Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134601-134700 από 134917
Το άδαρο μου θα βάλω να gανίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Το πρώτο gάστρι φαίνεται τση κόρης παναύρι, το δεύτερο τση φαίνεται ο κόσμος πως θα 'ύρη
(1963)
Δηλαδή, η πείρα διδάσκει
Όdεν ήμου νιός δεν εσάλεβγα και τώρα πο' 'έρασα πετώ κι' εώ, σα dον όγδουρα
(1963)
Προέρχεται από αίνιγμα. Λέγεται για ηλικιωμένο, που αρχίζει να γίνεται δραστήριος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Ρε παιδιά, ρε παιδιά, έχ' η πουτσα σας μαλλιά; (ή ρε παιδί, ρε παιδί, έχ' η πουτσα σου μαλλί;)
(1919)
Λέγεται περιγελαστικώς επί των προσποιουμένων, ότι αγνοούσι τι, όπερ όμως είν πασίγνωστον και εις αυτους τους προσποιουμένους άγνοιαν
Δεν είν' εδά και τσή 'ούννας μου μαλλί
(1963)
Λέγεται όταν συνεχώς μας απασχολή ένα πρόσωπο, μας ενοχλή, μας επιβαρύνη ηθικώς ή υλικώς. Π.χ. “Εφάασι μας κι ευτές. Ότι τωνε χρειαστή επά θαράξουσι. Εφτά βολές έχω μετρημένα σήμερα κι είναι φερμένες για τίοτα. Και με ...
Η καμήλα δε θωρεί τη δικιά τζη καbούρα, μόνου θωρεί του παιδιού τζη
(1963)
Λέγεται , όταν βλέπης το ελάττωμα του άλλου και δεν βλέπης το δικό σου
Όποιος έχει και κακοζεί, με το dάνος του
(1963)
Dάνος = χρονία
Τον άνθρωπο με τα λόγια και τον γάϊδαρο με το ξύλο
(1956)
Όταν ήσαν άτακτα τα παιδιά και δεν άκουαν
Που πάρη χίλια πύρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν 'ς τ' ανάθεμα κ' η κακουδιά 'πομένει
(1893)
Λευκώλενον λίνον κερδογαμείς (Diogenia Cent. Vi 22)
Ό,τι θές παπά μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Ό,τι θές άdρα μου, κι απέκειο τρώμε
(1963)
Λέγεται σαν αστείοι, αντί του απλού: “Ό,τι θές”, αλλά που δείχνει συγχρόνως και τη δική μας προτίμηση
Το κορίτσι λέν dα ενgαό καό, άμα το γαιρίδι σον gώ τζο μbορεί νdα τσενdήσει, που καυτσέται τσαί κάθεται
(1951)
Άπραγος άνθρωπος. Τη φράση την έλεγαν πιο πολύ πειραχτικά για τις υποψήφιες νύφες, που τάχα ήταν καλές, ενώ δεν άξιζαν
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)
Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι
Το γλυτσύ η γουώσσα βgάλλει το φίδι 'ς το τρυπί
(1951)
Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά
Αντϊές το στσυλλί, έπαρ' το ραβdί σα σερε σου
(1951)
Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου
Παντρεύουνται τα στουπιά και παίρνουν τα κροκύδια και τα καθάρια τα σκουλιά, κάθουνται στα παναθύρια
(1956)
Όταν παντρεύουνταν οι ακατάστατες κ' έμνησκαν οι καλές κοπέλλες
Ακλουθά μου ο πίθος κι ο ροός και φαίνομαι καματερός
(1963)
Ροός=είδος στέρνας για αποθήκευση των δημητριακών
Ένα dι θα κάμη κανείς ν' ακουστή
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δουλειά ήτονε τώρα 'φτη να πάη να τρϋά τ' αbέλια των ανθρώπω να τόνε πιάσουσι να ενή ρεζίλι; -Μα ένα d' εδά θα...” Di=τι, κάτι, ν' ακουστή=να γίνη γνωστός, d' εδά=λέγεται ειρωνικώς εδώ
Οπόχει δυό νά χαίρεται, τρία νά καμαρώνη, κι' οπόχει ένα μοναχό (παιδί) νά κλαίγ' , νά μή μερώνη
(1956)
Άλλοτε οι γονείς χαίρουνταν νά είχαν πολλά παιδιά κ' έλεγαν τό καθένα μέ τήν τύχη του, τώρα σπανίως νά θέλουν δύο
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαgελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε bορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης
(1963)
Δηλαδή, επιβάλλεται την ημέρα του Ευαγγελισμού να φας ψάρι
Να 'δα κείνος πούριχτε dα σκαμνιά dωνε κάτω 'ια να βρίσκη αφορμή να σκοτώνη τη 'υναίκα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται για αναιτιολόγητη γκρίνια
Όποιος έχει τα δυύ dου μάθια, αοράζει 'έννημα, κι' όποιος έχει τόνα, αοράζ' αλεύρι, κι' όποιος είναι στραβός, αοράζει ψωμί
(1963)
Δηλαδή, το οικονομικώτερο είναι ν' αγοράζη κανείς σμιγό, λιγώτερο οικονομικό ν' αγοράζη αλεύρι και ακόμη λιγώτερο ν' αγοράζη ψωμί
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)
Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά.
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλη μέρα τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ο ένας άθρωπος γίνεται σκατοένης και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και το βάνει και διπλό και περισσεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν κάνης οικονομία, που οδηγεί σε ζημία
Όdε ζυμώσης, χόρτασε, κι όdε χοιροσφαΐσης κι ότι να gίξης το κρασί κι όdε dο σακκουλίσης
(1963)
Δηλαδή κατά την εποχή της συγκομιδής μπορεί κανείς να κάμη μεγαλύτερη από την συνηθισμένη κατανάλωση
Κάλλιο να τον ακούω να χαίρομαι παρά να τον βλέπω να καίγουμαι
(1956)
Η μάννα χαίρεται να ακούη ότι ευτυχεί ο γιός της, ας είναι και μακριά,παρά να δυστυχή και να τον έχη πλάγι της.
Τσή καλομοίρας το παιδί το πρώτο νάναι θηλυκό
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν το πρώτο παιδί γεννηθή κορίτσι, ενώ οι γονείς το ήθελαν αγόρι. Δηλ., είναι τυχερή η μητέρα, γιατί θα μεγαλώση να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης λέγεται και όταν θέλουν να είναι κορίτσι ...
Ό,τι κι' αν περιγελάσης, το νίβεσαι, μόνε δεσπότη αν περιγελάσης, δεσπότης δε γίνεσαι
(1956)
Ερμηνεία: Μη περιγελάς κανένα και οι άλλοι θα σε περιγελάσουν γι' αυτά που κάμεις· πρόσεξε ποτέ σου μη περιγελάσης μητροπολίτη
Μεγ κάτσης με πολιτιτζήν, τζαι πει σου είνταν έτζείνη, τζαι πει σου λόγια περισσά, τζαι κάμει σε σαν τζείνην
(1940)
Πολιτιζτή η πόρνη: Εμ μια πολιτιτζή τουτη. Η ρήγαινα απευθυνομένη προς τν Π. Αλεμάν (Μαχαιράς) λέγει: Η κακή πολιτική, χωρίζεις με από τον άντραμ μου. Η λέξις έχει την σημασίαν αυτήν απο μακρού χρόνου
Να 'δα 'κείνος, πο' 'θώριε dου κρϊού τα νιτερέσα κι' εκρέμουdανε κι' ενέμενέ dα να πέσουνε να τα φάη
(1963)
Λέγεται για τους τεμπέληδες και τους αμέριμνους, που περιμένουν απ' την τύχη
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....”
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Όπ' σπέρν' ου πατέρους ουμ κι κλαίει; Θιρίζ' η μάνα μ' κι γιλάει. Κι όπ' σπέρν' ου πατέρας ουμ κι γιλάει, θιρίζ' η μάνα μ' κι κλάει
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που όλοι 'ελού 'ια 'μένα κι ήσκασα κι ε – α τα 'έλοια
(1963)
Λέγεται όταν περιγελούν κάποιον και ή δεν το καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει και γελά κι εκείνος μαζί με τους άλλους
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Αν έχης τα καλά παιδιά τα ρούχα τι τα θέλεις; Κι' αν έχης τα κακά παιδιά τα ρούχα τι τι θέλεις;
(1956)
Ρούχα = Περιουσία
Έχε τα πόδια σου ζεστά τη gεφαλή σου κρύα του γιατρού ποτέ να μην έχης τη χρεία
(1956)
Δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος έχει ζεστά τα πόδια του και δεν έχει πυρετό (κρύα τη gεφαλή), δεν έχει αναγκη από ιατρόν
Γελάει με τ κόσμου τς ορές, και τς δε τνε γλέπ'
(1941)
Επί περιγελώντων τους άλλους δια σφάλμα χειρότερον του οποίου κάμνουν οι ίδιοι. Εις ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος: Μια βολά η κατσίκα είδε το πρόβατο π σήκωσε τν ορά τ για να κατρήσ και γείπ “Τφού δε dρέπεσαι π σήκωσεες ...
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι
Ούλα τα Σάββατα να παν και ναρθουνε, των Ρουσαλιών το Σάββατο να μην έρθη!
(1910)
Κατά παράδοσιν, μετά την εορτήν της αναστάσεως (το Πάσχα), όλαι αι εν των Άδη ψυχαί εξέρχονται και περιφέρονται ελευθέρας, την δε 50ην από της Αναστάσεως ημέραν, Σαββάτον, επανέρχονται εις τον άδην μετά λύπης, λέγουσαι το ανωτέρω!
Κόψε ξύλο κάμ' Αdών' κι από πλάτανο Μανώλ' κι αν ρωτήϊς και για το Γάν' ό,τι ξύλο κόψης κάν' και αν πής και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα
(1941)
Προς χλευασμόν βαπτιστικού ονόματος
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
(1951)
Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα ...
Καθαένας τάχει dουραδάκι απίσω dου και δε σώνει να ΄υρίση να τα δη και λέει ΄ιά τον αλλο
(1963)
Αντίστοιχη προς το “έκαστος δύο πήρας φέρει”
Μήι του διάβολουν να δής, μήι του σταυρό σου να κάμης
(1941)
Ερμηνεία: Επί πολλών ατυχημάτων ο άνθρωπος επικαλείται την αρωγήν των φίλων και οικείων και ανακουφίζεται, υπάρχουσιν όμως και ατυχήματα τα οποία είναι τόσον σοβαρά ώστε ιαδήποτε των φίλων ή των οικείων αρωγή, είναι ανωφελής. ...
Ονσέτινα 'ά νοίξεις γουϊ, ά νοίξουν τσαί το σόν
(1949)
Γουβί=λάκκος. Σ' όποιον θ' ανοίξεις λάκκο, θ' ανοίξουν και το δικό σου. Ότι παθαίνει ο διπλανός μας, είναι και για μας κακό. Την ψώρα τη γιατρεύανε με πισσαλοιφή.
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Ο νιός, κι΄ ά δεν εθέριζε, gι΄ η νιά, κι΄ ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτέ του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Ο νιός, ά δεν εθέριζε, gι΄ η κόρ΄, ά δεν εέννα, το βούδ΄, ά δεν ελώνευγε, bοτές του δεν εέρνα
(1963)
Χαρακτηρίζει τη φθορά, που φέρνει ο θερισμός, ο τοκετός και το αλώνισμα
Εκείνος που δεν έχει παιδιά έχει ένα gάμο μα 'κείνος πόχει έχει χίλιοι
(1963)
Δηλαδή ένα gάμο = καημό, επειδή δεν έχει παιδί, πόχει = δηλαδή που έχει παιδιά, χίλιοι = χίλιους καημούς, επειδή έχει πολλές φροντίδες
Ήκουα κι' εω Βλακάδες κι εκείνοι 'ν' ανέμοι και κρϋάδες, (η εκείνο)
(1963)
Βλακάδες = είναι επώνυμο : Βλακός
Άλλα μελετού dα βούδια κι' άλλα κάνει ο ζευγάς
(1963)
Λέγεται, όταν σχεδιάζωμε κάτι και ανατρέπονται τα σχέδιά μας. Π.χ. Σήμερα 'λοάριαζα πως θα περιματίζω και πού να ξέρω, είdα θα μου dύχη. -Χμ! Άλλα μελετούνε, λέει, τα βούδια
Η τσούνα αν κι λαΐζ τ' ουδάρ'ν ατ' ς, ο σκύλον κι σουμών
(1939)
Η σκύλα αν δεν κουνήσει την ουρά της ο σκύλος δεν πλησιάζει
Ο Γάνδι και η Χώρα και το μισό τ' Αυδήμ'
(1937)
Την έλεγαν χαριεντιζόμενοι. Υπάρχει δ' ευρύτατη διάδοση ότι ένα δεσπότη αφώρισε τα χωριά αυτά. Μερική μη Γανοχωρίτες, αποδίδουν τον αφορισμό εις την ελευθερία που είχαν μεταξύ τους οι αρραβωνιασμένοι εις τα χωρία αυτά. ...
Μί τον ήλιο τα βγάζουμε με τον ήλιο τα βάζουμε. Τ' έχ' να τα έρμα κι ψοφούνα;
(1939)
Περί των οκνηρώμ ανθρώπων οι οποίοι δεν εγνώριχον την αιτίαν της πενίας και της δυσπραγίας των. Κυρίολεκτικής πρόκειται περί ποιμένων οι οποίοι πολύ μετά την ανατολήν του ήλιου ωδηγούν τα πρόβατα εις βοσκήν και πολύ προ ...
Όλη μέρ΄ αρνί gαι ρίφι και το βράδυ, λέει “Άψε μου κερά, το λύχνο”, να κουρέψω δέκα
(1963)
Καμμιά 'υναίκα, λέ, είχε bρουζίνικα κι ήβαλεν ένα μια βολά να τση τα κουρέψη κι εκούρευγε, λέει, όλη μέρα ΄ναν αρνί κι ένα ρίφι και το βράδυ τσ΄είπε να τάψη το λύχνο να κουρέψη πέdε – δέκα
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, 'ιάτ' είναι πράμα φανερό, σά dό κερί π' ανάφτει
(1963)
Λέγεται, όταν βήχη κανείς ή όταν είναι ερωτευμένος
Μα είπα σου, πως δε θα βρεξω (ή : πως δε βρέχω) μα είπα σου και πως δε θα θρέψω (ή : πως δε gανω)
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Κόψε πίρνο κάμ' Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, ανεν πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει
(1938)
Τα δένδρα αυτά παρομοιάζονται με ανθρώπους, ιδίως ισχυρογνώμονας και ανοήτους
Όποιος είν' 'ραβωνισμένους, πουρπατεί συλλογισμένους, κι' όποιος είνε παντριμένους σαν τουν γάιδαρου διμένους
(1890)
Δημώδης κρίσις περί της θέσεως των μεμνηστευμένων και νενυμφευμένων ως γνωστον ουδεμία εν τη χυδαία γλώσση υπάρχει διαφορά των λέξεων νενυμφευμένος και ύπανδρος, αλλά πάντοτε και επί γυναικών και ανδρών μεταχειρίζεται το ...
Ά να φέξη κι να διούμε, τίνος μάννα κολυμbούμε
(1936)
Την έλεγαν για πράγματα που δεν ήταν γνωστό πότε θα ήταν το τελοσπάντων.. Κάποτε μια νιόπαντρη δεν ήθελε την πεθερά της να κατοική στο σπίτι της. Κι ο άντρας της για να την ευχαριστήση, δήθεν της υποσχέθηκε πως θα την ...
Πως τ΄ ανεβαίνουν τα βουνά και πως τα καγγελίζουν ... οι καημένοι οι φτωχοί!
(1937)
Ερμηνεία : Αυτή η ιστορία ήταν ειρωνική για τους νεοπλούτους, οι οποίοι προσποιούνταν τον λεπτεπίλεπτο και δεν μπορούσαν να βαδίσουν ανηφορικούς δρόμους και να κάνουν βαρειές δουλειές, τις οποίες όμως πριν πλουτήσουν ...
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)
Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο
Κ' λάει η πέτρα, αλοί στ' αυγό, κ' λάει τ' αυγό, πάλε αλοί στ' αυγό
(1938)
Ελέγετο δια τους αδυνάτους, όταν ήρχοντο εις διενέξεις με τους ισχυρούς.Οπωσδήποτε οι αδύνατοι θα ήταν οι ζημιωμένοι.Συνήθως εγένετο δια τους κρατούντας, οι οποίοι πάντοτε κατόρθωναν να φαίνωνται ότι έχουν δίκαιον.
Άνεβ' η πράσα στο βουνό κι έσεισε την ορά της, καλώς τη τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τα σκορδαράκια της και με τα γυαλικά της
(1960)
Τη Σαρακοστή λέμε και το μύθο
Του παλληκαριού ξυλές, είναι 'έλια τσαι χαρές. Τσαι του 'έρου τα κανάτσια, νεροχόχλαστα σπανάτσια
(1934)
Η τραχύτης του νέου συζύγου προς την γυναίκα του (ακόμη και δαρμός) αμβλύνεται από την παλληκαριά του, ενώ αι θωπείαι του γέρου προξενούν αηδίαν
Ο Μελέτης εμελέτα τσ' ο Γληόρης εγληόρα και επήρε ο Γληγόρης του Μελέτη τηγ γυναίκα
(1934)
Ο πρώτος στίχος του κοινού διστίχου
Αν ήθε' να 'ναι τα θήμισα καλά, ήτο να κάνουν τσαί τοις γυναίτσες
(1934)
Η παροιμία αναφέρεται εις τας συχνάς διαφωνίας των συνεταιρικώς εργαζομένων. Εθήμισα = τα εξ' ημισείας κανονιζόμενα (κυρίως επί σποράς) εκ της φρ. εφ. Ημίσεος, εφημίσο, εθημίσο εναλλ. Φ – θ
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη
(1940)
Η παροιμία λέγεται συνήθως κατά τον Νοέμβριον αλλά και κατά τας άλλας ακόμη ημέρας επ΄αφορμή όμως αρραβώνων, προς όσους δεν ηρραβωνίσθησαν μέχρι της εορτής του αγίου Φιλίππου, διότι μετ΄αυτήν είναι αδύνατον να επιτραπή ...
Αντάγ γεωρκήσ' η Μεσαρκά τρώουμ μανάδες τζαι παιδκιά τζ' αντάγ γεωρκήσ' η Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου τζαι χάθου
(1940)
Η Μεσαορία πολύ μεγάλη και εύφορος πεδιάς είναι ο σιτοβολών της Κύπρου. Η Πάφος βουνώδης παράγει πολύ ολίγην ποσότηρα δημητριακών
Ο γαμπρός για εμ πέρα τζ' εν νάρτη, για μιτσύς εν τζ' εζ να μεαλύνη, για εν να χηρέψη
(1940)
Ειρωνικώς προς τους επιτιμώντας γονείς με θυγατέρας εις ώραν γάμου, ότι τάχα δεν φροντίζουσι δια γαμβρόν
Της γεναίκας σου μυστικόμ μέμ πης, αναγιωτόμ μεμ πιάσης τζαί φίλον ζαφτιέν μεγ κάμης
(1940)
Κάποιος δοκιμάζων την αλήθειαν της συμβουλής του πατρός του, ελθών με κεφάλι τράγου εις σάκκον εκάλεσε την γυναίκα του να τον βοηθήση να κρύψη κάποιον που εσκότωσε. Όταν βραδύτερον την έδειρεν επίτηδες του εφώναξε ότι είναι ...
Είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις, τον παρά μ' έδωσα θα σε φάγω
(1956)
Ερμηνεία: Κάποιος πήγε ν' αγοράση τυρί και τον έδωσαν σαπούνι, το τρώγει και αυτό αφρίζει. Τότε ο αγοραστής είπε, “είντ' αφρίζεις και ξαφρίζεις; τον παρά μ' έδωσα” και τόφαγε. Από τότε απόμεινε η παροιμία, όταν αναγκάζεται ...
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)
Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ...
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων η κόττες
(1936)
Συνηθίζεται στη Βλάστη και στα Σέρβια. Την λέγουν δε σ' εκείνους που αναμιγνύονται εις ξένα έργα και λόγω της αδαημοσύνης των αποτυγχάνουν, εκτίθενται, καταστρέφονται οικονομικώς ή ζημιώνουν ηθικώς. Στα Χάσια και στα Βέντζια ...
Όσο θέλεις δούλευγε, τσ' όσο θέλ' ο Θεός θα σου δώση
(1956)
Οτι παρά του Θεού προσδοκόμεν την αξιοποίησιν του μόχθου μας