Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 5686
Μήτ' η αρκονκιά κληρονομιά μήτε τ' οφίκκιον πάντα
(1943)
Ούτε ο πλούτος βέβαιος ούτο το αξίωμα μόνιμον
Στα γεράματά μας τζέρρατοι
(1931)
Για κομψευομένους γηραλέους
Έτζ' τζ' είμαι σαρράφης
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο Γενάρης γεννά τζαί πογεννά
(1931)
Είναι άστατος μήνας δηλαδή
Ξωπαναυρα χωργκάτης αλλαμένος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων να κατορθώσουν τι, αφού απολέσθη η προς τουτο ευκαιρία, ως πράττει ανόητος τις, ενδυόμενος μεγαλοπρεπής (αλλάσσων) “κατόπιν εορτής”
Άρκος και πελλός όπως του δόξη
(1943)
Ο πλούσιος και ο τρελλός έχουν ιδιοτροπίες και παραδοξότητες εξ ίσου
Μπαίνει, βκαίνει σαν τογ κώλον της όρνιθας
(1940)
Δι' όσους είναι ανήσυχοι ως τα παιδιά, που “εν έχουσι κάτσιμον μηδέ παμόν”
Βάλε κουτσιά, στημ ποκουτσιάν, να ξηλειφτής τοσ σπόρον
(1940)
Κατά την “ποκουτσιάν” νέα καλλιέργεια κουκιών, δεν θα αποδώση τίποτε διά το παράκαιρον, όπως και καθετί που διαπράττεται ακαίρως
Με τον οκτρόν μου να δω, με τον σταυρόμ να βάλω
(1920)
Οκτρός = εχθρός, διάβολος
Αφήκαμεν τα θέρη μας και ξικανναουρίζουμεν
(1943)
Δηλαδή, αφίσαμεν τα ουσιώδη και ασχολούμεθα δια τα επουσιώδη
Αρχοντικά πορεύκονται και σκύλλικα κοιμούνται
(1943)
Δι' εκείνους που επιδεικνύουν πολυτέλειαν ενώ εις την πραγματικότητα κακοπερνούν
Όποιος στα λόγια σου θαρρεί στους όρκους σου πιστεύκει, στην θάλασσαν πιάννει λαούς τζιαι στα βουνά ψαρεύκει
(1954)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, οι οποίοι κατέχονται από το πάθος του ψεύδους
Κάμνει ο κλέφτης ταρασ'ήν, να φοηθή που χάση
(1948)
Κάνει ο κλέφτης ταραχή, να φοβηθή όποιος χάση
Εμπήκε το νερόν στ' αυλάτζιν
(1940)
Όπως το νερόν όταν μεταχετευθή αρδεύει τον κήπον μας, ούτω και κάθε εργασία τακτοποιηθείσα επιτελείται καλώς
Τράβα πόνον για ομορφιά
(1943)
Δεν πειράζει αν υποφέρης, φτάνει να φαίνεσαι ωραίος
Εμπήκαν τζαι τα σκατά στο πιάτον
(1940)
Δια τους ανυπολήπτους, που προβάλλουσι με αξιώσεις είτε κατορθούσι να θεωρώνται καλά στοιχεία
Ως που πάμεν τζαι γερνούμεν άλλα πράμα τα θωρούμεν
(1931)
Όσο πάμε και γερνάμε, άλλα πράματα κυτάμε
Όσοι μπαίνουν τζ' όσοι βκαίνουν, τημ Παρασσεβκήσ στηχ χώραν
(1940)
Η παροιμία είναι 2 στίχοι από σατυρικό άσμα
Άμα εν νοδκιές τα μηναλλάγια ο γρόνος εμ πίσω
(1945)
Αν ο καιρός κατά τα μερομήνια είναι με υγρασία η χρονιά προβλέπεται άσχημη
Άμα βρες hη τζιαί φυσά βορκάς πούλε σιτάριν τζιαί γόραζε βούδκια (ή ταρκά)
(1945)
Σπάνια βρέχει όταν φυσά βόρειος άνεμος. Αν συμβή το αντίθετο προβλέπεται πως ο χρόνος θα είναι ευνοϊκός για τη γεωργία και την κτηνοτροφία
Ο μάντης ρήας τζαν γενή, πάλε μαντιές μυρίζει
(1925)
Μάντης = ο αθίγγανος, ο εξασκών την μαντικήν
Όσοι μπαίνουν τζ' όσοι βκαίνουν, τημ Παρασσεβκήσ στηχ χώραν
(1940)
Ιστορική
Το πράμαμ πουγεννά ψοφά
(1931)
Είναι πείραγμα που έρχεται ως συμπλήρωμα για ένα άψυχο πράμα, που σου λέει ο άλλος πως γέννησε. Τον λόγο έχει ο Ασκλανίχοτζ'ας, ο Ναστρεδδίν Χότζας. Δανείστηκε δηλαδή , μιά φορά από τη γειτόννισά του ένα καζάνι. Ύστερα ...
Άμα βρέξη ο Μάρτης τζιαι πουμπουρίζη, λαλεί: “Μιchά, μιάλα κλουθάτε μου” τζιαι πολοήθην το ρόβιν τζι' είπεν του: “Τζιαι γιω που 'μαι που κάσ' στοβ βώλον;” “Εσού μιτσίν, μα καρπερόν”
(1945)
Πολοούμαι= απαντώ, απολογούμαι, Συνοδεύεται από κείμενο...
Ερκώθης που τον άρκονταν δήννει σε που την γλώσσαν
(1954)
Εχρεώθης απ' τον πλούσιο, σε δένει από την γλώσσα
Κόβκει αγκούρες
Σημείωση: Αγκούρα = μεγενθυτικόν του αγκούριν
Πάσα αρκή δυσκολία
(1948)
Κάθε αρχή είναι δύσκολη
Πάσα αρκή, δυσκολία
(1931)
Κάθε αρχή 'ναι δύσκολη
Του τόκοψεν Τρικωμίτικα
(1925)
Εκ του χωρίου Τρίκωμο
Τον άρκονταν και τ' όξινον ώσπυ το σφίγγεις βκάλλει
Τσαι τ' όξινον
Να φοβάσαι από τον ασύντεχον
(1919)
Ασύντεχος = αμίλητος, τοιούτη θεωρούνται οι άγιοι
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
Σημ. Κορωνίν = εξάρτημα αρότρου
Ήρτεννά μας κόψη κάμποσες λουβάνες
Λουβανιτσής = ο καυχηματίας
Εν έππεσεν ο ζάχαρις 'ς το νερόν
(1924)
Ουδεμία ανάγκη σπουδής. Κυρ.: δεν έπεσεν η ζάχαρις 'ςτο νερόν, ώστε να είναι φόβος, μήπως λειώση αμέσως και επομένως να είναι ανάγκη μεγίστης σπουδής. Ανάλογος την σημ. η ανωτ. π. εν λ. άνεμος “Εν επήρεν ο άνεμος ταγκάλια” ΣΚ. Β' 278, αρ. 9...
Εβούλλωσεν του τα ο δκιάολος
(1940)
Πιστεύεται ότι του φιλαργύρου τα χρήματα είναι κατηραμένα και φέρουσι δυστυχίαν. Ίδε “ ακριβός ” 9, του οποίου προφανώς είναι βραχυλογία...
Τα άσπρα του τζυρού μου ισιώνουν την καμπούραμ μου
(1940)
Ερμηνεία: Την δυσμορφίαν συγκαλύπτει ως και ψυχικά ελαττώματα το παντοδύναμο χρήμα...
Άσπρον πληθ. Άσπρα, ασπρούδικα, νόμισμα επί λατινοκρατίας...
Επί τουρκοκρατίας αξίας 1/3 του παρά, ίσον προς 1/40 του ριαλιού...
Άσπρον πληθ. Άσπρα, ασπρούδικα, νόμισμα επί λατινοκρατίας...
Επί τουρκοκρατίας αξίας 1/3 του παρά, ίσον προς 1/40 του ριαλιού...
Η αλεπού την ουράτης δε σήκωνε και τραβούσε και νεροκολοκύθι ακόμη
(1954)
Ερμηνεία: Δια τους επιχειρούντας ανώτερα των δυνάμεων των, χωρίς να έχουν και τα προσόντα δια την επιτυχίαν του σκοπού που επιδιώκουν
Όποιος βουρά τζ΄ εθ θωρεί ο μωρός του, κουτσουβλά τζαι πάει χαμαί
Κουτσουβλώ = σκοντάπτω
Αντζελοείδε
(1940)
Πιστεύεται ότι οι σπασμοί που καταλαμβάνουσι τους ασθενείς προέρχονται από τον φόβον τους αντικρύζοντας τον άγγελον θανάτου. Λέγεται προς έκφρασιν υπερβολικού φόβου
Τ' αρρώστου η βούκκα φαίνεται, του νηστικού χωρίζει
(1953)
Το κάθε τι φαίνεται, δεν δυνάμεθα να το κρύψωμεν
Της χήρας τ' αναστέναμαν τζαι τ' αρφανού το κλάμαν εις τον Θεόν ανέβησαν τζ' αγγάλεμαν εκάμαν
(1920)
Σημ. Αγγάλεμαν = επίκλησις, αρά
Κάθε αρνίμ που τα πισινά του πόδκια εν τα κρεμμαστή
(1940)
Κρινόμεθα ανάλογα με τας πράξεις μας
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1953)
Διά μίαν μηδαμινήν λεπτομέρειαν, αποτυγχάνομεν. Να προσέχωμεν και τα ασήμαντα ακόμη σφάλματα
Παπά παιδί δκιαόλου αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Πιστεύεται ότι τα τέκνα των ιερέων είναι συνήθως πολύ έξυπνα
Εβκαλέμ με άσσον τζαί τριαντάνα
(1940)
Εκ του σχετικού παιγνιδιού με χαρτιά
Είπεν ο γάαρος του πετεινού τζιεφάλα
(1951)
Είπε ο γάϊδαρος του πετεινού κεφάλα
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1930)
Επί των μη κατορθούντων να φέρουν εις πέρας έργον ή υπόθεσιν τινα δι' έλλειψιν ή στέρησιν ασημάντου πράγματος, αλλ' απαραιτήτου
Το γαούριν μιαλινίσκει τζιαί το στρατούριν μιτσιανίσκει
(1953)
Όσον τα παιδιά μεγαλώνουν, τόσον και τα έξοδα των γονέων γίνονται περισσότερα
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Μείνε ρκά ξησκούφωτη, ώστι νάρτ' ο Μάς να σκουφωθής
(1940)
Το σκούφωμα συνηθίζεται από τους χωρικούς τον χειμώνα διότι θερμαίνει. Εν τούτοις χρησιμοποιείται ως προφυλακτικόν δια τον ήλιον και το καλοκαίρι
Λείπει μας τζι' ο γάδαρος λείπει μας τζι' η ταή του
(1953)
Ταη = τροφή
Ο άρκοντας έφαν τζ έβρασεν τζι ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν
(1931)
Θέλει να δηλώση πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαΐ του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος φοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Αθ θέλης να φυής τησ σκάλαν αρκίνα που το πρώτον σκαλίν
(1953)
Να φυής=να ανεβής, Αρκίνα=άρχισε
Ούτ' ακρονκιά κλερονομιά, ούτε το φίτσ'ομ πάντα
Λέγεται διά το ευμετάβολον των ανθρωπίνων
Κάθε αρνίμ που το τσουνάριν του εν να κρεμαστή
(1940)
Τσουνάριν το, είναι το άκρον του πισινού ποδιού του προβάτου
Ο γάιδαρος ο κόντρης πριν να δή το σαμάρι κάθεται
(1951)
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι μόλις ευρεθούν προ υποχρεώσεων ή ευθυνών ζητούν με πάντα τρόπον την αποφυγήν των προτού να δοκιμάσουν τας δυνάμεις των
Του αρρώστου η βούκκα φαίνεται
(1940)
Ο ασθενών γίνεται αντιληπτός από την έκφρασιν του προσώπου του
Η αρρώσκεια μπαίνει με το σατσίν, τζαι βκαίνει με το βελόνιν
(1940)
Η ασθένεια και τα ατυχήματα νομίζομεν ότι μας έρχονται γλήγορα, και βραδύνουσι να μας αφήσωσι, διότι τα αισθανόμεθα ζωηρότερον παρά τα αγαθά
Η σήρα τζαι το ορφανόν, εις τοθ θεόν αγκάλεμαν εκάμαν, τζ' ενίκησεν του αρφανού το κλάμα
(1940)
Η χήρα ευρίσκει σύζυγον όχι όμως και οι ορφανοί γονείς
Απόν ημπορεί να δέρει τον γάαρον γέρνει το σάμαν
(1951)
Όποιος δεν μπορεί να δείρη τον γάϊδαρον δέρνει το σαμάρι
Αθ θέλη ο γείτος σου, παντρεύβκεις το παιδίσ σου
(1951)
Αν θέλη ο γείτονας σου παντρέβεις το παιδί σου
Ανάθεμα την αρφανιάν, όσα καλά τζ' αν έση
(1940)
Η ορφανιά είναι πολύ αισθητή
Κάθε αρκή δυσκολία
(1940)
Όσον εξονυχιστική και αν είναι η μελέτη αναλαμβανομένης ενεργείας, πάντοτε θα συναντηθώσι πολλαί δυσκολίαι και λάθη εις την εφαρμογήν