Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134501-134600 από 134917
Μπιστέψου σέ λαγό καί κάλεσε νουνό
(1941)
Πώς πόμνε η παροιμία: Ένας λαγός ξέβαινε σ' ένα χωράφ' τήν άκρα κάθε πουρνό. Τόν λόγιαζ' ένας άγροικος Σ. καί κάλεσε τό νουνό dου νά τόν φιλέψ' φραίσκο λαγό τήν άλλ' τήν ημέρα. Σκώθκε πολύ πουρνό τά ταχιά καί πήγε νά σκοτώσ' ...
Τα βρήκε η βλογιά φιάξε την καρδάρα Τα βγήκε η καλμπάτσα κόφ΄την την καρδάρα
(1954)
Ερμηνεία: Τα πρόβατα που προσβάλλονται από την καλμπάτσα δεν θεραπεύονται εύκολα
Στσι 14 του Νοέμπρη, τ΄άγιου Φιλίππου φιλεί η Πηλιά το πέλαγος κι΄ο ζευγάς την έχερη κι΄ο βοσκός την βέργαν του
Γιατί ο ζευγάς έχει πια χορτάσει τη σπορά, λίγος καιρός κι΄το χειμώνα του μένει, ο δε βοσκός είναι υποχρεωμένος να φύγη τα οζάν τον από τα βουνά και να παή στη γιαλιά, στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουν
Το σπίτι πομέν΄ισούζι, το ρουσί ισούζι τζο πομένει
(1951)
Ερμηνεία: Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν απομένει. Είναι ευκολότερο να είμαστε μόνοι μέσα σ΄ένα σπίτι, παρά έξω στο ύπαιθρο. Και στο βουνό ακόμα μπορεί να μας ακούσει ένα αυτί. Γι΄αυτό δεν πρέπει να φωνάζουμε τα ...
Το στσυλλί πήε σο παθινί, πνώνει νε ατσείνος τρώ' νε τ' αβγό 'φήνει να φά'
(1951)
Ερμηνεία: Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτ' εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει
Ό,τι 'α δώζ' μό τα σέρε σου, ατσείνο 'α υπά' νdάμα σου
(1951)
Ό,τι θά δώσεις με τα χέρια σου, εκείνο θά πάει μαζί σου. Οι ελεημοσύνες είναι το καλύτερο εφόδιο του ανθρώπου πού πεθαίνει. Όπως λένε και στήν Εκκλησία (Ακολουθία νεκρώσιμος εις ιερείς): Αν ηλέησαν, άνθρωπε, άνθρωπον, αυτός ...
Μό το χουλϊέρι δίτει τα, τσαί μό το βράδι βgάλλει το 'φτάλμι του
(1951)
Με το κουτάλι το δίνει, και με την άκρια (ουράδι) βγάνει το μάτι του. Γιά τους διπρόσωπους. Λεβ. 64. Ποντ. Α. Π. αρ. 915: Με το χουλάριν δί' το γάλαν και με τόστελίν εβγάλλει ατό
Πώζ με δώστες σά σέρε μου, τσαί πά 'α νίψω σή χαραή μου;
(1951)
Τι μού έδωσες στά χέρια μου και τι να νίψω στό πρόσωπό μου; Όταν μας δίνουν κάτι πολύ λίγο, π.χ. Νερό ή άλλο, που δεν φτάνει στίς ανάγκες μας
Σήν αγκώνα σου κορά, παννίν τζό δίτουν σε
(1951)
Κατά το δικό σου πήχυ, παννί δέ σου πουλούν. Δέ μπορεί ο καθένας να βρεί τα πράματαόπως αυτός τα θέλει. Οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα πάνω στον δικό τους πήχυ κι όχι στού κάθε πελάτη τους το χέρι. Λεβ. 128
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, θέκνεις άν gοσάς σόν gώ μου
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, μού βάνεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου. Κάνεις τάχα πώς με συμβουλεύεις, μά με τορπιλλίζεις και σύ δόλια
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)
Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει
Νά νά΄ς ψωμί, ΄ά νάρτει κονdά σου να μή νά΄ς, τζο ΄ρτσεται
(1951)
Αν έχεις ψωμί, θα ΄ρθει κοντά σου, αν δεν έχεις δεν έρχεται. Όσο έχει κανείς λεφτά, έχει και φίλους – Λεβ. 74
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Ντο εν του καμελί ορθόν, να έτον και η γούλα 'θε;
(1931)
Τί είναι της γκαμήλας ίσιο για να είναι και ο λαιμός της;
Σ΄ τσού είκοσι μυαλό, σ΄ τσου τριάντα βιό και σ΄ τσου σαράντα γυναίκα· ειδ΄ αλλιώς είτε βίος, είτε μυαλό, είτε γυναίκα
(1952)
Αν κανείς ως είκοσι χρονών δε δείξη μυαλό, ως τριάντα δεν κερδίζη το ψωμί του, κι΄ ως σαράντα δεν παντρευτή, ας μην έχη ελπίδες γι΄ αργότερα. είτε=ούτε
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)
Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)
Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ...
Τσαι να δεις, πε 'τι τζού 'δα, τσαί να 'κούσεις πε 'τι τζού 'κσα
(1951)
Και να δείς, πες δεν είδα και ν΄ακούσεις, πες δεν άκουσα.
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
(1951)
Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ...
Σου Σαγματά δϊέβοι τζο 'πόμειναν, έμbαν σου ισανούν τις τσοιλίες
(1951)
Στου Σαγματά διαβόλοι δεν απόμειναν, μπήκαν στων ανθρώπων τις κοιλιές
Χάρ α νομάτ' σο βυνάτον dου κορά 'α ποίτσει τ' όργον dου
(1951)
Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τη δύναμη του θα κάμει τη δουλειά του, ερμηνεία: να μη ζητάμε παραπάνου απ' ότι μπορεί ο καθένας να δουλέψει
Εχτές προχτές Βούργαρο γαμπρό παντρεύ'κε, πού 'ν' το πόρτα;
(1941)
Επί των μη δυναμένων να διακρίνουν ευκόλως τα ουσιώδη από τα επουσιώδη. Εις ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος: Ένας άρκοdας, αμά χωριάτ'ς, Βούργαρ'ς, παdρεύ'κε στ' bόλη. Το πουρνό που βγήκε να πάη στο τσαρσί, πήρ' ένα καρβούνι ...
Άρ ο Θιός να κούνκεν τα καζβάρες, κάτα μέρα χα ψοφήσει α γαϊρίδι
(1951)
Αν άκουε ο Θεός τα κοράκια, κάθε μέρα θα ψοφούσε ένα γαϊδούρι. Το λένε όταν δεν θέλουν να δώσουν σημασία στις κουβέντες ή στις κατάρες του κόσμου
Μια σπιτιάτα δε σε βγάζει στην παζάρα, μιά διακονάρα σε βγάζει
(1931)
Σπιτιάτα=γυναίκα. Παοριμιώδες λόγιον δηλούν ότι πρέπει να περιποιήται τις περισσότερον τας κατωτέρας τάξεως γυναίκας, διότι αυταί, τυχόν δυσαρεστούμενα, σε εκπομπεύουν, ενώ αι ευγενούς τάξεως τοιαύται ουδέποτε θα σε εκθέσουν, ...
Τώρα που ζω θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε σ'το γνωρίζω
(1952)
Σα φύγω, σαν πεθάνω
Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι κι ο μπιρισμένος αργαλειός είναι σκλάβα μεγάλη
(1973)
Λέγεται για τον αργαλειό
Το καμέλιν είπαν γιατί η γούλα σ' εν ζαρόν; και είπεν και ποίον μέρος του κορμί' μ' εν ίσον;
(1931)
Είπαν 'ς την καμήλα: γιατί ο λαιμός σου είναι στραβός; και είπε και ποιό μέρος του κορμιού μου είναι ίσιος
Σώστου να 'ρτϊέσ' τα νερά να 'εμώσ' η λίμbλη, ζ' μαθράκας τα φτάλμε α βgούνε
(1951)
Ώσπου να κανονίσεις τα νερά να γεμίσ' η λίμνη, του βάτραχου τα μάτια θα βγούνε
Και τ' άλλο τ' αποδέλοιπο μεσ' στου Παραμεριάρη
(1963)
Λέγεται όταν λέη κανείς κάτι και δεν έχη την ικανότητα να το τελειώση, κυρίως δε σε τραγούδι ή σε μοιρολόϊ. Παραμεριάρη = τοποθεσία, συνοικία της Απειράνθου, όπου υπάρχει ένα κατωφερικό μικρό κτήμα και ρίχνουν κάποτε άχρηστα ...
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο
Ας έχη η τάβλα μου ψωμί κι΄ ας λείπη το μαdήλι
(1963)
Δηλαδή : πρέπει να φροντίζωμε για το αναγκαίο και ας λείπη το περιττό
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά 'ναι κι όποιος το θάνατο ζητά πρέπει τρελλός για να 'ναι
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)
Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
(1951)
Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός
Ο Γενάρης σα βροντήσει, ή τ' αμπάρια θα γεμίση ή τον κόσμο θα μυρίση
(1956)
Αν βροντούσε κ' έβρεχε τον Ιανουάριο, ή θα γίνουνταν αρρώστια ή θα γίνουνταν αφθονία
Ας ση σκυλλί το ποδάρ' το λιθάρ' κ' εγουεύω
(1929)
Δε λυπουμαι την πέτρα από του σκυλλιού το πόδι
Σπάς αβγό ή χύνεσαι!
(1963)
Εκφράζει ελαφρά δυσφορία κυρίως σε περιπτωση ασυνεννοησίας,υπαναχωρήσεως κτλ. Π.χ. Ήρθα να μου δανείσης ένα χιλιάρικο. -Καλέ να χαρώ τα παιδιά μου κι' α δεν είν' ένα bενηdάρι, ότι όρος λεφτό κι αν υπάρχη μες στο σπίτι μας. ...
Το στσυλλί παρακαλεί το Θεό, λε 'τι κι: Να δώσ' σον αυτένη μου πολύ, να δώσει τσαι μέν' να φάω
(1951)
Το σκυλί παρακαλεί το Θεό, λέει: Να δώσεις στον αφέντη μου πολύ, να δώσει και σε μένα να φάω
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)
Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)
Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει κι' άης Σάββας σαβανώνει κι' άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Η Βαρβάρα σημαίνει η Αγία Βαρβάρα και στερεώνει σημαίνει στερεώνει τη χιονιά, την κακοκαιρία
Πράμα που δε bορείς να μου το δώσης, μη μου το αφαιράς
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήμου στο Κατήφορο (συνοικία της Απειράνθου) κι' επέρασα αποκεί στου bελϊοτοδημήτρη κι' εκάθουdανε στο νήλιο κι' ήρθεν ένα gοπελάκι κι' εσταμάτηξεν αbρός τους και τουπε. “Φεύγα αποbρός στο νήλιο”. Η παροιμία ...
Από τα χτες στα σήμερα, πάι άντρας μου στο μύλο για δε με λες γειτονισσα, να παντρευτώ ή να μείνω
(1941)
Ερμηνεία: Επί γυναικών αγαλλομένων επί τη απουσία του συζύγου των, και διασκεδαζόντων μετά φίλων
Έδεσαν το ταούλ' σην ράχαν – ατ, κι' ατοίν κρούνε τα κοπάλα
(1939)
Δεσανε στη ράχη του το τύμπανο, κι' αυτοί χτυπουν με τους κόπανους
Απρίλης, Γρύλλης τέσσερις κι ο Μαιτσούκλης πέdε
(1963)
Λέγεται όταν ή από αφέλεια ή και από πρόθεση εμφανίζη κανείς περισσότερο από όσο πραγματικά είναι ένα χρονικό διάστημα. Επίσης όταν συμβή εγκυμοσύνη πριν από γάμο, και προσπαθούν οι συγγενείς να μη φανή λογαριάζοντας έτσι ...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...
Εβόλεψα τα 'δα κι' εώ σα dο Στρατηχότζα …
(1963)
Λέγεται για φαινομενική μάλλον ρυθμίση μιας υποθέσεως. Από την Ναστραδίν Χότζα : Ο Στρατηχότζας, λε', εχρωστίε gαμμιά βολά τρακόσα γρόσα κανενούς και τον είδε, λέει, μιαν ημέρα 'νας φίλος του, που τόξερε, gαι τον ερώτηξεν, ...
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)
Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...”
Νε του Σαμού το σοκάρι, νε του Αράπ' η χαραή
(1951)
Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)
Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά
Θέλω να γίνω καλόγερος να σώσω την ψυχή μ' μα δε μ' αφήν' ο διάβολος πόχω μεσ στο βρακί μ'
(1941)
Ερμηνεία: Δικαιολογία των γυναικοφύλων ανθρώπων
Όλοι μέρα μες στο νήλιο και ξερό ψωμί και λΐο. Και το βράδυ, το καμένο, αρακά μαερεμένο
(1963)
Λΐο = λίγο , καμένο = καημένο
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
(1951)
Βρήκες τον άνθρωπο να του πουλήσεις κάρδαμα
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)
Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν
Τόινα σου το πρόσωπο εν' γαιριδιού, τ' άβου σου το πρόσωπο εν' στσυλλού
(1951)
Το ένα σου το πρόσωπο είναι γαιδουριού, το άλλο σου το πρόσωπο είναι σκυλιού
Το πρόσωπό σου γϊά, άμα η τσοιλία σου έμει δεβόλοι
(1951)
Το πρόσωπό συο γελά, αλλά η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, φορτών' σή ράση μου το πιθάρι
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στή ράχη μου το πιθάρι. Γιά μιά μικρή ευεργεσία πού μάς κάνουν, ζητούν να τους πληρώσουμε με το παραπάνω. Με τή λέξη οκούτι (=συμβουλή) πού χρησιμοποιούν οι Φαρασιώτες, η παροιμία ...
Νέ την gόρη του δίτει, νέ το συμbεθερό φκανdάζει
(1951)
Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει. Γιά κείνον πού τα καταφέρνει να κάνει και τή δουλειά του και να τα έχει με όλους καλά. Η παροιμία είναι παρμένη από τις προξενιές, όπου ο έξυπνος πατέρας μπορεί ν' ...
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Ποτέ να μη bάρης ένα gακορίζικο bαιδί, πως έχει καλοί 'ονείς, και ποτέ πάλι να μην αφήσης ένα gαλό bαιδί, πως έχει κακορίζικοι 'ονείς
(1963)
Δηλαδή είναι δυνατον τα παιδιά να μη μοιάζουν με τους γονείς τω
Οπόχει θηλυκό bαιδί, πουτάνα να μη βρίση, κι' οπόχει αρσενικό, κερατά να μη bη
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς παιδιά, δεν πρέπει να κακολογή, επειδή είναι δυνατό και τα παιδιά του να υποπέσουν σε παραπτώματα//Οπόχει = Όποιος έχει, εκείνος που έχει
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
(1963)
Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του
Το πολύ το Κύρι' ελέησον κι ο παπάς δε το στρέγει
(1903)
Ερμηνεία: Επί των επαχθώς τα αυτά επαναλαμβανόντων
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη
Εγώ γαϊδούρι – μ' πουλώ – σε, ναϊλοί ποι θ' αγοράσει-σε
(1939)
Εγώ γαϊδούρι μου σε πουλώ, μα αλλοίμονο σε κείνον που θα σ' αγοράσει
Η εδιά παιδιά δέ gάνει (ή: δέν έχει), κι' ά dά κάμη, δέ φελούνε
(1963)
Δηλαδή, η καλή δουλειά δέν γίνεται με βιασύνη
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)
Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα και το βράδυ τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Ποιός σου 'βγαλε το μάτι σου; Ο αδερφός μου. Λέει Για κειονά σου το βγαλε ετσά βαθειά!
(1938)
Όσο μεγάλη είναι η αγάπη μεταξύ των αδερφών τόσο μεγάλο είναι κατόπιν και το μίσος
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα ...
Τ' Άη Λιά με το μα(ντ)ήλι, του Χριστού με το κοφίνι
(1963)
Λέγεται για τα σταφύλια. Του προφήτη Ηλία είναι λίγα τα ώριμα και βρίσκει κανείς να γεμίση μόλις ένα μαντήλι, ενώ του Χριστού μπορεί να βρή να γεμίση και κοφίνι ακόμα
Ποιός σουβγαλε dο μάτι σου; λε', ο αδερφός μου, λέει, Α! τα 'φτό είν' ετσά βαθειά βγαλημένο;
(1963)
Δηλαδή, το κακό που μας κάνει ο συγγενής μας, είναι βαρύ σκληρό
Όποιος έχει πολύ λίγδα, αλείφ' και 'ςτον κώλο τ'
(1903)
Ερμηνεία: Επί των πολυτελώς και εκ περισσού δαπανώντων
Απ' τ' αυγό πάει στην όρνιθα
(1949)
Λέγεται μάλλον επί κακού, και δηλοί ότι από το μικρό κακό καταλήγει τις να κάμη το μεγάλο. Εχει μείνει από τον μύθον: Μια φορά ήτανε μια χήρα και είχε ένα αγόρι....έκλεψε αυγό...έπειτα όρνιθα....εμεγάλωσε κλεφτης....τον ...
Το gαιρό πο' 'σώσαμεν, άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Σα bο' καταdήσαμεν άdρα μου, ή εσύ ν' απεθάνης ή εώ να χηρέψω
(1963)
Λέγεται συνήθως το πρώτο μέρος, για να χαρακτηρίση κακή κατάσταση. Πολλές φορές ακολουθεί και το δεύτερο σαν αστείο. Π.χ. “Ήτονε, λέει, καμμιά κακιάς διαγωγής κι' εγρίνιαζε με τον άdρα τζη και του τόπε. Και τώρα το λένε, ...
Ασ' το το πελελό bουλί να πά' να παραδίση, να κατελύση τα φορεί κι' απέκειο να 'υρίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος θέλη να φύγη από τον τόπο του, ενώ προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να κερδίση μ' αυτό τίποτε (πελελό=απολωλός, παλαβό, ανόητο, τρελό), (παραδίση=να παροδεύση, δηλ. Να αλητέψη, να βγη από το δρόμο του), ...
Ήβαψες εσύ την αξίνη μου; θα βάψω κι' εω το νι νι σου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”