Αναζήτηση
Αποτελέσματα 135201-135300 από 135781
Άdρα μ', γ'ρούνι μ, γάϊδαρε, ποτό να κλάψω πρώτα
(1936)
Χωρική ευθυμολογία. Έλεγαν δηλαδή, ότι μιά γυναίκα πήγε το βράδυ από τ' αμπέλι στο σπίτι της και βρήκε τον άνδρα της πεθαμένο και το γαϊδούρι της και το γουρούνι της ψόφια. Και έλεγε έτσι, γιατί δεν ήξερε ποιό από τα τρία ...
Όποιος εξέσυρε, τον κάτη ηύρε κ΄ έφαε, κι απού δεν εξέσυρε, κάτης τον έφαε
(1920)
Εξέσυρε = Κινούμαι, περπατώ
Το κεσκίνιν dο μασαίρι κόφτει, ζαϊρ 'α νάρτει τσ αν dαρός 'α κορευτεί
(1951)
Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, όμως θάρθει κι ένας καιρός να στομώσει
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης σίταρους, κρίχαρους τζιαι κουchοφάουκα πον να ςhιλλιομοΐση
(1945)
Κουchοφάουκα, τα = Κουκιά και φακές και γενικά τα όσπρια, shιλλιομοΐση = να κάμη μεγάλην παραγωγήν που να μετριέται σε χιλιάδες μόδια
Έκλασε στήν εκκλησιά!
Σημείωση: εις τήν παροιμίαν ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος: Μιά φορά ένας ληστής ηθέλησε μετανοήσας νά ξεμολοηθή καί επήγε σ' έναμ πλεματικό. Καθώς τού είπε τά όσα είχε κάμει, αμέσως τόν αποπήρε καί τού απαγόρεψε νά μεταλάβη. ...
Εν τζ ΄έμ πάντα μάτσιες;
(1940)
Ερμηνεία: Επί των συνηθισμένων εις εύκολον δουλειάν και επιτυχίαν που συναντούν και αποτυχίας
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Κάμω δε gαμω, λέσι μου, μη gάμω ω κι' ας λέσι (ή πούσι)
(1963)
Είναι στίχοι από δίστιχα
Προικ' από χίλια πέρπερα και κακαϊδού αν πάρης, τα χίλια παν δεν έρχονται, κι η κακαϊδού σου μένει
(1912)
Ούχι η προιξ άλλα τα πνευματικά ηθικά και ψυχικά πλεονεκτήματα της γυναίκας λογίζονται ως τα μόνα άξια προσοχής
Η μάννα του νταή, γλήγορα κλαίει
(1962)
Σημείωση: Βλ. και υπ' αριθμ.107
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται
(1962)
Συμ. Βλ. και υπ' αριθμ. 183
Ο λύκος κι' αν εγε΄ρασε κι' άλλαξε το μαλί του, μήτε τη γνώση τ' άλλαξε μήτε την κεφαλή του
(1937)
Την έλεγαν, όταν κανείς έφθανε εις ώριμον ηλικίαν και εξηκολούθει να είναι ο ίδιος
Α βρέξ' ο Μάρτης δυό νερά τσ' Απρίλης άλλον ένα, χαρά σ' ετσείνο το ζευγά, που 'χει στη γη σπαρμένα
(1956)
Ερμηνεία: Αι βροχαί του Μαρτίου θεωρούνται ευνοϊκαί διά την γεωργίαν
Τα παράδας όνταν ευρήκ'ς ατά πα μέτρα κι' επεκεί βάλεν άτα κά
(1951)
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στις άλλες σχέσεις μας με τους ανθρώπους
Μο του 'α κουπώσ' σο μύο νερό, ο μύος τζο κώθει
(1951)
Με το να χύσεις στο μύλο νερό, ο μύλος δε γυρίζει
Ο λύκος έχει το σβέρκο χονδρό γιατί κάνει τη δουλιά του μόνος του
(1936)
Σημείωση: Για να γίνη μια δουλιά μας καλή πρέπει να ανακατευτούμε οι ίδιοι και να μην αναθέσουμε σε άλλους που δεν θα έχουνε το ίδιο ενδιαφέρον
Επίσκοπε του Δαμαλά ούτε γνώση είχες ούτε μυαλά τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες τράβα το χειρόμυλο κούνα και το δαίμονα
(1894)
Ερμηνεία : Δια τους περιφρονούντας τα μικρά υποπίπτοντας δε εις δυστυχίας
Ου παπάς π΄ τα Δαμαλά ούτε γνώσ΄ ούτε μυαλά τα μικρά δεν ήθελε τα τρανά γύρευε. Τράυα γεροδιάβολε κούνα κι το διάβολο
(1888)
Ερμηνεία : Ο παπάς από τα Δαμαλά υπήγε να ψαρεύση εις τινα ποταμόν όπου εύρε μικρά ψάρια· επειδή δε, δεν την ήρεσκον τα μικρά και ήθελε μεγαλύτερα επροχώρησε προς τα εκβολάς του ποταμού εντός ενός δάσους αλλ΄ έκει συνελήφθη ...
Κάμε το καλό και ρίξε το στο γιαλό κι' α δε το γρωνίση το ψάρι, θα το γρωνίσ' ο Θεός
(1938)
Ερμηνεία: Να μη ζητούμε ποτέ ανταπόδοση σε κάποιο καλό που θα κάμωμε. Αρκεί η ηθική ικανοποίησις
Τσαινούριο καλαθάτσι μου τσαί που να σε κρεμμάσω, (να σε κρεμμάσω στα ψηλά μη τύχη τσαί σε χάσω)
(1935)
Ερμηνεία: Το Αον ημιστίχιον λέγεται παροιμιωδώς επί νέων προσώπων ή πραγμάτων, τα οποία ιδιαιτέρως τιμώμεν, περιφρονούντες τα παλαιά
Πόσοι οθροί δε φαίνουνται σαν μπιστεμμένοι φίλοι κ΄έχουν το διάολο ΄ς τ΄ασκί τη ζάχαρη ΄ς τ΄αχείλι !
(1920)
Ορθός = οι εχθροί, Ασκί = Ασκός (τουλούμι)
Ελίτσες, μαυρολίτσες, πόδια δέν είχατε καί πόδια κάνατε
(1918)
Όταν τις εν τή μεγάλη πείνη, τρώγη πάν τό προστυχόν καί μάλιστα ακατάλληλον πρός βρώσιν. Αρχή της παροιμίας έχει εκ τούτου. Γυνή τις επιστρέφουσα εκ τών αγρών καί πεινούσα πολύ, ηύρε καθ' οδόν αγριαγλαδίαν εφ' ής είχον ...
Αν πιής κρασί θα 'χης το κεφάλι γερό
(1962)
Ή πιες κρασί θα 'χης το κεφάλι γερό
Κουτσάθηκεν η αρκούδα απ' το αυτί
(1962)
Ή κουτσάθηκεν ο γάϊδαρος απ' το αυτί
Σαν το θέλη το γουλί μου, πως θα κάμω για την ψυχή μου;
(1920)
Γουλί=η κοιλιά μου, η όρεξίς μου.
Όσα λέουdαι, dα λέει κανείς, κι' όσα δε λέουdαι, δε dα λέει (ή: Εκείνα bου λέουdαι dα λέει κανείς, μα 'κείνα που δε λέουdαι, λέει τα;)
(1963)
Λέγεται όταν επιβάλλεται να αποσιωπήση κανείς ωρισμένα πράγματα
Όπου δώσω τά λεφτά μου θαραπεύγω τή gοιλιά μου
(1963)
Λέγεται σέ κάποιον, όταν, ενώ πληρώνεται, αρνείται συναλλαγή ή απειλή διακοπή τής ή δύσφορή γι' αυτή
Λέε, λέε το κοπέλι (ή: Πε το, πε το το κοπέλι), κάνει τη γρϊά και θέλει
(1963)
Δηλαδή η φορτική επιμονή λυγίζει την αντίσταση
Αναθεμα, πο' νήστεψε dο Σάββατον ημέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Αναθεμα, πο' νήστεψε bοτές Σάββατο μέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Μεγάλο μου Σαββάτο και πως θα σε περάσω, απουχεις τρία κολατσά και τρία μεσημέρια και τρία πρώτα σάββατα κι ακόμη έχεις μέρα!
(1949)
Το λένει οι λαίμαργοι, που ανυπομονούν πότε θα πασχάσουν
Θα πιάση κι η δικιά μου λαγουνίκα λαγό
(1962)
Λαγουνίκα = κυνηγετικό όπλο
Άγιε μου Νικόλα, κάψε κι' άφσε κι΄όλα
(1940)
Όταν κανείς το παρακάνη ή παίρνη πάρα πολλά
Κατακαημένος άθρωπος ατός τσ' απατός του κάμνει κάκο του λόγου, που δεν το κάμν' ο οχτρός του
(1908)
Πολλάκις ο άνθρωπός υπό πείσματος και ισχύρογνωμοσύνης ελαυνόμενο, ποιεί κακόν εις εαυτόν, οίον ουδ΄ο εχθρός αυτού δύναται να ποιήση
Άντρα μου, αντρούλλη μου, αν ηξέρου π' άλλον άντρα χωραΐτη, Μωραΐτη, μαραγκό τσαί καλαφάτη τσ' άλλος δεκοχτώ νομάτους, αν ηξέρου π' άλλον άντρα να με κάψη το κουρκούτι
(1908)
Ένς άντρας έβαλε υποψία πως η γυναίκα του πάγαινε με άλλον άντρα τσαί τήνε γρίνιαζε, τσείνη έλεγε πως δεν ήξερ άλλον άντρα “τσ' α λέου ψέματα” λέει “να με κάψη το κουρκούτι, ειδέ μη να κάψη σένα, γιατί έτυχε να βράση ...
Το ποτάμι του 'α με πάρει, 'γω κατέχω τα
(1951)
Το ποτάμι που θα με πάρει, εγώ το ξέρω. Όταν κανείς θέλει να δείξει πως ξέρει ποιός κίνδυνος τον περιμένει. Ποντ. Δ. Ο. αρ. 245: Ντο θα παίρ'με το ποτάμ' εξέρ ατο
Λέει – Βρε, πο' 'πέθανεν η μάνα σ' α' τη bείνα! Λέει – Βρε, και μα είχε gαι δεν ήτρωε;
(1963)
Λέγεται, όταν μέμφονται κάποιον για κάτι, που δεν έχει την δυνατότητα να το κάμη
Δε dόχω πως θα περάση ο ψύλλος α' το μουστάκι μου, μόνου που θα κάμη μονοπάτι
(1963)
Δηλαδή μια πρώτη παραβίαση δημιουργεί προηγούμενο
Τ' Αυγούστου οι δρίμες στα παννιά και του Μαρτίου στα ξύλα
(1956)
Οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου λέγονται Δρίμες. Τσι φυλάνε οι γυναίκες και δεν πλένοντε. Ό,τι λευκαίνουν οι γυναίκες τις μέρες αυτές, ιδίως στο γιαλό, χαλάει. Τα ρούχα λυώνουνε. Το ίδιο φυλάνε και τις 6 μέρες του Μάρτη, ...
Εγινήκαν τ' αγγεία θυμιατά και τα σκατά λιβάνι, και των μαννάδων τα παιδιά 'γινήκανε βιράνι
(1949)
Βιράνι a world borrowed turkish, meaning “ruin”
Ειδίς του φακό πηρίν νερό; Κόψ' τς λειπστήρες κι' έλα δω
(1938)
Παρεμφερής αστράφτω 6
Αν σε φάη οχηά καν και παρηγοριά. Αν σε φάη ο γυιός της Μπίλιος όσο να κεντρώση ο ήλιος. Αν σε φάη ακονάκι ξυναράκι και φκιαράκι και στο Άγιο Νικολάκι
(1922)
Μπίλιος = κοκινοπόν και μεγάλο μέχρι του γοφού σχεδόν. Ακονάκι = μικρό και λεπτό φίδι Λέγουν στο χωριό μας και τα εξής δίστοιχα σχετικώς με το δάγκωμα από τα φίδια, άσχετα όμως με την πραγματικότητα
Παρά να τα χ' η γειτόνισσά μου,κάλλιον να τα χουν τα παιδιά μου, παρά να τα 'χουν τα παιδιά μου, κάλλιο να τα χ' η αφεντιά μου
(1876)
Θηραϊκή περίφαντος, εγωιστική
Άσπρη ρασε, μαύρη ρασε, δεν είν' το πάπλωμα για σε
(1920)
Ρασε= το εκ χονδρού μαλλίου κατασκευαζόμενον υπό χωρικών ύφασμα όπερ λευκαινόμενων χρησιμεύει προς κατασκευήν Κρητικήν καπότων (χλαινών) ή κουβερτών
Ο Τρύφωνς τρίφτ'τα κόκκαλα, η Παναγιά τα πλάθ'κι ου Συμιώνς τα σημειών?
(1960)
Τις γιορτές των σημαδιών Δηλαδή: Του Αγίου Τρύφωνος, της Υπαπαντής και του Αγίου Συμεών η έγκυος απαγορεύεται να κάνη οποταδήποτε δουλεία.... να μη γεννηθή το παιδί σημειωμένο, σημαδιακό..... Επικρατεί η παροιμία [βλ. Ανωτέρω]
Ας ούλων το κακόν το παιδίν κι ας ούλων ο καλόν ο γαμπρόν
(1929)
Το χειρότερο απ' όλα τα παιδιά κι ο καλύτερος απ' όλους τους γαμπρούς
Ο ποταμός, λέει, σαράdα χρόνοι τα ζητά τα δικαιώματά dου
(1963)
Δηλαδή αν εκτραπή ο ποταμός σε άλλη κοίτη, είναι δυνατό να γυρίση και μετά σαράντα ακόμη χρόνια στην παλαιά του. Λέγεται, όταν κάποιος παρόχθιος περιλάβη σε κτήμα του μέρος κοίτης ποταμού, επίσης, όταν ο ποταμό περιλάβη ...
Κάλλια πέντε μέρες πέτος πέρι δέκα μέρες κόττα
(1931)
Παροιμία δηλούσα ότι είναι προτιμότερον να ζη τις ολιγώτερον με ανδρισμόν και αξιοπρέπειαν ή περισσότερον ανδραποδωδώς. Πρβλ. το γνωστον: “Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!”
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ...
Ξέρει ή κάκω μοναχή της. Είτε αυγά και τυρί με βούτυρο θα τηγανίση, είτε κότα θα σφάξη και πήτα θα μας φτείαξη
(1963)
Κάποτε η παροιμία αυτή προφέρεται και λειψή : Ξέρει ή κάκω μοναχή της. Κάκω αποκαλείται στα χωριά των γκραίκων (ελλών – Σελλών – Ελλήνων) η θεία και κατ' επέκτασιν κάθε σεβαστή κυρία.
Άνθρωπος οχ του λόγου του ατός του πάλι ατός του κάνει κακό του λόγου του θιαμαίνεται κι ατός του
(1902)
Ερμηνεία: Εκ παραμυθιά λέγεται και είναι Μωαμεθανικής προελεύσεως υποδεικνύει δε οτι έκαστος μόνος του παρασκευάζει τα της τύχη του . Τοιάυτα γνωνμικά έχουσι πλείστα οι Μωαμεθανοί ενταύθα εκ τα θρησκευτικης υπόθεσεως ...
Καλώς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα τα βρεμένα τες Σήκωσες τες πηλωτές τ' αμπάρκα γεμωσμένα
(1945)
Η παραγωγή των σιτηρών προβλέπεται αρκετά επιτυχημένη σαν τύχη και δε βρέξη κατά τα Χριστούγεννα, βρέξη όμως κατά τα Θεοφάνεια και τις Αποκρηές
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)
Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί
Αναβάστα γρά το γέρο να τον έχωμε το θέρος, κι' απής αποθερίσωμε, θένά τόνε τσουρήσωμε
(1920)
Αναβατώ=υποβοηθώ δια των χειρών, ανακουφίζω, Τσουρώ=κατρακυλώ, κυλινδώ
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Γειά νάχη που μ' ανάβαλε γλυκά που με θυμήθητσαί κουφαμός που μ' άκουτσε τσαί δεν απηλογήθη
(1908)
Τούτο λέγει ο πτερνιζόμενος, όταν ουδείς των παρισταμένων αντιφωνή το “γειά σου”. Κατά δημώδη δοξασίαν ο πταρμός δηλοί ότι μηνμονεύει του πτερνιζομένου ευμενή τις αυτή υπό νυγμού της φάρρυγος, λέγει δ' ο βήσσαν “ποιός τάχα ...
Απ' ακοής αλέθ' ο μύλος
(1920)
Η φήμη κάνει τον άνθρωπον ξακουσμένον. Έστω π.χ. Ότι είναι ένας καθηγητής σ' ένα σκολειό, εσωσένε μιά φορά να βγάλη όνομα καλό, ότι Δηλαδή: είναι καλός καθηγητής, έτσι πια θα πάη το βίος του, Δηλαδή: από τον ένα στον άλλο ...
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα
(1929)
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθερν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς ...
Τον ταμιρτσήν (ή τεμιρστήν) με το ξυλομάκελλον έθαψαν
(1931)
Τον σιδηρουργό με την ξύλινη τσάπα τον έθαψαν
Καλώς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα τα βρεμένα τες Σήκωσες τες πηλωτές τ' αλώνια σπιλασμένα
(1945)
Η παραγωγή των σιτηρών προβλέπεται αρκετά επιτυχημένη σαν τύχη και δε βρέξη κατά τα Χριστούγεννα, βρέξη όμως κατά τα Θεοφάνεια και τις Αποκρηές
Σκατά στη μούρη σου και το νερό στη bόλη
(1963)
Λέγεται περιφρονητικώς
Έπιασα έναν Τούρκο. - Φέρ' τον κάτω. - Τον φέρνω, μα δεν έρχεται. - Ας τον κι' έλα μοναχός. - Τον αφίνω, μα δεν μ' αφίνει
(1923)
Παραλλαγαί αυτής αντί της λέξεως Τούρκος έχουν την λέξιν κλέφτης, ερμηνεία: η πέμπτη φιλοπαιγμόνως πως δηλοί ότι όχι μόνον είναι κακός ο Τούρκος, αλλά και επ' αυτοφώρω συλλαμβανόμενος άδικων απειλεί τον αδικηθέντα
Τα λώμματα τ' ετίμεσαν, ο κύρ' κ' η μάννα κ' ετίμεσαν
(1939)
Την τιμή που δώσαν τα ρούχα, δεν την έδωσαν ούτε οι γονιοί
Βαρείς μαστόρισσα; αν δώης γάλα κι τ'ς μάννας μ'
(1939)
Επί φιλονεικία και έριδος περί μελλόντων πραγμάτων και αδυνάτων λεγομένη. Εμορφώθη από κάποιο ανέκδοτον, καθ' ο Αθίγγανος των επιθυμιών να γίνη κάτοχος στοβάτων και φαντζόμενος ότι ήδη κατείχεν αυτά, παρώτρυνε την σύζυγόν ...
Πρώτον βούκαν π΄ έρπαξεν και μικρός π΄ εγυναίκιξεν καμμίαν ΄κ΄ εκομπώθεν
(1931)
Όποιος άραπξε την πρώτην μπουκιά κι όποιος παντρεύτηκε μικρός ποτέ δε γελάστηκε. Κερ. Ο προλαβών να φάγη δεν διατρέχει τον κίνδυνον να μείνει νήστις, αν το φαγεί δεν αρκέση εις όλους και ο νυμφευθείς μικρός θα έχη μεγάλα ...
Την κάταν είπαν άτεν το σκατό σ' μούσκον εν κ' εκείνε πα εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν άτο
(1931)
Είπαν 'ς τη γάτα η ακαθαρσία σου είναι μόσκος, κ' εκείνη έσκαψε και την έχωσε
Λέγουν “το έθιμον νικάει τον νόμο”
(1955)
Κάποτε τελευταίως ένας του συμπεθεριού της νύφης κατώρθωσε χωρίς να γίνη αντιληπτός να πλησιάση στο σπίτι του γαμπρού και να αρπάξη από το φούρνο τα ψητά κρέατα και να τα υπάγη στο σπίτι της νύφης και να τα φάνε. Η προσβολή ...
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)
Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα
Να ταν η θάλασσα κρασί κι του καράβι κούπα η Μαρμαράς χλωρό τυρί κι η κάbος όλος πίττα
(1939)
Την έλεγαν οι αγωγιάται και οι αμπελουργοί, όταν ανερχόμενος εις τα βουνά, έβλεπον ολόκληρον την πεδιάδα της Θράκης, αφ' ενός και αφ' ετέρου την Προποντίδα με τον Μαρμαράν
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)
Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ...
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)
Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Να μη θεωθή το νερό, τζο κατινώνει
(1951)
Αν δεν θολωθεί το νερό, δεν καθαρίζειΑ
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)
Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)
Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ
Ενεννήντ' εννέα κι' άλλ' έναν εκατόν
(1939)
Λέγεται μέ κάποια αποφασιστική χειρονομία γιά νέα θυσία στήν οποία υποβάλλεται κανείς ύστερα από πολλές άλλες, ή καί συγαταβατικά γιά ανοχή καί συγχώρηση καινούριου λάθους ή σφάλματος ή στραπάτσου ανοικονόμητου ανθρώπου. ...
Κι θα έρχουσνε, σύντεκνε, κι ας τ΄έρθες πα, καλώς όρισες ή καθ΄κα ας τρώγομε
(1939)
Ερμηνεία: Λέγεται με κάποιο στωικισμό σε ατυχήματα που μας συμβαίνουν, για να συστήσουν υπομονή κ΄εγκαρτέρηση, ή όταν περιμένουν αγόρι και γεννιέται κορίτσι
Κι θέλ' άτον κι παίρν' άτον, κυλίξ' τ' άτον ας έρται
(1939)
Δεν τον θέλω, δεν τον παίρνω, κυλάτε τον κ' ας έρθει
Εσκότωσαν ένα βλάχο στην πούτσα μου το γράφω
Η παροιμία έχει την εξής ιστορίαν : Υπήρχε κακούργος, οι πάντες εφοβούντο και ουδείς ετόλμα να τον βλάψη ή να τον φοβίση. Ιερεύς τις σεβάσμιος και του κόσμου έμπειρος ανέλαβε να σώση την κοινωνίαν από τοιούτον τέρατος δια ...
Ο άντρας μπάζη με το σακκί κ΄ η γυναίκα να βγάνη με το βελόνι, το σπίτι δε μπορεί να γδή προκοπή.
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Άλλα είν' τάλλα κι άλλο τσή Μεγάλης Παρασκευής το γάλα
(1917)
Διηγούνται ότι ένας καλόγηρος τιμωρηθείς από τ΄΄ον αρχιεπίσκοπο διότη έφαγε κρέας τή σαρακοστή, είδε κατόπιν αυτόν να πίνη γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή και ηρώτησε άν και αυτόδεν είναι αμαρτία. Ο πανιερώτατος μή έχων πώς να ...