Αναζήτηση
Αποτελέσματα 9901-10000 από 10069
Ηύρες άνθρωπο!
(1957)
Μειωτικός χαρακτηρισμός για κάποιον
Απού τες σέλλες σάματα, τζ' απού τα σάματα χαμαί
(1940)
Από την σέλλαν αλόγου ή το σαμάρι γαϊδάρου κατελήξαμεν να καθήμεθα χαμαί. Επί όσων περιέρχονται εις ένδειαν και ανυποληψίαν
Από τολ λάκκον εις τογ κρεμμόν
(1940)
Από την Σκύλλα εις την Χάρυβδιν
Που το φύλλιν ως το ριζίν
(1940)
Δεν τ' βαρεί τ' ανθρώπ' τι δίνει αλλά τι θα ντέση
(1903)
Σημ. Λέγεται υπό των ευκαταστάτων γυναικών όταν υπανδρεύουν τας θυγατέρας των
Το σίδερο λεν σίδιρο κι ο άνθρωπος γένεται σίδερο
(1903)
Ερμηνεία: Ου η υπομονή του ανθρώπου είανι σιδηρά
Αποκουράν επήρες άτο
(1939)
Ανάλογο με το “ Αποκοπή το πήρες;”
Έχω ένα κουτί κι έχει μέσα κάτιτί. Άμα χαθή το κάτιτί, τί το θέλω το κουτί;
(1925)
Άμα λείψη ο νουε, είναι άχρηστον το σώμα
Ξερά σκατά 'ς τον τοίχο δεν κολλάνε
(1916)
Ερμηνεία: Επί κακεντρεχών κατηγορούντων άλλους ων η ηθική μόρφωσις και τα πλεονεκτήματά των εν γένει είναι πασιφανή
Είμαστην συγγενείς που τα πούτταρα ως τα μούνναρα, τζ' εμείς καλώς σας ήβραμεν
(1940)
Εις περίπτωσιν εξεζητημενης ομοιότητος
Που την νεβκάβ βολίτζιν, τζ' από βολίτζιμ μαντάλιν
(1940)
Ξυλουργός ανεπιτήδειος εργαζόμενος κορμόν δένδρου από νεβκάν ή τουλάχιστον βολίτζιν κατέληξε να κάμη μόνον ένα μαντάλιν . Δι' όσους από μεγάλα και θαυμαστά καταλήγουσι μόλις μικρά και ασήμαντα να πραξώσι
Από τημ Πάφου έρχουμαι, τζαί στηγ κορφήν κανέλλα
(1940)
Επί όσων λέγουσιν ασυναρτησίας
Από τον Άνναν εις τον Καϊάφαν
(1940)
Το ευγγελικόν. Επί των περιπτόντων από ένα δυσάρεστον εις το άλλο, από κακού εις χειρότερον
Αμ' μεν αξιάζαν, εν αγιάζαν
(1940)
Έχουσιν υπόληψιν συνήθως οι κεκτημένοι άξιαν τινά
Άπιαστα περδίκια, πέντε στον παρά
(1953)
Εις υποσχέσεις μη πραγματοποιήσιμους
Γυαλίζει τ' αdί – χαρά τ' αλ'φαdή
(1943)
Γιατί τελειώνει το φασερό, την εργασία του και θα ξεκουρασθεί
Β' νο με β' νο δε σμί'ει
(1943)
Απ' της εστσάς το γάλα!
(1943)
Ειρωνικά για ανύπαρκτη συγγένεια
Ο άνθρωπος εν ο τόπος, τζ' ο τόπος γέρημος
(1940)
Την αξίαν κάθε τόπου ο άνθρωπος την προσδίδει, εγκαθιστάμενος και καλλιεργών την γήν
Αντί του μάννα χολήν
(1940)
Επί όσων αντί αγνωμοσύνης προσφέρουσιν εις τους ευεργέται των αγνωμοσύνην
Κλαίνα τα ρούχα για κορμί και το κορμί για ρούχα
(1894)
Ερμηνεία: Δια τους κακοενδεδυμένους δυσειδείς
Αdηλιά έχει τσαί πλαγιάζει ακόμα;
(1943)
Ειρωνικά, όταν αργεί να ξυπνήσει κανείς
Άνθει και ξανανθεί
(1957)
Το λέγανε μάλιστα για τις γυναίκες που παρά την ηλικία τους δείχνονται ξανανιωμένες
Γεννήθηκα τσ' αποκριές
(1957)
Και συνεπώς δε φοβούμαι κανέναν, δε λογαριάζω τίποτε
Ου παππάς δεν έχ' αναγκ', ας είνι καλά η αdιλαβοί
Ερμηνεία: Άποψη εκ του αξιώματος του, δεν έχει αναγκη κτυμάτων
Ράσιν πά αν γίνεαι εγω απιδιαβαίνω σε
Και βουνό να γίνεις πάλι εγώ σε περνάω. Λέγεται σε κείνους που παινεύονται επιδεικτικά, διότι είναι πολύ πλούσιοι ή διωρίστηκαν σε μεγάλα αξιώματα, αλλά παρά την πραγματική αξία τους, από εύνοια της τύχης ή κια με όχι θεμιτά μέσα
Όσο εν το μιντέρι -σ', άπλωσον τα ποδάρα σ'
(1939)
Όσο είναι το στρώμα σου, άπλωνε τα πόδια σου. Κανόνισε τα έξοδά σου ανάλογα με τα έσοδά σου. Ανάλογο με το : όσο είναι το πάπλωμα έπλωνε τα ποδάρια σου
Με πολλούς να μη τα βάνης
(1873)
Αγάπη 'σ σο σκατόν κρατεί και ποι αγαπά σκατούται
(1881)
Ερμηνεία: Επό ανδρός ερώντος δυσειδούς γυναικός
Πό το πικρό στ' ανάλατο
(1926)
Επί των διαδοχικών και αλλεπαλλήλως περιπτόντων εις δυστυχίας.
Άθρωπο από γενιά και σκύλο από μάντρα
(1957)
Να προτιμάς, δηλ.
Όσου απέχ' ουρανός απ' τη γη
(1911)
Απ' την dρίτ' ως τη dιτράδ'
(1911)
Ανάστα ο Θεός ήταν
(1911)
Δεν τα βγάνει στ' ανοιχτά
(1892)
Ερμηνεία: Επί ανίκανων να φέρωσιν εις πέρας υπόθεσιν επιχείρησιν
Την ημέρα τ' άη – Λιός παίρνει ο καιρός αλλιώσελ'
(1952)
Τη γιορτή τ΄άη-Λιός (20 Ιουλίου) την προσέχουν πολύ οι τσοπάνηδεσελ. Παίρνει αλλιώς αλλάζει
Που τόλ λάκκοσ στογ κρεμμόν
(1940)
Όταν μεταπίπτομεν από ένα κακόν εις άλλο χειρότερον
Τον αγαπάς ξητίμαζε τζ'αι τομ μισάς σ'αιρέτα
(1940)
Επιτιμών φίλον ωφελώ αυτόν, εννοούντα ότι εξ ειλικρινούς ενδιαφέροντος καυτηριάζω τα λάθη του προς διόρθωσίντου. Ευπροσηγόρως δε φερόμενος προς εχθρόν όχι μόνον δεν υποδαυλίζω το μίσος του αλλά και τον αφοπλίζω.
Που τ' αγάπουν τον άντρα μου εξήχασα το όνομά του
(1940)
Ειρωνικώς δι' όσους ανυπόλητοι προβάλλουσι με αξιώσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων
Ο Θεός εποίκεν τον άνθρωπον κ' εκλώστεν εφογώθεν ατόν!
(1939)
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κ' έπειτα γύρισε και τον εφοβήθηκε! Λέγεται με θαυμασμό για κάθε νέα ανέλπιστη εφεύρεση κι ανακάλυψη της επιστήμη. Ανάλογο με το Πολλάτα δεινά και ουδέν του ανθρώπου δεινότερον
Απ' τάτ' 'ς γαιδούρ, κι απ' του γαιδούρ 'ς τάτ
(1911)
Άτι λ. Τουρκική = κέλης
Μέγ' γοράζεις ριάλια, αγόραζε αθθρώπους
(1940)
Ο άνευ άλλης αξίας πλούσιος δεν πρέπει να εκτιμάται περισσότερον από τον πτωχόν αλλά τίμιον και ευϋπόληπτον
Δεν τ' βαρεί τ' ανθρώπ' τι δίνει αλλά τι θα βρη
(1903)
Σημ. Λέγεται υπό των ευκαταστάτων γυναικών όταν υπανδρεύουν τας θυγατέρας των
Τη Λίμνα πολεμάς ν' αδειάσεις με το παπούτσι σου
(1943)
Ματαιπονείς, κοπιάζεις άδικα
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια, και του Γεναριού οι νύχτες
(1952)
Πιστεύουν πως αυτά τα δυό είναι βαριά και πρέπει να φυλαγώμαστε απο τα ξωτικά τους
Όμοιος τον όμοιον αγαπά, κι η κοπριά τα λάχανα
(1938)
Αμοιβαία αγάπη επί ομοίων
Η ζόνα ζόνα τέσσερις, η μπέκα μπέκα πέντε κι' η κεραμιδοτρέχουσα σαρανταπέντε μέρες
(1891)
Ερμηνεία: Η γουρούνα (ζόνα-ζόνα) κάνει τέσσαρας μήνας γκαστρωμένη, η προβατίνα (μπέκα-μπέκα) κάνει πέντε και η γάτα (κεραμιδοτρέχουσα) σαρανταπέντε μέρες...
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
ως προς την λ. πρβλ. Λαογρ. Δ' 142, αρ. 122, στ. 7 σημ....
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7...
Σα σ΄ αρέση, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρασ΄ απ΄ την Άνδρο
(1956)
Αναφέρεται εις την ναυμαχίαν της 7 Απριλίου 1790 μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας του Λ. Κατσώνη, καθ' ην ο Λ. έπαθε πανωλεθρίαν. Ίσως η χαιρεκακία των νησιωτών δια την πανωλεθρίαν του οφείλεται εις κατάπτεσης των υπο του Λάμπρου δια την συντήρησιν της...
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι
Αμπέλιν εμ' που 'πούλησες τζ' είντα καλόν αγόρασες
(1965)
Κατά την παροιμίαν αυτήν εκείνος που έχει αμπέλι και το πουλεί κάνει μεγάλο λάθος, γιατί τίποτε άλλο καλύτερο από το αμπέλι δεν θα βρη να αγοράση. Η παροιμία ασφαλώς θα αναφέρεται σε αμπέλια, που βρίσκονται σε περιοχές με ...
Που μένα τουν Αλή σι σένα τουν Καραλή ου γάϊδαρους που μ' έδουσις νέ λαλεί π' λαλεί. Για σαράντα πέντι, για διαβόλους σι παίρνει.
(1923)
Σι σένα = Είς σε., νέ = ούτε
Αξία σου λιβόρι κι απάν' έναν κοβόρι
(1940)
Η αξία σου (εκείνο που σου αξίζει είναι ) ελλέβορος – κι απο πάνου περιττώματα . - Σε όσους έκαναν κάτι τιποτένιο και υπερηφανευόνταν γι' αυτό. Το να υπερηφανεύεται κανείς για τιποτένια πράματα είναι σαν τρέλα και στην ...
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσεψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι, τσοκτϊέσες σόν τζοράχο
(1951)
Κατέβηκες από τ' άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδουρι, κατέβηκες απ' το γαϊδουρι βούλιαξες στη λάσπη. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσεις στο τέλος
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Το πολύ κύριελέησο κι' ο παπάς βαριέται το
(1963)
Ή ... ο παπάς το βαριέται ή το βαριέται κι' ο παπάς
Ο λεύτερος, σε bαdρευτή, δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Σχώρεσέ με Παναγιά μου, ατζαμή γαμπρό μαθαίνω
(1958)
Κατά την γενέτειραν της παροιμίας παράδοσιν, κάποιος γαμβρός ενοστιμεύετο την αρκετά νέαν και ευειδή πεθεράν του. Όθεν εσοφίσθη το εξής: δεν έκαμεν τα δέοντα ως γαμβρός, περιορισθείς εις χαιδολογήματα. Η νύφη προσέφυγε ...
Ν' ακούς κι τούν τρανύτιρου σ' τι σι λέει!
(1956)
Η παραίνεση αυτή,σύμφωνα με κάποια εκδοχή,βγήκε από την εξής ιστορία.Συζητούσαν μια μέρα δυο παιδιά μιας χήρας.Λέγει ο μεγαλύτερος “Σαν μπελάς μας έγινε αυτός ο μπάρμπας,που μας κουβαλιέται από κάποτε εδώ.Εγώ λέω ν' ...