Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 134917
Άλλος κλάν κί άλλος παίρ την χάριν
(1874)
Άλλος πέρδεται, άλλος δ' αμείβεται
Τρώγω τα σίδερα
(1926)
Καταβάλλω υπερανθρώπους προσπαθείας, κοπιάζω υπερμέτρως προς επιτυχίαν σκοπου τινος
Κοίταξέ με με το ένα να σε κοιτάξω με τα δυό
(1915)
Ερμηνεία: Η παροιμία σημαίνει: Εάν ο μικρά ενεργετήσης με μεγάλα θα αντενεργετηθής υπ' εμούζει χάρις χάριν τέκτει. Εκ τη εκφράσει “ με το ένα” υπονοείται το “μάτι” ως και ει τη “με τα δυό” υπονοείται “τα μάτια”
Ποιανού τσέργα καίεται!
(1938)
Ερμηνεία: Δια τα ανοικοκύρευτα κορίτσια, τα οποία θα καθίστων δυστυχείς τους συζύγους των
Άλλοι μπαίνουνε στσι κήπους κι άλλοι παίρνουνε τους χτύπους
(1938)
Άλλοι φταίνε κι άλλοι παθαίνουν
Αλλού ο παπάς τσ' αλλού τα ράσα του
(1957)
Επί των ατημελήτων
Όσοι μπαίνουν τζ' όσοι βκαίνουν, τημ Παρασσεβκήσ στηχ χώραν
(1940)
Ιστορική
Αυτός η άθθρωπους έχει τουν διάβουλουν μέσα του
(1941)
Ερμηνεία: Λέγεται διά τον πονηρόν και θρασύν, αλλ' επιτυγχάνοντα εις τας επιχειρήσεις του
Δε κοιτάμε τον κλέφτη, τον τορό γυρεύομε
(1959)
Το είπε τούρκος αποσπασματάρχης στους στρατιώτες του, που του έδειξαν τους Έλληνες αντάρτες (κλέφτες) στο βουνό
Δεσπότ' κιφάλ' πατεί και δαβαίν'
(1939)
Δεσπότη κεφάλι πατάει και περνάει
Αν είσαι και παππάς με την αράδα θα πας
(1939)
Καθένας με την σειρά του
Δεν είν' από κείνες τες νύφες που κλάνουν στο γάμο
(1889)
Ερμηνεία: Επί των μη ευκόλως στερουμένων αγαθού τινος
Σα κλέβγου, μη κλέβγης, σα διαλαλού μηφ φοάσαι
(1935)
Ο αθώος δεν πρέπει να φοβήται
Ο κλέφτης το γεβέντισμα για πανηγύρι τόχει
(1916)
Γεβέντισμα = προσβολή
Ει' dου 'έρου τα παιγνίδια, σαν ανάλατα κρομμύδια
(1963)
Δηλαδή οι ερωτικές εκδηλώσεις ηλικιωμένων ανθρώπων είναι ανούσιες, αηδείς
Δύο γυμνοί σο χαμάμιν ταιριάζουνε
(1940)
Δύο γυμνοί στο λουτρό ταιριάζουνε. Για τους φτωχούς που κάνουνε παντρολογήματα πάλι με φτωχούς, δηλαδή δεν αλλάζουν τα οικονομικά τους
Ο 'έρος γάτης αγαπά τα τρυφερά ποdίκια
(1963)
Γάτης=γάτος, αγαπά=κυνηγά
Ο νιός γερνά κοdά στο 'έρο
(1963)
Λέγεται, όταν ένας νέος άνθρωπος συγκατοική με ηλικιωμένους και διίως για συζύγους, που έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας
Όντε διψά η εδική σου αυλή, μη χύνης στην ξένη νερό
(1938)
Όταν οι δικοί σου υποφέρουν, μη βοηθάς άλλους
Τάκαμε γυαλιά, καρφιά
(1956)
Τα ξόδευσε σε περιττά πράγματα
Είναι από γεννητού του έτσι
(1956)
Εκ κοιλίας μητρός
Κανείνος κερίν ουζ ν' εμέρωσεν κ' επίασεν
(1911)
Ους = ως, έως
Η ποπάς ποπάν εν θέλει μη ο διάκους καλαναρχουν (ή άλλουν διάκουν)
Ερμηνεία: Το ομότεχνον επί φθόνον
Ξένο ψωμί, δικό του μαχαίρι
(1937)
Όπ' ακούς πολλές απρούνες παίρνε μικρό καλάθ'
(προύμνον),Γαλλ.:prune.Ρουμ.:porumba.Βουλγ.:Srinki. Βρίσκεται η απρουνιά αδούλευτη στα δάση όσο 1.80 με κορμό και κλαδιά αγκαθωτά.Κάνει άσπρα σύμμετρα χωριστοπέταλα άνθια,με στήμονες κίτρινο χρώμα....
Κάθε αρχή και δύσκολος
(1929)
Αμαρτία, ξομολογία
(1902)
Όταν ομολογεί τις οτι έσφαλε
Γίνηκαν δυών άσπρου
(1894)
Εξευτελίσθηκαν
Από του Σταυρού ίσα με τ' Άη Νικήτα έχ' η καλή (κακή) νοικοκυρά σύκα
(1876)
Ειρωνικός, 14/9 – 15/9 ή όλον τον χρόνον...
Αβάρετο παιδί χαρά σπιτιού
(1909)
Ερμηνεία: ποινή, (άοκνον)
Αρχοντιές μυρίζει
(1910)
Βγήκα ασπροπρόσωπος
(1890)
Αρκοντοξυειέται
(1910)
Φθειριά
Αρχή ωδίνων
(1914)
Έστραψεν τσ' εν εβόρρισεν, πάλαι τσουνούργιος νότος
Και δεν εβόρρισεν, δεν έπνευσε βοριάς
Άστραψε και βρόντηξε
(1937)
Άσπρα κακαγεναμένα, είναι κάρβουνα αναμένα
(1962)
Συλλογή Ι. Χρυσικοπούλου
Αυτά τα λεν στο μύλο
(1879)
Ερμηνεία: Επί των ανωφελώς λεγόντων
Ά σε δαγκάσ' από το στόμα, θέλει πάπλωμα και στρώμα ̇ α σε δαγκάσ' από τη μέση, άμε σε βουνό να πέσης ̇ ά σε δα(γ)κάσ' απ' την οργιά, καντηλέτο και παπάς
(1916)
Σημείωση: Αι φράσεις αύται λέγονται δια το λακόνι, ζωϋφιον χρώματος μέλανος, έχον τρία στόματ, αλλά το δήγμα εκάστου διαφόρου δηλητηριαστικής εντάσεως
Το 'ονικό έχ χάνεται μμ' αλήθεια τσ' 'έ' πληθαίνει
(1934)
Ονικό=γονική περιουσία. Η παροιμία συνδέεται με το επιχωριάζον της κληρονομιάς έθιμον εν Καρπάθω, καθ' ό η γονική ακίνητος περιουσία παραδίδεται ανέπαφος εις τους πρωτότοκους κτλ, η δε επίκτητος διανέμεται μεταξύ των άλλων ...
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος
Όποιους πήϊ αθάϋρα, γυρ'σι (σπίτι του δηλ.) κι' όποιους πήι κουφτού δε γύρ'σι
(1922)
Δηλαδή εχάθη επί τον όρους εκ τις κακοκαιρίας. Σημ. άναϋρα=ανάγυρα, από το πλάγι του βουνού, το αντίθι κουφτά κατ' ευθείαν εις των κορυφογραμμών. Εις την οροσειράν της Οξυάς γενομένης ομιλίας περί της πορείας επί του όρους ...
Μιά φορά αποφάσισεν ο Οβριός να πάη στο παζάρι κι έτυχε ναναι Σαββάτο
(1937)
Σημείωση: Λέγεται για κείνους που για πρώτη φορά αποφασίζουν κάτι και δεν το επιτυγχάνουν
Το πράμαμ πουγεννά ψοφά
(1931)
Είναι πείραγμα που έρχεται ως συμπλήρωμα για ένα άψυχο πράμα, που σου λέει ο άλλος πως γέννησε. Τον λόγο έχει ο Ασκλανίχοτζ'ας, ο Ναστρεδδίν Χότζας. Δανείστηκε δηλαδή , μιά φορά από τη γειτόννισά του ένα καζάνι. Ύστερα ...
Άμα βρέξη ο Μάρτης τζιαι πουμπουρίζη, λαλεί: “Μιchά, μιάλα κλουθάτε μου” τζιαι πολοήθην το ρόβιν τζι' είπεν του: “Τζιαι γιω που 'μαι που κάσ' στοβ βώλον;” “Εσού μιτσίν, μα καρπερόν”
(1945)
Πολοούμαι= απαντώ, απολογούμαι, Συνοδεύεται από κείμενο...
Ιά τα φαϊά, 'ιά τα πιοτά είναι τα νιά μουλάρια, 'ια τσι τρομάρες τσι βαρειές είναι οι 'έροι μαύροι
(1963)
Λέγεται όταν άλλοι κοπιάζουν κι' άλλοι τιμώνται και καρπούνται
Ανεμομαζώματα, δαιμονοσκορπίσματα
(1943)
Ιστορία Σκύρου, σελ. 166, Κατζιούλη 214(φ. 9α) και Παπαγεωργίου...
Τα σφύριξε
(1924)
Απέθανε
Στειλιάρη αξεφλούδιστο είναι
(1924)
Στέκω στ' αστάσλια.
(1921)
Σαν Τούρκοι (ηύξηνταν)
(1922)
Ερμ. Επί προώρου αναπτύξεως πτηνών, ζώων κλπ.
Όπου έχει άσπρο στο πουγγί, πτάνει ψάρια στο βουνί
(1949)
100 άσπρα = 1 παράς...
40 παράδες =1 γρόσι...
100 γρόσια = 1 τούρκικη λίρα...
40 παράδες =1 γρόσι...
100 γρόσια = 1 τούρκικη λίρα...
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1958)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Γερός (είναι) σαν τ' άλογο τ' Αλεξάνδρου
(1877)
Ερμηνεία: Απάντησις επί ερωτήσεως περί της υγείας ακούντος προσώπου, διαισθάνουσας ότι έχει καλής, ως τον περιοώνυμων Βουκέφαλον
Άσπαρτα και αθέριστα, πόσα μόδια γίνονται;
(1910)
Επί πραγμάτων αδυνάτων
Ντο εν του καμελίν ορθόν να έτον και η γούλα αθε;
(1881)
Ερμηνεία: Επί ελαττώματος εκείνου, όστις ουδέν προτέρημα έχει
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Έστραψι και βρόντιοι
(1889)