Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2701-2800 από 3101
Η νύχτα 'χει ένα μάτι και πάλι κι' εκείνο 'ναι στραβό, μα η μέρα 'χει εκατό και πάλι λαθάζεται κανείς
(1963)
Δηλαδή τη νύχτα δεν βλέπει κανένας και μπορεί να γελαστή
Η λαήνα πάει πολλές βολές στο νερό, αλλά πάει και μια και δε στρέφεται
(1963)
Δηλαδή επειδή δεν γίνεται καθημερινώς το κακό, δεν σημαίνει, ότι δεν θα γίνη κάποτε
Καλά 'dα λόια σου, μα νάχης και με καλοί αθρώποι να κάμης
(1963)
Λέγεται, όταν η εφαρμογή μιας ορθής συμβουλής εξαρτάται και από άλλους ανθρώπους, που είναι γνωστό ότι δεν πρόκειται να βοηθήσουν ή να συμφωνήσουν
Άιά Βαρβάρα βαρβαρώνει κι΄Άης Σάββας σαβανώνει κι΄άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Επειδή χιονίζει τα Νικολοβάρβαρα το λένε. Δηλαδή: την εποχή της εορτής των τριώναυτών αγίων κάνει τόσο κρύο, ώστε πεθαίνουν άνθρωποι. Το λένε, όταν τύχη να κάνη πολύ κρύο τις ημέρες αυτές, όταν τύχη να χιονίζη
Πότε πίττα με λαρδί, πότε πίττα μοναχή, πίτε και μητε καθόλου
(1963)
Λέγεται κι' όταν έχη κανείς πολύ καλό φαγητό κι' όταν έχη μέτριο κι' όταν έχη πενιχρό και κυρίως στήν τρίτη περίπτωση, σάν παρηγοριά. Λέγεται φυσικά και μεταφορικώς.
Πας να πης το bόνο σου και λες τσι bοbές σου
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς εκμυστηρεύεται τον πόνο του, εκθέτει τα μυστικά του και συνεπώς πρέπει ο άνθρωπος να είναι επιφυλακτικός
Θέλω τη ναναι κι όμορφη, θέλω τη νάχη κιόλα, και να gι από ψηλή 'ενιά κι από μεγάλη πόρτα
(1963)
Δηλαδή για άνθρωπο, που έχει πολλές αξιώσεις και γι αυτό δυσκολεύεται να παντρευτή
Όλο dό πά είναι νά μήν έbη η ελιά στά μάgανα, αφού εbή, θά τή σφίξουνε
(1963)
Όλο dο πά = τό πάν
-Θώριε στραβέ. Λέει -Θώριε, Θεέ
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός βλέπει το άδικο και τιμωρεί εκέινους, που αδικούν. Από τον επόμενο μύθο: Ήτανε, λέει κανένας κι' ήτανε στραβός και τον είχε στη bόρτα η γυναίκα dου, ια ναπαdά τσ' όρνιθες να μη bαίνουνε μέσα, κι΄ εκείνη ...
Ο Ενάρης δε 'εννά μήτ' αβγά μήτε πουλιά, μόνου χιόνια και νερά
(1963)
Δηλαδή, ο Γενάρης είναι μήνας βροχής και χιονιάς. Λέγεται, όταν παραπονιόμαστε για την κακοκαιρία του ή για την έλλειψη αβγών αυτό το μήνα
Να 'δα η γρϊά, πού δεν είχε δόδια 'ιά το μέλι
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος με πλάγιο τρόπο εκφράζη την προτίμησή του γιά κάτι. “Μιά βολά, λε', ερωτήξοσι μιά γρϊά, ειdά 'χει καλύτερα, το μέλι ή άdρα; Λέει :Μά έχω ' δά 'ώ η κακομοίρα δόδια 'ιά το μέλι;” δηλαδή ήθελεν άdρα. ...
Σα gαμ' Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης μια bορίτσα, να δής κουλούρια σταυρωτά που κάνου dα κορίτσα
(1963)
Κουλούρια σταυρωτά = σχήματα κουλουριών με περισσότερες από μια τρύπες
Που ζυμώση και πλυθή πέdε μέρες όμορφη, κι οπού πλύνη και πλυθή πέdε μέρες άσκημη
(1963)
Π. χ. Με τ' απόπλυμα όποια πλυθή θαν εδά πέdε μέρες όμορφη
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος
Μ' όποιο (ή μ' οιο) δάσκαλο καθήσης (ή κι α gάτσης) τέθοια γράμματα θα μάθης
(1963)
Δηλαδή αναλογα με τις συναναστροφές του κανείς εξελίσσεται
Ο Μάης έχει τ' όνομα κι Απρίλης τα λουλούδια
(1963)
Είναι όμοιο με το: Άλλος έχει τονομα κι άλλος έχει τη χάρη
Άμα θωρής το ξένο και τρώει με τη μια dου μασέλα το φαΐ σου, τρώε κι εσύ με τσι δυο
(1963)
Δηλαδή έτσι θα μειώσης τη ζημιά σου
Να 'ξέρετε οι λεύτερες, είdα 'ν' οι παdρεμένες, τα ρούχα σας επαίρνετε να φύετε, καμένες
(1963)
Λέγεται και κυριολεκτικώς, αλλά και γενικώς για ό,τι δήποτε επιθυμούμε αγνοώντας ότι έχει και την κακή του όψη//Να 'ξέρατε = αν ξέρατε
('Ια) πως θα φά' ένας άθρωπος μια σκατουλα, πρέπει να τη φάη κι ο άλλος;
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να μιμείται ο ένας άνθρωπος τον άλλο
Σκαλίζοdας η όρνιθα ήβγαλε dόνα τζη μάτι και ξανασκαλίζοdας ήβγαλε τάλλο τζη
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς ανακινή, λεπτολογή μια υπόθεση με την ελπίδα να ωφεληθή και ζημιώνεται στο τέλος υλικώς ή ηθικώς
Οι κάλλιοι κι οι καλύτεροι τη ρόα δεν επήρα gι ευτός με τη bαλιορασά τη ρόα θένα πάρη;
(1963)
Λέγεται όταν επιδιώκη κανείς κάτι ανώτερο της θέσεώς του ή της δυνάμεώς του
Άμα δης τη gαλωσύνη, παίρνε τηνε μέσα
(1963)
Δηλαδή το χειμώνα πρέπει να εκμεταλλευώμεθα τις καλοκαιρίες
Άμα λες (ή: σα dο λες ή: ό,τι λες) και δε dο κάνης, την υπόληψή σου χάνεις
(1963)
Λέγεται όταν δεν τηρή κάποιος τον λόγο του
Αν ετρώαν οι σκύλοι τα κλαδιά, ήθελε ναχωμε gι εμείς μια δέκαριά
(1963)
Δηλαδή για να έχης ζώα, πρέπει να έχης και τα μέσα να τα περιποιείσαι. Αν τα πράγματα μπορούσαν να γίνονται μόνα των, δεν θα υπήρχε δυσκολία για την απόκτησή των
Όποιος αγαπά τα φάβατα, σπέρνει κουκιά και κάνει τα
(1963)
Λέγεται, σε φιλοφρόνημα, σαν αστείο, σα χάδι, κάποτε και σαν ελαφρά ειρωνεία. Π.χ."- Τη bροχτές ήφυες κακιωμένη και μας εφοβέρισες πως δε ξαναπατείς το κατώφλιο μας, κι , κι εκείνο μαθές (=και όμως) ήρθες κιόλα!. - Μ' αγαπώ ...
Α d' αβγό στη bέτρα, αλίς στ' αβγό, κι αν η πέτρα στ' αβγό, πάλι αλίς στ' αβγό
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε το αβγό θα σπάση. Π.χ. “και με τσ' Αμερικάνοι να πάμεν, έρημα την έχομε, gαι με τσι Ρώσοι να πάμε, dα ίδια. Ά d' αβγό στη bέτρα,αλίς ....”
Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι, ήθε να το τρω gι' οι κατσιβέλοι
(1963)
Δηλαδή κάθε εργασία απαιτεί ωρισμένες ικανότητες, που δεν τις διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι
Οι απεθαμένοι με τσ΄ απεθαμένοι κι' οι ζωdανοί με τσι ζωdανοί
(1963)
Λέγεται για δικαιολογία σε περίπτωση, που λησμονεί κανείς τους νεκρούς του και σαν συμβουλή, όταν διαρκώς τους θυμάται και μιλάει γι΄ αυτους
Αναθεμα πο' δούλεψεν ευτά dα τρία Σάββατα, το κρίνο και το τυρνό και το πρωτονήστιμο
(1963)
Τυρνό = της Απόκρεω, τύρνό = της τυρινής εβδομάδας, το πρωτονήστιμο = της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής
Όdε gλέβγουνε, μη gλέβγης, κι όdε gλεφτοϋρεύγουνε, κάθο' 'συ ήσυχος και δε σε κόφτει
(1963)
Δηλαδή όποιος κάθεται φρόνιμα, δεν έχεις να φοβάται τίποτα
Δέν είν' αβγό, μόνου τόκαμεν ο πετεινός
(1963)
Λέγεται, όταν δυό άνθρωποι λένε τό ίδιο πράγμα καί ο ένας απ' αυτούς τό διατυπώνει έτσι, ώστε νά νομίζη, ότι είναι διαφορετικό. Π.χ. “Μ' αρρωστημένη είσαι; - Όχι. Μιάν ανεκάτωση νοιώθω καί μέ πονεί κι' η κεφαλή μου. - Δέν ...
Άμα θωρής το ξένο και τρώει με το ένα dου μάουλο το φαΐ σου, τρώε κι εσύ με τα δυο σου
(1963)
Δηλαδή έτσι θα μειώσης τη ζημιά σου
Ας με βαστά η μάνα μου, κι ας με βαστά κι άσκημα
(1963)
Δηλαδή η αγάπη του παιδιού προς τη μάνα είναι μεγάλη. Με κανέναν άλλο δεν αισθάνεται τόση ασφάλεια και τόση χαρά
Οπόχει ρούχ', ας τα φορή (ή χαρή) απού τ' Άη Ωργιού κι' εκεί
(1963)
Του Αγίου Γεωργίου πρωτοφορούσαν τα καλοκαιρινά τους. Τότε κυκλοφορεί κανείς έξω και φαίνεται το ρούχο του και το χαίρεται. Π.χ. -Ήβαλες, κιόλα τα καλοκαιρινά ; -Δεν έχεις ακουστά πως Οπόχει ρούχ' ας τα χαρή, απού τ' Αή ...
Όdεν έχης πέdε, κράτα κι' όdεν έχης δυό, ξαπόλα
(1963)
Κράτα ή κράθιε
Αν ανεμένη εδά κανείς απού τα ρούχα ριζικό κι' απού τ΄ αbέλια μοίρα!
(1963)
Δηλαδή η αποκατάσταση μιας κόρης δεν εξαρτάται από την προίκα της αλλά είναι ζήτημα τύχης ή ικανότητος
Άσπρος γεννιέτ' ο κόρακας και 'ερανιός κανιάζει και μαύρος καταστήνεται και του κιουρού dου μοιάζει
(1963)
Δηλαδή το παιδί όσο μεγαλώνει μοιάζει με τους γονείς του
Ας μη λύσ' εμένα το βρακί μου, κι ας λύση και τσή μάνας μου κι ας λύση και τσ' αδερφής μου
(1963)
Δηλ. Κάθε άνθρωπος ευθύνεται και μπορεί να ελέγχη μόνον τις πράξεις του
Δέν είν' αβγό, μόνου τόκαμεν η όρνιθα
(1963)
Λέγεται, όταν δυό άνθρωποι λένε τό ίδιο πράγμα καί ο ένας απ' αυτούς τό διατυπώνει έτσι, ώστε νά νομίζη, ότι είναι διαφορετικό. Π.χ. “Μ' αρρωστημένη είσαι; - Όχι. Μιάν ανεκάτωση νοιώθω καί μέ πονεί κι' η κεφαλή μου. - Δέν ...
Ο 'έρος δε dόχει πως απεθαίνει παρά (ή μόνου) πως ζει και μαθαίνει
(1963)
Δηλαδή όσο ζει κανείς, διδάσκεται. Το βαρύ δεν είναι ο θάνατος, παρά η διακοπή της γνώσεως
Η γρϊά δε dόχει πως απεθαίνει παρά (ή μόνου) πως ζει και μαθαίνει
(1963)
Δηλαδή όσο ζει κανείς, διδάσκεται. Το βαρύ δεν είναι ο θάνατος, παρά η διακοπή της γνώσεως
Έμη σκόρδο, έμη κρεμμύδι!
(1963)
Δηλαδή και το ένα και το άλλο, δεν φτάνει το ένα παρά και το άλλο, δεν φτάνει που... αλλά και..., Π.χ. “Χμ! Και καφέ και γλυκό μου φέρνεις; Έμη σκόρδο, 'δα, έμη κρομμύδι!” “Δε σώνει εδά που τον ήβρισε, μόνου του τσ' ήδωκε ...
Ξέρεις, να κλέψης; Λέει Ξέρω. Κι άμε να κρύψης; Όχι. Παλιοκλέφτης είναι ταδεμή
(1963)
Δηλαδή πρέπει να έχης την ικανότητα να φέρης εις πέρας μια υπόθεση
Οι κάλλιοι κι οι καλύτεροι τη ρόα δεν επήρα gι εσύ με τη bαλιορασά τη ρόα θένα πάρης;
(1963)
Λέγεται όταν επιδιώκη κανείς κάτι ανώτερο της θέσεώς του ή της δυνάμεώς του
Ότι να δης τη gαλωσύνη, πατ' τηνε μες στο σπίτι σου
(1963)
Δηλαδή το χειμώνα πρέπει να εκμεταλλευώμεθα τις καλοκαιρίες
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα
Αν έχης εσύ κοιλιά 'ια σπάσιμο, δεν έχω 'ω φαΐ 'ια χάσιμο
(1963)
Λέγεται για τους φαγάδες φυσικά, όταν τρώνε φαγητό όχι το δικό τους. Για το δικό τους δεν θα μας έμελε, όσο κι αν έτρωγαν
Α δε σφιχτή ο μάdαλος κι α δε σειστούν οι κώλοι κι α δε gολλήσουν, ο άμος δε dελειώνει
(1963)
Δηλαδή, ο γάμος και γενικώτερα κάθε δουλειά διατρέχει κίνδυνο και μέχρι της τελευταίας στιγμής να ματαιωθή
Του κακού 'αbρού το dουλάπι τ' ανοίεις, μα του καλού 'ιού δε d' ανοίεις
(1963)
Δηλ. στο σπίτι της κόρης σου έχεις περισσότερο θάρρος παρά στο σπίτι του γυιού σου
Βασιλικός κι' α μαραθή, τη μυρωδιά την έχει
(1963)
Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι: Κι' αγάπη μου κι' ά μ' αρνηστή πάλι στο νου τζη μέχει. Δηλαδή, απο κάτι καλό πάντα μένουν τα ίχνη
Από 'κει που 'πέρασεν η κατσίκα θα περάση και το κατσικάκι
(1963)
Δηλαδή τα παιδιά κολουθούν το κακό παράδειγμα των γονιών. Κυρίως λέγεται για τα κορίτσια, όταν μοιάζουν της μητέρας σε θέματα ηθικής
Χριστέ, μη bέψης του παιδιού τα βάνει ο νους τση μάνας
(1963)
Δηλαδή η μητέρα επειδή πολύ αγαπά τα παιδιά της, σκέπτεται διαρκώς ότι τα απειλούν τρομεροί κίνδυνοι
Ξέρεις, να κλέψης; Λέει Ξέρω. Κι άμε να κρύψης; Όχι. Σκατά κλέφτης είναι ταδεμή
(1963)
Δηλαδή πρέπει να έχης την ικανότητα να φέρης εις πέρας μια υπόθεση
Ποιός πλούσιος επέθανε gι' ήπηρε βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο κι' εκεινό 'ναι πολύ dου
(1963)
Το βιός = ο πλούτος, η περιουσία
Προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι' α δεν έχης, αόρασε, κι' α δεν έχης ν' αοράσης, κλέψε
(1963)
Προφωνεύω = τρώω κρέας την προφωνή εβδομάδα
Α gάμης καλά παιδιά, το έχει είdα το θες; Και πάλι, α gάμης κακά παιδιά, το έχει είdα το θες;
(1963)
Έχει = Περιουσία
Έπέρασεν ο καιρός πο΄ ΄δένα τζι σκύλοι με τα λουκάνικα
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή δεν είχανε τότε οι σκύλοι την εξυπνάδα να φάνε τα λουκάνικα να ελευθερωθούν
Σα gάμ' ο Μάρτης δυό νερά κι' Απρίλης άλλο ένα, χαρά στσι νοικοκιούριδοι οπόχουσι σπαρμένα
(1963)
Ερμηνεία: Η βροχή του Μάρτη και του Απρίλη ωφελεί τα σπαρτά
Του Μάρτη αν οι τρεις του κακές, όλος καλός, αν οι τρεις του καλές, όλο κακός
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όταν οι τρεις πρώτες μέρες του Μάρτη είναι κακές, ο υπόλοιπος είναι όλο καλωσύνες και αντιθέτως
Ια μια την ήπαθεν ο Μαραβέλης
(1963)
Ήπαθεν ή την εγλύτωσεν
Άμα θωρής φαϊ, κάτσε, κ' άμα θωρής ξύλο, φεύγα
(1963)
Λέγεται σαν συμβουλή, όταν αρνείται κανείς να καθήση να φάη ή όταν δεν απομακρύνεται από καυγά άλλων. Δηλαδή, δεν πρέπει να χάνη το φαϊ κι΄ απ΄ τον καυγά πρέπει να φεύγη, γιατί και ξύλο μπορεί να φάη και μάρτυρας να πάη
Ποιός ήθελε να μου το π' εδά, λέει, και να του το πιστέψω!
(1963)
Λέγεται αντί του απλού: Ποιός ήθελε να μου το πη (ποιός θα μου το έλεγε)
Το ότσι ότσι τέσσερις και το κατσίκι πέdε και το σκυλί και το γατί μέρες εξηdαπέdε
(1963)
Ότσι = χοίρος
Άμα θωρής το ξένο και τρώει με το ένα dου μάουλο το φαΐ σου, τρώε κι εσύ με τσι δυο σου
(1963)
Δηλαδή έτσι θα μειώσης τη ζημιά σου
Αλίς του που δε gρίνεται και τονε κρίνουν dριάdα
(1963)
Αλίς του που δε gρίνεται και τονε κρίνουν dριάdα ή άλλοι
Άμα θωρής το ξένο και τρώει με τη μια dου μασέλα το φαΐ σου, τρώε κι εσύ με τα δυο σου
(1963)
Δηλαδή έτσι θα μειώσης τη ζημιά σου
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
(1963)
Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ.
Δέν είν' αβγό, μόνου τόκαμεν η κόττα
(1963)
Λέγεται, όταν δυό άνθρωποι λένε τό ίδιο πράγμα καί ο ένας απ' αυτούς τό διατυπώνει έτσι, ώστε νά νομίζη, ότι είναι διαφορετικό. Π.χ. “Μ' αρρωστημένη είσαι; - Όχι. Μιάν ανεκάτωση νοιώθω καί μέ πονεί κι' η κεφαλή μου. - Δέν ...
Ανάθεμα πο πίστεψε dων αδερφiιώ τ΄ αμάχι και τ΄αdρούνου τη gακιά απου το πρωί ως το βράδυ
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Ετσακώθησα bάλι, πο΄΄ίνησαν από δυο χωριά. Αύριο θάναι φιλί-gλωστάρι. Δεν έχεις ακουστά ΄κείνο bου λέει, πως ανάθεμα πο΄πίστεψε...”
Λιοΰρι του παππού σου κι αbέλι του χεριού σου
(1963)
Δηλαδή η ελιά θέλει χρόνια να αναπτυχθεί και να καρπίση, ενώ το κλήμα καρπίζει σύντομα και ξεκινάει και σύντομα, επομένως, για να έχεις εισόδημα απ' αυτά, πρέπει την ελιά να την έχη φυτέψη ο παππούς σου και το αμπέλι εσύ ο ίδιος
Η αγάπη θέλει γλυκειά γλώσσα, έχης δεν έχης, θέλει χουβαρδωσύνη, έχης δεν έχης
(1963)
Δηλαδή για να διατηρηθή η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, χρειάζεται ευπροσηγορία και γενναιοδωρία κι όταν ακόμα δεν είσαι από τη φύση ευπροσήγορος και όταν ακόμα δεν είσαι ευκατάστατος
Πάλι τόβαλες στη dάβλα το τυρί κι' ήβγαλε dα μάθια dου ο κάτης να θωρή
(1963)
Dάβλα = Σανίδι τοποθετημένο ψηλά για να βάζουν επάνω τα ψωμιά ή τα τυριά, κάτος = γάτος
Τσ' ακμάτρας το παιδί χορουδάκια 'μάθαινε, gι' όσο dου τα 'μάθαινε, dόσο 'κείνο τάθελε
(1963)
Των Αγίων Σαράντα είναι πάντα τη Σαρακοστή κι επειδή τη Σαρακοστή δεν χορεύανε οι παλαιοί, αν τύχαινε κάποτε να χορέψουν αυτή την ημέρα, το λέγανε
Τ' αγαπά (το αγαπά, εκείνο που αγαπά) καρδιά (η καρδιά) (ή ψυχή) τ' αθρώπου το καλύτερο dου κόσμου
(1963)
Δηλαδή, για να επιτύχης κάτι, πρέπει να διαθέσης χρόνο. Κυρίως όμως λέγεται, όταν εξ αιτίας πολλών ασχολιών αργή κάποιος να παντρευτή
Εώ θωρώ κι αποθωρώ, χλωρό ψαράκι δε θωρώ, κι ας τονε φάω το gολιό
(1963)
Λέγεται, όταν αποφασίζη κανείς κάτι αναγκαστικώς κατώτερο από εκείνο, που του ταίριαζε ή που ονειρευόταν
Ζύμωσε και πλύσου κι άμε στον άdρα σου και πλύνε και πλύσου κι άμε στη μάνα σου
(1963)
Δηλαδή μετά το ζύμωμα, άμα πλυθής, ομορφαίνεις, ενώ μετά την πλύση, λόγω του ότι είναι πολύ κουραστική και γίνεται στον ήλιο το καλοκαίρι και στο κρύο το χειμώνα, ασχημαίνεις. Στη μάνα σου είσαι αγαπητή, όπως κ' αν είσαι
Θέλης θέριζε και δένε, θέλης δένε και κουβάλιε
(1963)
Λέγεται για άνιση, μεροληπτική κατανομή εργασίας. Οι εργασίες ήτανε τρεις : θέρισμα, δέσιμο, κουβάλημα. Εκείνος που προτείνει οπωσδήποτε φορτώνει τις δύο στον άλλο και έτσι μένει σ΄ αυτόν μόνο η μία. Λέγεται υπό του ...
Αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό
(1963)
Δεισιδαιμονία. Π.χ. “ - Μα κακό είναι τώρα, πούκραξεν η όρνιθα; - Κι΄ άμε κακό ταδεμή δεν είναι; Δεν έχει ακουστά, πως αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό;”
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος
Α δε βρέξη, είdα θα 'ενουμε, gι' α βρέκη, που θα πάμε
(1963)
Λέγεται, όταν βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε δυό κακά. Αν δεν έβρεχεμ δεν θα έκαναν εισοδήματα από τα κτηματά τους, αν πάλι έβρεχε, θα έσταζε το σπίτι τους και δεν θα είχαν, που να στεγαστούν
Η ολίγη γης σε θρέψη κι η πολλή σε ξολοθρέψη
(1963)
Δηλαδή την περιωρισμένη κτηματική περιουσία μπορείς και την καλλιεργείς αποδοτικώς, ενώ τη μεγάλη την καλλιεργείς αναγκαστικώς ή με ξένους ή κάκως και έτσι δεν αποδίδει και σε καταπονεί συγχρόνως
Είdα να σου ζηλέψω, κρομμυδάκι μου; bουκουνιά και δάκρυο
(1963)
Λέγεται, όταν από έναν άνθρωπο, από έναν τόπο δεν έχη κανείς παρά μόνο κακές αναμνήσεις
Τιάρις και 'ια τσ' όμορφες εδόθην η αγάπη; Ια τσ' όμορφες για τσ' άσκημες, όποια ρεχτή το μάτι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "είdα ίνην (εγίνην) η αγάπη dωνε; Μήτε ξέρη τώρα η μία την άλλη.Όπου πολλήν αγάπη, και πολλήν αμάχη, λέ' ένας λόος, κι' είν' αληθινός"
Θαρρούνε τα τζαμόγδαλα, αγάπη φόρος είναι, κι εώ (ή μα ' ω) την εδοκίμαξα, φόβος και τρόμος είναι
(1963)
Λέγεται, όταν αγαπούμε κάποιον, χωρίς να το αξίζει
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε bερνά νέα και παλληκάρι
(1963)
Δηλαδή, δεν αγα΄ούν μόνο τις όμορφες, αγαπούν και τις άσχημες. (Τιάρις= μήπως), (ρεχτή= επιθυμήση του ρημ. ορέγομαι)
Όπου πολλήν αγάπη, και πολλήν αμάχη
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Θέλω νάμαι και στο χωριό, μ' αφού είναι πάλι ανάgη να πάω κι Όξω, πόχω χίλιες δουλειές!.. Λυπούμαι και το θάνατο 'δα, λέιε, ποθώ και την αγάπη" Όξω, στην εξοχή προς το Βόρειο μέρος του χωριού, κατ' ...
Σκαμνιού ποδάριν ήπεσε, μα ήτονε συκένιο, να βάλωμε gαλύτερο και μάλιστα κυπαρισσενιο
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν χάση κανείς κάτι, που είναι δυνατό να αντικατασταθή και μάλιστα με καλύτερο
Αν ετρώαν οι σκύλοι τα κλαδιά, ήθελε ναχη κι ο Χατζής μια δέκαριά
(1963)
Δηλαδή για να έχης ζώα, πρέπει να έχης και τα μέσα να τα περιποιείσαι. Αν τα πράγματα μπορούσαν να γίνονται μόνα των, δεν θα υπήρχε δυσκολία για την απόκτησή των
Άμαν αοράζης εκείνο, bου δε σου χρειάζεται, πουλείς εκείνο, bου σου χρειάζεται
(1963)
Δηλαδή, όταν κανείς αγοράζη περιττά πράγματα, αναγκάζεται κατόπι να πουλήση χρήσιμα, για να ανταποκριθή στις ανάγκες του
Όλη μέρα δος και πάρε, και το βράδυ “Άψε μου κερά, το λύχνο”
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση που σπαταλά κανείς τον πολύν χρόνο εργασίας και προσπαθεί την τελευταία στιγμή να τον αναπληρώση
Άμα θωρής του 'ειτόνου σου το καλύβι και καίεται, ανέμενε και το δικό σου
(1963)
Λέγεται όταν μια γειτονική ατυχία απειλή να επεκταθή και σε μας
Ενάρης, αν έχης τόπο καλό βάρ' το, κι' α δεν έχης, άμε το στο μύλο, άλεσέ το, ζήμωσέ το, κάμε το ψωμί και φα το
(1963)
Δηλαδή, ο Γενάρης είναι όψιμα πια για να σπείρης
Δανείσετε, χηράδες, τω νιόπαdρω φιλί
(1963)
Λέγεται, όταν, ενώ έχει κανείς κάτι εν αφθονία, το ζητά από άλλον, που έχει λιγώτερο
Δικέβρης, δίκια κι' αν επόσπειρες κι' αν έχης κι' άλλο, σπείρε. Ενάρης, αν έχης τόπο καλό, βάρ' το, κι' α δεν έχης, άμε το στο μύλο, άλεσέ το, ζύμωσέ το, κάμε το ψωμί και φάτο
(1963)
Το Δεκέμβρη δηλαδή μπορείς να σπέρνης, όσο έχης, το Γενάρη μόνο, αν έχης καλό χωράφι
Όμοιος τον όμοιον αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει, τα σάλια dου κι οι μύξες του του φαίνουdαι σα μέλι
(1963)
Λέγεται για ανθρώπους που μοιάζουν στο χαρακτήρα