Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3501-3548 από 3548
Το στσυλλί πήε σο παθινί, πνώνει νε ατσείνος τρώ' νε τ' αβγό 'φήνει να φά'
(1951)
Ερμηνεία: Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτ' εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει
Ό,τι 'α δώζ' μό τα σέρε σου, ατσείνο 'α υπά' νdάμα σου
(1951)
Ό,τι θά δώσεις με τα χέρια σου, εκείνο θά πάει μαζί σου. Οι ελεημοσύνες είναι το καλύτερο εφόδιο του ανθρώπου πού πεθαίνει. Όπως λένε και στήν Εκκλησία (Ακολουθία νεκρώσιμος εις ιερείς): Αν ηλέησαν, άνθρωπε, άνθρωπον, αυτός ...
Μό το χουλϊέρι δίτει τα, τσαί μό το βράδι βgάλλει το 'φτάλμι του
(1951)
Με το κουτάλι το δίνει, και με την άκρια (ουράδι) βγάνει το μάτι του. Γιά τους διπρόσωπους. Λεβ. 64. Ποντ. Α. Π. αρ. 915: Με το χουλάριν δί' το γάλαν και με τόστελίν εβγάλλει ατό
Πώζ με δώστες σά σέρε μου, τσαί πά 'α νίψω σή χαραή μου;
(1951)
Τι μού έδωσες στά χέρια μου και τι να νίψω στό πρόσωπό μου; Όταν μας δίνουν κάτι πολύ λίγο, π.χ. Νερό ή άλλο, που δεν φτάνει στίς ανάγκες μας
Σήν αγκώνα σου κορά, παννίν τζό δίτουν σε
(1951)
Κατά το δικό σου πήχυ, παννί δέ σου πουλούν. Δέ μπορεί ο καθένας να βρεί τα πράματαόπως αυτός τα θέλει. Οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα πάνω στον δικό τους πήχυ κι όχι στού κάθε πελάτη τους το χέρι. Λεβ. 128
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, θέκνεις άν gοσάς σόν gώ μου
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, μού βάνεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου. Κάνεις τάχα πώς με συμβουλεύεις, μά με τορπιλλίζεις και σύ δόλια
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)
Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει
Νά νά΄ς ψωμί, ΄ά νάρτει κονdά σου να μή νά΄ς, τζο ΄ρτσεται
(1951)
Αν έχεις ψωμί, θα ΄ρθει κοντά σου, αν δεν έχεις δεν έρχεται. Όσο έχει κανείς λεφτά, έχει και φίλους – Λεβ. 74
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Σ΄ τσού είκοσι μυαλό, σ΄ τσου τριάντα βιό και σ΄ τσου σαράντα γυναίκα· ειδ΄ αλλιώς είτε βίος, είτε μυαλό, είτε γυναίκα
(1952)
Αν κανείς ως είκοσι χρονών δε δείξη μυαλό, ως τριάντα δεν κερδίζη το ψωμί του, κι΄ ως σαράντα δεν παντρευτή, ας μην έχη ελπίδες γι΄ αργότερα. είτε=ούτε
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)
Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)
Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ...
Τσαι να δεις, πε 'τι τζού 'δα, τσαί να 'κούσεις πε 'τι τζού 'κσα
(1951)
Και να δείς, πες δεν είδα και ν΄ακούσεις, πες δεν άκουσα.
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
(1951)
Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ...
Σου Σαγματά δϊέβοι τζο 'πόμειναν, έμbαν σου ισανούν τις τσοιλίες
(1951)
Στου Σαγματά διαβόλοι δεν απόμειναν, μπήκαν στων ανθρώπων τις κοιλιές
Χάρ α νομάτ' σο βυνάτον dου κορά 'α ποίτσει τ' όργον dου
(1951)
Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τη δύναμη του θα κάμει τη δουλειά του, ερμηνεία: να μη ζητάμε παραπάνου απ' ότι μπορεί ο καθένας να δουλέψει
Άρ ο Θιός να κούνκεν τα καζβάρες, κάτα μέρα χα ψοφήσει α γαϊρίδι
(1951)
Αν άκουε ο Θεός τα κοράκια, κάθε μέρα θα ψοφούσε ένα γαϊδούρι. Το λένε όταν δεν θέλουν να δώσουν σημασία στις κουβέντες ή στις κατάρες του κόσμου
Τώρα που ζω θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε σ'το γνωρίζω
(1952)
Σα φύγω, σαν πεθάνω
Σώστου να 'ρτϊέσ' τα νερά να 'εμώσ' η λίμbλη, ζ' μαθράκας τα φτάλμε α βgούνε
(1951)
Ώσπου να κανονίσεις τα νερά να γεμίσ' η λίμνη, του βάτραχου τα μάτια θα βγούνε
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
(1951)
Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός
Το στσυλλί παρακαλεί το Θεό, λε 'τι κι: Να δώσ' σον αυτένη μου πολύ, να δώσει τσαι μέν' να φάω
(1951)
Το σκυλί παρακαλεί το Θεό, λέει: Να δώσεις στον αφέντη μου πολύ, να δώσει και σε μένα να φάω
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)
Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)
Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει
Νε του Σαμού το σοκάρι, νε του Αράπ' η χαραή
(1951)
Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
(1951)
Βρήκες τον άνθρωπο να του πουλήσεις κάρδαμα
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)
Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν
Τόινα σου το πρόσωπο εν' γαιριδιού, τ' άβου σου το πρόσωπο εν' στσυλλού
(1951)
Το ένα σου το πρόσωπο είναι γαιδουριού, το άλλο σου το πρόσωπο είναι σκυλιού
Το πρόσωπό σου γϊά, άμα η τσοιλία σου έμει δεβόλοι
(1951)
Το πρόσωπό συο γελά, αλλά η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, φορτών' σή ράση μου το πιθάρι
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στή ράχη μου το πιθάρι. Γιά μιά μικρή ευεργεσία πού μάς κάνουν, ζητούν να τους πληρώσουμε με το παραπάνω. Με τή λέξη οκούτι (=συμβουλή) πού χρησιμοποιούν οι Φαρασιώτες, η παροιμία ...
Νέ την gόρη του δίτει, νέ το συμbεθερό φκανdάζει
(1951)
Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει. Γιά κείνον πού τα καταφέρνει να κάνει και τή δουλειά του και να τα έχει με όλους καλά. Η παροιμία είναι παρμένη από τις προξενιές, όπου ο έξυπνος πατέρας μπορεί ν' ...
Το κορίτσι λέν dα ενgαό καό, άμα το γαιρίδι σον gώ τζο μbορεί νdα τσενdήσει, που καυτσέται τσαί κάθεται
(1951)
Άπραγος άνθρωπος. Τη φράση την έλεγαν πιο πολύ πειραχτικά για τις υποψήφιες νύφες, που τάχα ήταν καλές, ενώ δεν άξιζαν
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)
Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι
Το γλυτσύ η γουώσσα βgάλλει το φίδι 'ς το τρυπί
(1951)
Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά
Αντϊές το στσυλλί, έπαρ' το ραβdί σα σερε σου
(1951)
Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
(1951)
Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Άνεβ' η πράσα στο βουνό κι έσεισε την ορά της, καλώς τη τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τα σκορδαράκια της και με τα γυαλικά της
(1960)
Τη Σαρακοστή λέμε και το μύθο
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Ανέβη η πράσα στο βουνό κι έσειρε την ορά της. Καλώς την τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τσι πρασουλίδες της και με τα γιαλικά της
(1957)
Του Ζώνη το τραγούδι, του Ζώνη Μουρίκη, επέθανε το 1925
΄Γούμενε του Δαμαλά, δίχως νου, δίχως μυαλά, τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες. Βάστα, γέρο κούλερε, γύρ΄ζε τ΄ν αχερόμυλο κούνα τ΄ αραπόπ΄λο
(1940)
κούλερε=΄πειδής τον εχαλάσανε. Σημ. Έχει τοποθεσία στο χωριό κοντά, που τη λένε Δαμαλά. Εκεί κατοικούσε κάποιος γούμενος κι είχε παραυγιό έναν καλόγερα. Τον έστερνε στο ψάριμα και κάθε μέσα τούφερνε μικρά ψάρια. Μα ο ...
Βάρα, βωρέ Ντούγλη! Βάρα καί σύ!
(1959)
Παλιότερα είχαν αμπέλια εδώ στους Οθωνούς κι ερχόνταν εργάτες από τη Χειμάρρα (αντίκρυ στην Ήπειρο) να δουλέψουν. Μια μέρα έφτασε κι ένα ντερέκι (= ένας μεγαλόσωμος, μποϊκλής) για να πιάση δουλειά. Δούλεψε 2-3 μήνες, γνώρισε ...
Κόμ' ο δϊέβος μακρυναίνει το ράμμαν dου, σωστού νdα φέρει σην όχτην bάνου. Σαμ α νdα φέρει σην όχτην bάνου, α κόψει το ράμμα 'πό μακρά, α πέσει ση λίμbλη
(1951)
Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχτη απάνου. Όταν το φέρει στην όχτη απάνου, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη
Επίσκοπος του Δαμαλά ούτε νου ούτε μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελα, τα μεγάλα γύρευα. Γύριζε, χειρόμυλε κούνα και το διάολο
(1960)
Μια φορά ήτανες ένας δεσπότης από το Δαμαλά.(Δεν ξέρουμε που είν΄ αυτό το μέρος) Αυτός μια μέρα εβήκε με το καλαμίδι του να ψαρέψη. (άνθρωπος ήτανε). Εκεί που ψάρευε στις ράχες, έβγανε ψάρια όλο μικρά. Λέει μοναχός του : ...