, ρε παιδί, έχ' η πουτσα σου μαλλί;)
(1919)
Λέγεται περιγελαστικώς επί των προσποιουμένων, ότι αγνοούσι τι, όπερ όμως είν πασίγνωστον και εις αυτους τους προσποιουμένους άγνοιαν
Δεν είν' εδά και τσή 'ούννας μου μαλλί
(1963)
Λέγεται όταν συνεχώς μας απασχολή ένα πρόσωπο, μας ενοχλή, μας επιβαρύνη ηθικώς ή υλικώς. Π.χ. “Εφάασι μας κι ευτές. Ότι τωνε χρειαστή επά θαράξουσι. Εφτά βολές έχω μετρημένα σήμερα κι είναι φερμένες για τίοτα. Και με ...
Η καμήλα δε θωρεί τη δικιά τζη καbούρα, μόνου θωρεί του παιδιού τζη
(1963)
Λέγεται , όταν βλέπης το ελάττωμα του άλλου και δεν βλέπης το δικό σου
Όποιος έχει και κακοζεί, με το dάνος του
(1963)
Dάνος = χρονία
Τον άνθρωπο με τα λόγια και τον γάϊδαρο με το ξύλο
(1956)
Όταν ήσαν άτακτα τα παιδιά και δεν άκουαν
Που πάρη χίλια πύρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν 'ς τ' ανάθεμα κ' η κακουδιά 'πομένει
(1893)
Λευκώλενον λίνον κερδογαμείς (Diogenia Cent. Vi 22)
Ό,τι θές παπά μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ό,τι θές άdρα μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Το κορίτσι λέν dα ενgαό καό, άμα το γαιρίδι σον gώ τζο μbορεί νdα τσενdήσει, που καυτσέται τσαί κάθεται
(1951)
Άπραγος άνθρωπος. Τη φράση την έλεγαν πιο πολύ πειραχτικά για τις υποψήφιες νύφες, που τάχα ήταν καλές, ενώ δεν άξιζαν
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)
Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι
Το γλυτσύ η γουώσσα βgάλλει το φίδι 'ς το τρυπί
(1951)
Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά
Αντϊές το στσυλλί, έπαρ' το ραβdί σα σερε σου
(1951)
Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου
Παντρεύουνται τα στουπιά και παίρνουν τα κροκύδια και τα καθάρια τα σκουλιά, κάθουνται στα παναθύρια
(1956)
Όταν παντρεύουνταν οι ακατάστατες κ' έμνησκαν οι καλές κοπέλλες
Ακλουθά μου ο πίθος κι ο ροός και φαίνομαι καματερός
(1963)
Ροός=είδος στέρνας για αποθήκευση των δημητριακών
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ
Οπόχει δυό νά χαίρεται, τρία νά καμαρώνη, κι' οπόχει ένα μοναχό (παιδί) νά κλαίγ' , νά μή μερώνη
(1956)
Άλλοτε οι γονείς χαίρουνταν νά είχαν πολλά παιδιά κ' έλεγαν τό καθένα μέ τήν τύχη του, τώρα σπανίως νά θέλουν δύο
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαgελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε bορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης
(1963)
Δηλαδή, επιβάλλεται την ημέρα του Ευαγγελισμού να φας ψάρι
Να 'δα κείνος πούριχτε dα σκαμνιά dωνε κάτω 'ια να βρίσκη αφορμή να σκοτώνη τη 'υναίκα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται για αναιτιολόγητη γκρίνια
Όποιος έχει τα δυύ dου μάθια, αοράζει 'έννημα, κι' όποιος έχει τόνα, αοράζ' αλεύρι, κι' όποιος είναι στραβός, αοράζει ψωμί
(1963)
Δηλαδή, το οικονομικώτερο είναι ν' αγοράζη κανείς σμιγό, λιγώτερο οικονομικό ν' αγοράζη αλεύρι και ακόμη λιγώτερο ν' αγοράζη ψωμί
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)
Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά.
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλη μέρα τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ο ένας άθρωπος γίνεται σκατοένης και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και το βάνει και διπλό και περισσεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης οικονομία, που οδηγεί σε ζημία